Το αδιέξοδο της Ουκρανίας και η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή οδηγούν την κούρσα για την προεδρία σε εξαιρετικά ολισθηρό έδαφος. Οι Δημοκρατικοί πρέπει να υπολογίζουν την κάθε τους κίνηση.Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν πολιτικό είναι να μπαίνει στην τελική ευθεία μιας προεκλογικής εκστρατείας και το περιβάλλον γύρω του να θυμίζει κινούμενη άμμο, που στην παραμικρή λάθος κίνηση θα μπορούσε να τον… καταπιεί. Κάπως έτσι πρέπει να νοιώθουν τώρα οι υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές, καθώς οι ΗΠΑ μπαίνουν στον τελευταίο μήνα πριν τις εκλογές. Με δύο πολεμικά μέτωπα, όχι μόνο ανοικτά, αλλά και σε έξαρση οι συνθήκες μόνο ιδανικές για μια αντιπαράθεση ουσίας δεν μοιάζουν, αφού και στα δύο στρατόπεδα δείχνουν να προσέχουν περισσότερο τι δεν πρέπει να πουν, παρά τι έχουν να πουν, με τον Ντόναλντ Τραμπ πάντως να μοιάζει να φοβάται λιγότερο τις βερμπαλιστικές υπερβολές.

Το πρόβλημα είναι σαφώς μεγαλύτερο για τους «κυβερνώντες» Δημοκρατικούς. Ο πρόεδρος Μπάιντεν μπορεί να μην είναι πια υποψήφιος, αλλά οι λεπτές ασκήσεις ισορροπίας, στις οποίες είναι εξαναγκασμένος να εξασκείται εδώ και μήνες, δεν αφήνουν εντελώς ανέπαφη και την αντιπρόεδρό του και υποψήφια πρόεδρο Κάμαλα Χάρις. Η τελευταία μπορεί να έφερε μια σχετική φρεσκάδα και μια πιο «χαλαρή» προσέγγιση στον προεκλογικό αγώνα, αλλά αυτό δεν αφορά τα μέτωπα του πολέμου, γιατί εκεί βεβαίως τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να τα αντιμετωπίσεις με ελαφρότητα.

Το «σχέδιο νίκης» του Ζελένσκι

Ο Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να ξεφύγει με μάλλον γενικόλογες υποσχέσεις στήριξης απέναντι στον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος πριν από δύο εβδομάδες είχε επιχειρήσει να τον δεσμεύσει στη Νέα Υόρκη, όπως και συνολικά τους δυτικούς ηγέτες ως υποστηρικτές του περιβόητου «σχεδίου νίκης» του, το οποίο ουσιαστικά προϋπέθετε πολύ ενεργότερη και ακριβότερη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας. Το γεγονός ότι πολλές λεπτομέρειες αυτού του σχεδίου δεν έγιναν γνωστές αποτελεί απόδειξη ότι τελικά δεν κρίθηκε ως ρεαλιστικό, σε μια περίοδο που ο πόλεμος έχει κουράσει και στη Δύση πληθαίνουν οι φωνές εκείνων, που ζητούν από το Κίεβο να εγκαταλείψει τα σχέδια για νίκη και να ακολουθήσει μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση, αποδεχόμενο κάποιον συμβιβασμό.

Φυσικά ο Τζο Μπάιντεν δεν μπορεί να ξεστομίσει κάτι τέτοιο δημόσια, ενώ η Κάμαλα Χάρις επαναλαμβάνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα αφήσουν τον Βλάντιμιρ Πούτιν να νοιώσει νικητής. Όμως απέναντί τους έχουν έναν Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μονότονα και «ανέξοδα» επαναλαμβάνει ότι αυτός, αν επικρατήσει, θα τελειώσει άμεσα τον πόλεμο με διαπραγματεύσεις. Για το πιο εσωστρεφές τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου αυτό μπορεί να ακούγεται πολύ ευχάριστο και θα μπορούσε να είναι το κλειδί για νίκη των Ρεπουμπλικάνων σε κάποιες από τις κρίσιμες πολιτείες, όπου η μάχη ίσως να κριθεί για μερικές (δεκάδες;) χιλιάδες ψήφους. Αλλά για τον Μπάιντεν και την Χάρις μια αλλαγή πλεύσης της τελευταίας στιγμής θα μπορούσε να αποδειχτεί καταστροφική.

Το «ναρκοπέδιο» της Μέσης Ανατολής

Σε ναρκοπέδιο κινούνται όμως οι Δημοκρατικοί και σε σχέση με την κατάσταση στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Το κύμα διαμαρτυρίας για τις απώλειες αμάχων στη Γάζα, που είχε φουντώσει στα αμερικανικά πανεπιστήμια ίσως να έχει υποχωρήσει, αλλά η εικόνα ενός προέδρου που αδυνατεί να «επιβληθεί» στον πρωθυπουργό του Ισραήλ δεν είναι ό,τι καλύτερο για την εικόνα και το γόητρο όχι μόνο του προέδρου, αλλά συνολικά της «υπερδύναμης».

Την περασμένη Παρασκευή ο ανταποκριτής της ελβετικής «Νόιε Τσύρχερ Τσάιτουνγκ» παρατηρούσε ότι ο Μπένιαμιν Νετανιάχου τραβάει τις ΗΠΑ ολοένα και περισσότερο σε έναν μεγαλύτερο πόλεμο. Με τη σειρά του επικαλούνταν ένα άλλο άρθρο, αυτό του Τόμας Φρίντμαν στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», που προέτρεπε τον Αμερικανό πρόεδρο να στείλει σαφή μηνύματα μιας άτεγκτης στάσης απέναντι στο Ιράν, που μοιάζει να εμπλέκεται όλο και πιο εντατικά στην σύγκρουση, αλλά παράλληλα να πιέσει το Ισραήλ σε μια κατεύθυνση ειρήνευσης με τους Παλαιστίνιους. Μια άποψη που πιθανώς έχει διαβάσει και η Κάμαλα Χάρις, η οποία δείχνει έστω προσεκτικά μια πιο κριτική στάση απέναντι στις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού.

Κι εδώ ο Τραμπ μοιάζει να «ξεμπερδεύει» με πολύ πιο απλοϊκές προσεγγίσεις και αοριστολογίες, κατηγορώντας ευθέως τον Τζο Μπάιντεν ότι εξαιτίας της δικής του αδύναμης στάσης είναι συνυπεύθυνος για την κρίση. Μπορεί σε σοβαρούς αναλυτές να ακούγονται αστείες δηλώσεις του τύπου «αν ήμουν εγώ πρόεδρος δεν θα είχε ξεκινήσει ο πόλεμος», αλλά είναι ένα ερώτημα αν το βλέπει έτσι και ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος. Στην ουσία πάντως ήταν ο Τραμπ που ανέτρεψε την «διακομματική» και διαχρονική προσέγγιση των ΗΠΑ για λύση δύο κρατών, όταν αποφάσιζε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ. Από αυτή την παρέκκλιση από παραδοσιακές αμερικανικές θέσεις δεν κατάφερε να απαγκιστρωθεί τελικά ούτε ο Μπάιντεν.

Η εξάπλωση της πυρκαγιάς

Το πρόβλημα είναι ότι η σύγκρουση έχει προ πολλού ξεφύγει από τα στενά όρια της λωρίδας της Γάζας και έχει πάρει πολύ γενικότερο χαρακτήρα, με την επιθετική στάση του Ισραήλ, που μιλά για μια «νέα τάξη πραγμάτων» και την δημιουργία ενός άτυπου μετώπου Ρωσίας, Συρίας, Ιράν που κάνει συχνά τους δύο πολέμους να συντίθενται σε… έναν. Κι εδώ τα περιθώρια ελιγμών για τους Δημοκρατικούς μοιάζουν περιορισμένα, με τον Τραμπ να ρίχνει συχνά λάδι στη φωτιά, όταν για παράδειγμα στηλίτευσε την προσωρινή απόφαση Μπάιντεν για προσωρινή διακοπή παροχής βομβών μεγάλης ισχύος στο Ισραήλ μετά από χτυπήματα κατά σχολείων και δομών του ΟΗΕ και τον Νετανιάχου να δείχνει ότι θέλει να εκμεταλλευτεί τις διαφορετικές προσεγγίσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων για να στριμώξει τον σημερινό πρόεδρο.

Όλα αυτά μοιάζουν εξαιρετικά σύνθετα για να απασχολήσουν ένα εκλογικό σώμα, που κατά βάθος πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν λόγο να ξοδεύονται και να… σκοτώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα πάνω σε αυτόν πλανήτη. Όσο πιο περίπλοκα και πολυσύνθετα τα ζητήματα όμως, τόσο πιο πλεονεκτική ή θέση των λαϊκιστών που υπόσχονται ή υπονοούν ότι μπορούν να τα λύσουν με κάποια μαγική κίνηση. Και επειδή είναι σαφές, ποιος παίζει «εντός έδρας» στο γήπεδο του λαϊκισμού, ο υπόλοιπος πλανήτης έχει λόγο να ανησυχεί για το ενδεχόμενο το 2025 να τον βρει με δύο μεγάλα πολεμικά μέτωπα σε έξαρση και έναν Αμερικανό πρόεδρο αλλοπρόσαλλο και ικανό για τις πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ