Ανάπτυξη μόλις 0,2% προβλέπει η ετήσια έκθεση της γερμανικής κυβέρνησης για την οικονομία. Ενδοκυβερνητικές τριβές και αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση.Δεν αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα. Ωστόσο, ελάχιστοι περίμεναν ότι η «συγκυβέρνηση» στο Βερολίνο θα αναθεωρήσει τόσο δραστικά επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη το 2024. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για την οικονομία, που παρουσίασε ο «Πράσινος» υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο δείκτης ανάπτυξης για το τρέχον έτος δεν θα ξεπεράσει το 0,2%, ενώ η αρχική πρόβλεψη έκανε λόγο για +1,3%.

Η παρουσίαση της έκθεσης έγινε ουσιαστικά σε δύο «δόσεις». To απόγευμα της Τετάρτης ο Ρόμπερτ Χάμπεκ ανέλυσε τα κύρια σημεία σε συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο, ενώ το πρωί της Πέμπτης μίλησε στη Βουλή, απαντώντας στην κριτική της αντιπολίτευσης. Οι αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση είναι λίγο-πολύ αναμενόμενες, αλλά μείζον πρόβλημα είναι και οι αντιπαραθέσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, όπως παραδέχεται άλλωστε ο αντικαγκελάριος. «Πολλές αποφάσεις λαμβάνονται στη ‘διαπασών’» επισημαίνει. «Η εδραίωση εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με αξιόπιστο τρόπο, κάτι που δεν συνέβαινε πάντοτε τα τελευταία δύο χρόνια. Αποδέχομαι την κριτική στο σημείο αυτό…»

Θετικά νέα για τον πληθωρισμό

Κι όμως, υπάρχουν και ευχάριστες ειδήσεις. Ο πληθωρισμός μειώνεται στο 2,8% έναντι 5,9% το 2023 και «τίθεται υπό έλεγχο πλέον», όπως εκτιμά ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Σταθερή εικόνα εμφανίζει και η αγορά εργασίας, με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό να ανέρχεται σε 46 εκατομμύρια, αλλά και 700.000 θέσεις εργασίας να παραμένουν κενές. Θετική εξέλιξη είναι και η αναμενόμενη αύξηση στο πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων για το τρέχον έτος. Όσο για τις τιμές της ενέργειας «μπορεί να μην έφτασαν ακόμη στα επίπεδα που θέλαμε, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν υποχωρήσει πιο γρήγορα από ό,τι θα περιμέναμε πριν από λίγους μήνες», εκτιμά ο αντικαγκελάριος Χάμπεκ.

«Διαρθρωτικά προβλήματα» στην οικονομία

Kύριο πρόβλημα είναι η ανασφάλεια που επικρατεί, καθώς η «συγκυβέρνηση» Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP) δεν καταφέρνει να ομονήσει σε μία στρατηγική κατεύθυνση: Περισσότερες περικοπές ή περισσότερα χρέη; Ο Φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών επιμένει σε νέες φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις, ενώ ο «Πράσινος» υπουργός Οικονομίας θα προτιμούσε να συστήσει ένα νέο επενδυτικό ταμείο, που θα χρηματοδοτείται με δανεισμό.

Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) της αντιπολίτευσης επικρίνει τη «συγκυβέρνηση» σε υψηλούς τόνους. Μάλιστα ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των Χριστιανοδημοκρατών Γιενς Σπαν υποστηρίζει ότι «λόγω ενδοκυβερνητικών διενέξεων επικρατεί τέτοια ανασφάλεια στο επενδυτικό κλίμα, που η κατάσταση θυμίζει το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit».

Ο αντικαγκελάριος Χάμπεκ κάνει λόγο για «διαρθρωτικά προβλήματα» της οικονομίας, τα οποία σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Ο ίδιος προτείνει την παροχή κινήτρων σε περισσότερους ηλικιωμένους και συνταξιούχους για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, αλλά και την καλύτερη ενσωμάτωση και καλύτερη αποδοχή των αλλοδαπών εργαζομένων. Δομικό πρόβλημα θεωρείται και η υπερβολική γραφειοκρατία, που εμποδίζει την υλοποίηση επενδύσεων. «Υπάρχουν πολλοί περιττοί νόμοι, τους οποίους κανείς δεν θα νοσταλγούσε, εάν αποφασίζαμε να τους καταργήσουμε», επισημαίνει ο Κλέμενς Φυστ, επικεφαλής του Οικονομικού Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου.

Για το 2024 προβλέπονται στη Γερμανία κρατικές επενδύσεις ύψους 70 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ άλλα 49 δισ. θα διατεθούν από το Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος. Ωστόσο, είναι δύσκολο να επιτευχθούν πολλοί από τους στόχους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ουτοπικός φαντάζει, για παράδειγμα, ο στόχος για την κατασκευή 400.000 νέων κατοικιών ετησίως, στον οποίο κατά τα άλλα έχουν συμφωνήσει οι κυβερνητικοί εταίροι, σε μία προσπάθεια να ανακόψουν την πρωτοφανή άνοδο των ενοικίων λόγω έλλειψης στέγης.

Λύση το «Πακέτο Ανάπτυξης»;

Θέλοντας να επανεκκινήσουν την οικονομία τα τρία κόμματα της «συγκυβέρνησης» έχουν εγκρίνει από το περασμένο καλοκαίρι ένα «Πακέτο Ανάπτυξης» με φοροαπαλλαγές ύψους επτά δισ. ευρώ, το οποίο όμως έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα είναι να μη δίνει την έγκρισή του το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο της Γερμανίας, η αποκαλούμενη και «Άνω Βουλή», στην οποία βαρύνοντα λόγο έχει και η αξιωματική αντιπολίτευση.

Αρχικά οι φοροαπαλλαγές μειώθηκαν από επτά σε τρία δισ. ευρώ. Όμως οι Χριστιανοδημοκράτες εξακολουθούν να δηλώνουν αντίθετοι στο «Πακέτο» και απαιτούν από την κυβέρνηση να επαναφέρει τις φοροαπαλλαγές για το αγροτικό πετρέλαιο. «Όποιος μιλάει για ανάπτυξη, δεν μπορεί να αγνοεί τους αγρότες» δηλώνει επ’ αυτού ο Γιενς Σπαν.

Έτσι παρατείνεται η αβεβαιότητα. Συμβιβαστικές λύσεις αναζητεί η αποκαλούμενη Επιτροπή Διαμεσολάβησης μεταξύ Κοινοβουλίου και Άνω Βουλής. Η Μανουέλα Σβέσιγκ, επικεφαλής της επιτροπής και κορυφαίο στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών, προειδοποιεί: «Ο κόσμος έχει κουραστεί με τις συνεχείς αντιπαραθέσεις και περιμένει από τους πολιτικούς να βρουν λύσεις…»

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ