Γράφει ο Θεοδόσιος Κυριακίδης Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας , Υπ. Ερευνητικού Κέντρου «Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα».
Αφορμή για τις συγκεκριμένες σκέψεις μου έδωσαν αρκετά περιστατικά που συνέβησαν τόσο στην μικροκοινωνία της ποντιακής οικογένειας, όσο περιστατικά ευρύτερης κλίμακας. Οι γραμμές που θα ακολουθήσουν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως σχολιασμός της επικαιρότητας με μια βασική παράμετρο. Υπάρχει μια διήκουσα συνισταμένη η οποία διατρέχει τις σκέψεις αυτές και δεν είναι άλλη από την πεποίθηση ότι όποιος ασχολείται μ’ αυτό που λέμε ποντιακή υπόθεση θα πρέπει να αισθάνεται ως λειτουργός.
Πιστεύω ότι σε μερικά χρόνια η αξία πτυχών της παράδοσης -όπως τις έχουμε αναπτύξει και παλιότερα- δεν θα είναι αυταπόδεικτη, δεδομένη. Βέβαια ας πούμε εξαρχής ότι δεν είναι παραδεκτά ή άξια διατήρησης όλα τα στοιχεία της παράδοσης μας και δεν θα πρέπει άκριτα να τα υιοθετούμε επειδή «αέτς εποίναν οι παλαιοίν εμουν». Αυτή η εξιδανίκευση του παρελθόντος, η οποία αρκούντως έχει αναλυθεί επιστημονικά, δεν βασίζεται πάντα σε αντικειμενικά στοιχεία, αλλά εν πολλοίς εξυπηρετεί τις ανάγκες του υποκειμένου, που ρομαντικά αναπολεί το παρελθόν. Χρησιμοποιείται δηλαδή ως μια ψυχολογική εκτόνωση και σ’ αντιδιαστολή με τις δυσκολίες του παρόντος. Αυτό όμως που βλέπω σήμερα να χάνεται από τις αξίες του παρελθόντος και αξίζει να διατηρηθεί, είναι η έννοια της κοινωνίας, της συμπαράστασης και της αγαπητικής προσφοράς στον συνάνθρωπο. Οι παραδοσιακές ποντιακές οικογένειες ακόμη και όταν ήρθαν στην Ελλάδα, ξεγυμνωμένοι από κάθε ίχνος υλικού αγαθού, δεν ξέχασαν αυτές τις αξίες. Θυμάμαι έντονα την αείμνηστη θεία μου Κατίνα Κιαγχίδου να λέει «όποιος έρτε σο σπίτις, πρώτα θα φάεις ατόν, κι επεκεί θα ερωτάς ατόν ποιος εν και ντο θελ». Η έννοια του μουσαφίρη και της φιλοξενίας ήταν έννοια ιερή. Μια παράδοση που κρατάει ίδια κι απαράλλακτη από την Οδύσσεια του Ομήρου.
Μια συμμετοχή σε συλλογικές οργανώσεις που διατηρούν ή θέλουν να διατηρούν αυτές τις αξίες του παρελθόντος, σημαίνει πρωτίστως μια πράξη πολιτικής τοποθέτησης. Είναι μια πράξη που σε μια πολυσυλλεκτική και ατομιστική εποχή όπως η δική μας, απορρίπτει την άκριτη αποδοχή ξενόφερτων και ανοίκειων στοιχείων και υιοθετεί έναν τρόπο ζωής εναρμονισμένο με τον συνάνθρωπο και τη φύση. Η συμμετοχή είναι μια υπαρξιακή εμπειρία. Μια συνειδησιακή ανάγκη τόσο ισχυρή που καταλήγει σε οντολογικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας. Δεν θα πρέπει να είναι ένα ψυχολογικό δεκανίκι «κάνω κάτι για την ιστορία μου, την παράδοση μου», αλλά να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να προσδοκά συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η συμμετοχή είναι κατάφαση στην ευθύνη απέναντι στους νέους και το χρέος απέναντι στους παλαιότερους.
Θα σκεφτεί κανείς ότι ίσως είμαστε επηρεασμένοι απ’ αυτήν την έμφυτη τάση της εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί που μας κατηγορούν ότι είμαστε μέλη μιας φαντασιακής κοινότητας, κατηγορία που για κάποιες πτυχές της, υπάρχουν ψήγματα αλήθειας. Η κοινότητα αυτή όμως στο βαθμό που είναι μια απτή πραγματικότητα για τα μέλη της είναι χειροπιαστή και αληθινή. Δηλαδή, όταν για το μέλος της κοινότητας, αυτά τα φαντασιακά ή όχι χαρακτηριστικά, έχουν μια επίδραση στην καθημερινότητα του ή στην ψυχοσύνθεση του, είναι πραγματικά, διότι έχουν πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή του. Το πιο απλό παράδειγμα αλλά τόσο ουσιαστικό είναι ότι όταν βρίσκεσαι στην άλλη άκρη του κόσμου και συναντάς έναν πόντιο, νιώθεις αμέσως οικεία μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι «τεμέτερον».
Αυτό δεν μπορούν εύκολα να το καταλάβουν εκείνοι που στέκονται κριτικά απέναντι μας, γιατί δεν το έχουν βιώσει. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην γλώσσα της εμπειρίας και στη γλώσσα της ιδεολογίας. Η γλώσσα της εμπειρίας είναι χειροπιαστή, έχει παραδείγματα. Επίσης η γλώσσα της εμπειρίας μπορεί να σε βοηθήσει να περάσεις στο στάδιο του βιώματος και σ’ αντίθεση μ’ αυτήν την ιδεολογίας δεν επιβάλλεται αναγκαστικά. Η ζωντανή γλώσσα της εμπειρίας είναι αυτή που καταξιώνει ή απαξιώνει το νόημα της ιδεολογίας. Αντίθετα η γλώσσα της ιδεολογίας διατυπώνει απόψεις, δόγματα και διαμορφώνει στεγανά. Αυτή η τεράστια διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία και στην ιδεολογία επεξηγεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στους μεν και στους δε.
Με άλλα και απλούστερα δηλαδή λόγια φαντασιακή ή όχι η ποντιακή ταυτότητα δημιουργεί σημαντικές πραγματικότητες στη ζωή των υποκειμένων που την ασπάζονται. Δηλαδή ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η ποντιακή ταυτότητα είναι μια κατασκευή, δεν παύει να έχει τελικά κάποιο νόημα στη ζωή του ανθρώπου, που γαλουχείται μ’ αυτήν από την παιδική του ηλικία. Έχει λοιπόν μια σπουδαιότητα.
Γιατί τα γράφω όλ’ αυτά; Γιατί πιστεύω ότι είναι η απάντηση πολλών στην εξής ερώτηση; Μα καλά γιατί ασχολείσαι μ’ αυτά (ποντιακά) και χάνεις το χρόνο σου; Νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται στ’ αποτελέσματα της επιστήμης της ευτυχίας. Η νέα κατεύθυνση της ψυχολογίας της επιστήμης που ονομάζεται happinnesscience που εισήγαγε ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια MartinSeligman, αναζητά τις αιτίες για τις οποίες οι άνθρωποι αισθάνονται χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Τι μας έχει διδάξει λοιπόν αυτή η επιστήμη; Ότι άπαξ και έχει κάποιος ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες, το επιπλέον εισόδημα προσθέτει ελάχιστη ευτυχία. Ούτε η καλή εκπαίδευση, ούτε τα νιάτα είναι οι πρωταγωνιστές της ευτυχίας στη ζωή των ανθρώπων. Αντιθέτως η επιστήμη κατέληξε ότι οι φίλοι, οι διαπροσωπικές, οι ανθρώπινες σχέσεις και η κοινωνική υποστήριξη παίζουν σημαντικότατο ρόλο για να αισθάνεται κάποιος πλήρης και ευτυχισμένος. Είναι η αίσθηση ότι ανήκεις σε μια κοινότητα ανθρώπων. Είναι μ’ άλλα λόγια αυτό που από την αρχέγονη ακόμη εκκλησία διδάσκουν οι πατέρες. Η κοινωνία των προσώπων είναι αυτή που καταξιώνει την ύπαρξη και όχι η αποθέωση της ατομικότητας.
Τον ίδιο λειτουργικό ρόλο νιώθω ότι έχει και ο μουσικός της παραδοσιακής μουσικής. Μιλώ για τον τρόπο που κινείται μέσα στον χώρο της παράδοσης, το οποίο γίνεται κυρίως αντιληπτό ως αίσθηση τουλάχιστον για μένα που δεν είμαι ειδικός στη μουσική. Νομίζω ότι στην παράδοση μας δεν υπάρχουν «σούπερσταρ». Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι που ξεχωρίζουν, κάτι το οποίο είναι απολύτως φυσιολογικό, όμως νομίζω ότι κατά τη διάρκεια ενός χορού, ενός πανηγυριού ή ενός παρακάθ παραμένουν λειτουργοί. Ο λυράρης, ο τραγουδιστής βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους για να προσφέρει στην κοινότητα μια λειτουργία. Δεν βρίσκεται εκεί για να πάρει από την κοινότητα. Με λίγα λόγια θεωρώ ότι δεν έχουμε, ή δεν θα πρέπει να έχουμε στην παράδοση μας την αποθέωση της ατομικότητας. Η ρωμαίικη παράδοση, η οποία είναι κοινή στους Πόντιους, τους Μικρασιάτες και σ’ όλες τις άλλες ομάδες που μετέχουν αυτού του πολιτισμού, είναι η παράδοση της κοινωνίας και της λειτουργίας μέσ’ αυτήν.
Ένα άλλο κεφάλαιο, το οποίο θα ήθελα να θίξω, αφορά την εμπειρία που αποκόμισα προετοιμάζοντας και παρουσιάζοντας το ντοκιμαντέρ «Τα χνάρια των Αργοναυτών». Λόγω της επιτυχημένης πορείας και της μεγάλης αποδοχής του ντοκιμαντέρ (προβολές σε Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, προβολή στη δημόσια ελληνική τηλεόραση ΕΡΤ1 στις 19/5 και διανομή με τον Ελεύθερο Τύπο στις 14/8) είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω μαζί με την ταινία και να μιλήσω με παλιούς και νέους φίλους που διοχετεύουν την αγάπη και το μεράκι τους υπηρετώντας την ποντιακή παράδοση και τον πολιτισμό μέσα από τους συλλόγους τους. Σε παλιότερο άρθρο με τίτλο: Όαση κοινωνίας σε καιρούς αφιλίας η δράση των ποντιακών συλλόγων, είχε εξαρθεί η σημαντική προσφορά των κατά τόπους συλλόγων στην κοινωνία. Σ’ ένα σημείο είχε υποσημειωθεί ότι υπάρχει ανάγκη επαναπροσδιορισμού στόχων και εξορθολογισμού λειτουργίας, κάτι το οποίο θα αναπτύξουμε εν μέρει στον παρόν άρθρο. Πριν απ’ όλα όμως θέλω να σημειώσω πως ταξιδεύοντας σ’ όλες αυτές τις πόλεις θυμήθηκα αυτό που είπε ο Χρ. Γιανναράς σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη: «όταν πηγαίνω στην επαρχία διαπιστώνω ότι υπάρχει ανθρώπινη ποιότητα, η οποία πεθαίνει μέσα στην πίκρα..»[1]. Δυο σοβαρές επισημάνσεις κάνει εδώ ο καθηγητής τις οποίες είχα την ευκαιρία να εντοπίσω και εγώ. 1ον ότι στην επαρχία υπάρχει αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, τόσο από ηθικής πλευράς όσο και από μορφωτικής και 2ον ότι αυτό το δυναμικό αισθάνεται άχρηστο, παραμελημένο ακόμη και περιθωριοποιημένο από την ελληνική κοινωνία.
Από την άλλη μεριά θεωρώ ότι στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη ανάγκη προσαρμογής και ορθολογιστικής λειτουργίας της Ομοσπονδίας στα νέα δεδομένα. Όταν η χώρα περνά μια τόσο μεγάλη κρίση είναι φρόνιμο να ξανασκεφτούμε το πώς θα συνεχίζουμε να οργανώνουμε αυτά τα πολυέξοδα φεστιβάλ. Δεν εννοώ φυσικά να καταργηθούν, αλλοίμονο! Ούτε είμαι μηδενιστής λέγοντας –όπως συνηθίζουν αβίαστα να πράττουν πολλοί- ότι είμαστε μόνο για χορούς και πανηγύρια. Γνωρίζω ότι πολλά παιδιά περιμένουν με ιδιαίτερη προσμονή και λαχτάρα να συμμετάσχουν στο Φεστιβάλ αυτό και η γνωριμία τους και η ανταλλαγή απόψεων εκεί είναι σημαντικότατη. Μιλώ απλώς για εξορθολογισμό λειτουργίας και οργάνωσης. Αυτό που θέλω να πω είναι να σκεφτούμε τρόπους για να συμπορευτούμε με τα νέα δεδομένα.
Πιο συγκεκριμένα: γιατί να ξοδεύουμε κάθε χρόνο τόσα χρήματα για να πραγματοποιούμε μόνο του το φεστιβάλ, το οποίο είναι μεν σημαντικό αλλά είναι και πολυέξοδο. Μήπως θα ήταν προτιμότερο για τα παιδιά, αλλά και για την κοινωνία παράλληλα να οργανώνονται και άλλες δράσεις κατά τη διάρκεια αυτών των φεστιβάλ; Για παράδειγμα μήπως θα ήταν καλύτερα καταρχήν να διοργανώνονται μαζί με το συναπάντημα της νεολαίας; Μήπως, προσπαθώντας να σκεφτούμε τρόπους λειτουργίας έξω από τα καθορισμένα πλαίσια, θα ήταν εφικτό να μεταβεί μια ομάδα από τα παιδιά που διακρίθηκαν, στους ελάχιστους πια έλληνες της Γεωργίας και να τους μοιράσουν τρόφιμα, χρήματα μα το κυριότερο χαρά και ελπίδα; Μήπως θα ήταν προτιμότερο μια χρονιά να χτίσουμε ή να συντηρήσουμε εθελοντικά ένα σπίτι για τους αδελφούς μας πρόσφυγες; Να αναδασώσουμε μέρη που πλήγηκαν από πυρκαγιά; Να μαζέψουμε πεντακόσιες φιάλες αίμα; Να επισκεφτούμε και να χορέψουμε μπροστά σε παιδιά με χρόνιες παθήσεις, σε γηροκομεία κ.α.; Θέλω να πω ότι το φεστιβάλ πρέπει να συνδυαστεί με μια βαθύτερη και ουσιαστική αναγκαιότητα. Βεβαίως και είναι ιδιαιτέρως σημαντικό από μόνο του το γεγονός, ότι οι σύλλογοι δραστηριοποιούν τους νέους, τους βγάζουν από το σπίτι, τους κοινωνικοποιούν, τους σηκώνουν από τον καναπέ και την τηλεόραση. Όμως ποιος είναι ο αντίκτυπος στην κοινωνία, η οποία πληρώνει γι’ αυτό το φεστιβάλ αδρά. Άρα λοιπόν η πρόταση μου είναι:
Α) Καταρχήν το συναπάντημα να γίνεται μαζί με το Φεστιβάλ, ώστε και οικονομία να κάνουμε, αλλά και να το συνδυάζουμε με τη γνώση της ιστορίας μας και την ζύμωση και την συζήτηση. Πριν την κρίση υποστήριζα ότι καλό θα είναι αν χρειαστεί να βάζαμε και ένα χαμηλό εισιτήριο όπως γίνεται και στην Ευρώπη για να καλύπτουμε μόνοι μας μέρος των εξόδων.
Β) Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει όλη αυτή η δυναμική να μετουσιώνεται σε όφελος για την κοινωνία πέρα από την ψυχολογική μας εκτόνωση περί διατήρησης της παράδοσης και της ικανοποίησης του αισθήματος ότι αποτελούμε απλώς ένα δυναμικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός ο δυναμισμός οφείλει να μετουσιώνεται σε πρακτικό αποτέλεσμα και όχι να παραμένει δεκανίκι του εγωισμού της φυλής μας, διότι εν τέλει, αυτόν τον τελευταίο δεν τον έχουμε ανάγκη.
Για να θίξω ακροθιγώς όμως και ένα ενδογενές πρόβλημα θα σημειώσω μόνο ότι αρκετοί «παράγοντες» στον οργανωμένο ποντιακό χώρο, τόσο σε πρωτοβάθμιο, όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, ξεχνούν ότι η συμμετοχή στις ποντιακές οργανώσεις είναι ένας πολιτικός στίβος σε μικρογραφία. Ακόμη χειρότερα πιστεύουν ότι αρκεί σήμερα να επενδύσεις απλά και μόνο στο συναίσθημα και όχι στη γνώση και στην ορθολογική οργάνωση. Παρ’ όλες αυτές τις αδυναμίες συνεχίζουν να περιφέρονται ως «παντογνώστες» στον χώρο, ουσιαστικά παρεμποδίζοντας νέα και ταλαντούχα μυαλά να συμμετάσχουν, τα οποία έχουν πράγματι να προσφέρουν και μπορούν να ανατρέψουν τα δεδομένα, όπως τα παρουσιάσαμε παραπάνω. Τα άτομα αυτά αρκετές φορές βασισμένα σε αυτάρεσκες εξ αποκαλύψεως «αλήθειες», τις οποίες συνωμοτικά διαδίδουν μεταξύ τους, και οι οποίες σπάνια αντέχουν σε σοβαρή κριτική, περιφέρουν την μετριότητα τους προσπαθώντας να την επιβάλλουν στον χώρο. Οι σύλλογοι που ξεχώρισαν στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια των προβολών ήταν εκείνοι στους οποίους ο πρόεδρος είχε εμπιστευτεί νέα παιδιά. Είχε κανείς την εντύπωση ότι ο σύλλογος ξέρει τον σκοπό του, αναζητά συνεχώς νέους τρόπους προσέγγισης της νέας γενιάς και γενικώς «μιλά τη γλώσσα της εποχής».
Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις έχει κανείς την αίσθηση ότι όχι μόνο επιβραβεύεται η ρηχότητα, η κενότητα και η ευκολία, αλλά θεμελιώνεται και ως παγιωμένη κατάσταση. Τα παραπάνω ας μη ληφθούν ως εμπαθής κριτική αλλά ως αφορμή για προβληματισμό και για να δούμε πως μπορούμε να γίνουμε ακόμη καλύτεροι. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι και τα σωματεία είναι μια αντανάκλαση της ίδιας της κοινωνίας μας.
[1] Συνέντευξη στην εκπομπή του ΣΚΑΙ «Πρόσωπα και Απόψεις» και στον δημοσιογράφο Μπάμπη Παπαδημητρίου.