Μίλησε για διαλογισμό, μετενσάρκωση και ανυπαρξία του πραγματικού κόσμου. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην εμμονή του παππού και της μάνας για την ενέργεια, με συνέπεια να κυκλοφορούν μονίμως με φωτοβολταϊκά για τα κηπευτικά τους από τα οποία τρέφονταν και τα οποία ήταν οι μόνες σταθερές στη ζωή τους. Ο παππούς πέθανε πριν από έξι μήνες, η μάνα σχεδίαζε να φύγει για τη Φιλανδία, ο νεαρός όμως στα 17 του, είχε το σθένος να πάρει τη ζωή στα χέρια του, με μόνο εχέγγυο, την αγάπη μιας γιαγιάς που τον περιμένει.
Ο Άλεξ έφυγε νύχτα από τα Πυρηναία όπου είχαν καταλήξει τελευταία. Με μόνο εφόδιο ένα σκέιτμπορντ διέσχιζε για 4 μέρες βουνά και χωριά τρεφόμενος από λαχανικά που έβρισκε στο δρόμο ή στους κήπους. Από τα λεγόμενά του κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα και κοιμόταν την ημέρα. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν στόχος του όμως να φτάσει σε μεγάλη πόλη για να ζητήσει βοήθεια από τις αρχές. Στις 3 το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου και ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς, ένας φοιτητής που δούλευε τη νύχτα ως διανομέας φαρμάκων τον αντιλήφθηκε και τον προσέγγισε. Από το τηλέφωνο του φοιτητή ο Άλεξ έστειλε το πρώτο μήνυμα στη γιαγιά του. Κατέληξαν στην αστυνομία για εξακρίβωση της ταυτότητας και επικοινωνία με τις βρετανικές αρχές καθώς και την γιαγιά του Σούζαν Κουρουάνα. Αργά σήμερα ή το αργότερο αύριο ο Αλεξ Μπάτι θα επιστρέψει στην Αγγλία ύστερα από 6 χρόνια.