Τριάντα δύο χρόνια μετά την Επανένωση της Γερμανίας το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στα παλαιά και τα νέα ομόσπονδα κρατίδια παραμένει. Το ίδιο συμβαίνει με τις συντάξεις.Η νομισματική ένωση της Δυτικής Γερμανίας με την «Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας» (ΛΔΓ) τον Ιούλιο του 1990 ήταν, κατά γενική ομολογία, το αποφασιστικό βήμα προς την Επανένωση των δύο Γερμανιών. «Ανθηρά τοπία» υποσχόταν την εποχή εκείνη ο χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Χέλμουτ Κολ στους Ανατολικογερμανούς. Σε μεγάλο βαθμό η υπόσχεση εκπληρώθηκε, τουλάχιστον οι εγκαταλελειμμένες πόλεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας έχουν αλλάξει όψη. Κι όμως, 32 ολόκληρα χρόνια μετά την Επανένωση της Γερμανίας, παραμένουν σημαντικές μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στα ανατολικά και τα δυτικά κρατίδια της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Όπως προκύπτει από απάντηση σε επερώτηση του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) στη Βουλή, τον Σεπτέμβριο, στα δυτικά κρατίδια οι αμοιβές στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών κυμαίνονται, κατά μέσο όρο, στα 55.797 ευρώ ετησίως (μεικτά). Την ίδια στιγμή στα ανατολικά κρατίδια περιορίζονται στα 43.624 ευρώ ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι οι Ανατολικογερμανοί αμείβονται για τις ίδιες δουλειές με 12.173 ευρώ λιγότερα. Το παράξενο είναι ότι to 2020 η διαφορά είχε υπολογιστεί σε 11.967 ευρώ. Είναι δυνατόν να διευρύνεται το μισθολογικό χάσμα, αντί να μειώνεται; «Όταν η μεσαία τάξη στα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας διαθέτει 12.000 ευρώ λιγότερα ετησίως, αυτό σημαίνει, αν μη τι άλλο, ότι οι συνεχείς αυξήσεις του πληθωρισμού έχουν ακόμη πιο ολέθριες συνέπειες για τους Ανατολικογερμανούς» συμπεραίνει ο Σόρεν Πέλμαν από το Κόμμα της Αριστεράς. «Αυτό το μισθολογικό χάσμα πρέπει επιτέλους να καλυφθεί».
Μεγάλες διαφορές στα τεχνικά επαγγέλματα
Σε παρεμφερή έρευνα το Ίδρυμα Χανς Μπέκλερ, που πρόσκειται στα γερμανικά συνδικάτα, διαπιστώνει ότι στα ανατολικά κρατίδια οι μισθοί είναι κατά 13,7% χαμηλότεροι σε σχέση με τα δυτικά. Ακόμη μεγαλύτερες διαφορές καταγράφονται στα τεχνικά επαγγέλματα. Για παράδειγμα, ένας μηχανολόγος μηχανικός αμείβεται στην Ανατολή με 1.030 ευρώ λιγότερα, κατά μέσο όρο, σε σχέση με τη Δύση.
Κάποιοι θεωρούν ότι αυτό είναι φυσιολογικό, από τη στιγμή που το κόστος ζωής παραμένει χαμηλότερο στην πρώην Ανατολική Γερμανία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ενοίκια. Ο Μάλτε Λίμπκερ, συνεργάτης του Ιδρύματος Χανς Μπέκλερ, έχει διαφορετική άποψη: «Οι επιχειρήσεις που έχουν αναγνωρίσει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δεσμεύονται από αυτές είναι αισθητά λιγότερες στα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας», επισημαίνει ο Λίμπκερ στην ιστοσελίδα tagesschau.de του πρώτου καναλιού της δημόσιας τηλεόρασης (ARD). «Μόνο μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορεί να περάσει ο δρόμος, ώστε να επιτευχθούν δίκαιες αμοιβές για όλους».
Tο οικονομικό χάσμα Ανατολής-Δύσης παραμένει και, όπως είναι αναμενόμενο, επεκτείνεται και στους συνταξιούχους. Όπως επισημαίνει το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA), μετά από 45 έτη εργασιακού βίου ένας συνταξιούχος στα δυτικά κρατίδια της Γερμανίας λαμβάνει σύνταξη 1.527 ευρώ, κατά μέσο όρο, ενώ στα ανατολικά κρατίδια η σύνταξη δεν ξεπερνά τα 1.329 ευρώ. Το μόνο παρήγορο είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αυξήσεις στις συντάξεις, που όμως δεν ανατρέπουν, αλλά μάλλον αναπαράγουν το χάσμα. Το 2019 η μέση σύνταξη ήταν 1.487 ευρώ στη Δύση και 1.287 ευρώ στην Ανατολή. «Χαμηλότεροι μισθοί σημαίνουν εκ των πραγμάτων χαμηλότερες συντάξεις», προειδοποιεί ο Σόρεν Πέλμαν.
Όταν οι γυναίκες κερδίζουν περισσότερα από τους άνδρες
Στα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας καταγράφεται όμως και μία ευχάριστη εξέλιξη: το μισθολογικό χάσμα ανδρών-γυναικών έχει καλυφθεί. Για την ακρίβεια έχει υπερκαλυφθεί, με τις γυναίκες να κερδίζουν πλέον περισσότερα από τους άνδρες. Όπως ανακοίνωσε το Σάββατο το Ομοσπονδιακό Γραφείο Εργασίας, στην Ανατολή οι γυναίκες κερδίζουν κατά μέσο όρο 82 ευρώ περισσότερα από τους άνδρες, ενώ στη Δύση οι γυναίκες αμείβονται με 461 ευρώ λιγότερα, κατά μέσο όρο.
Πώς εξηγείται αυτό; Σύμφωνα με τους ειδικούς του Ομοσπονδιακού Γραφειου Εργασίας, ένας βασικός λόγος είναι ότι στα ανατολικά κρατίδια είναι μεγαλύτερο το ποσοστό των γυναικών που απασχολούνται σε συγκεκριμένους κλάδους με καλές αποδοχές, για παράδειγμα ως ανώτερα στελέχη στη δημόσια διοίκηση.
Γιάννης Παπαδημητρίου (ARD, DPA)