Τον τελευταίο χρόνο και σε ένα πλανήτη γεμάτο κρίσεις αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός των χωρών, που χτυπούν την πόρτα της ομάδας. Τέσσερις από αυτές θα είναι από την Τρίτη παρούσες πλέον επισήμως στην ομάδα, που απέκτησε και ένα «συν» στην ονομασία της (BRICS+). Ιράν, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στο Καζάν της Ρωσίας, πρωτεύουσας της Δημοκρατίας του Ταταρστάν, ο Βλάντιμιρ Πούτιν θα υποδεχτεί όλους αυτούς τους ηγέτες, με εξαίρεση τον Βραζιλιάνο Λούλα, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα που είχε το Σαββατοκύριακο ανακοίνωσε ότι θα συμμετάσχει με τηλεδιάσκεψη.
Απάντηση στην απομόνωση
Για τον πρόεδρο της Ρωσίας ο συμβολισμός είναι αντικειμενικά τεράστιος, όπως και για την ηγεσία του Ιράν. Οι δύο χώρες που υπόκεινται σε κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ δείχνουν στον πλανήτη ότι κάθε άλλο παρά σε απομόνωση βρίσκονται. Η συνύπαρξή τους σε αυτό το σχήμα δίπλα στην Κίνα δυναμώνει τις ανησυχίες εκείνων, που μιλούν εδώ και καιρό για ένα κοινό μέτωπο Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης, τη στιγμή που τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή οι πόλεμοι συνεχίζονται. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι BRICS+ θα πρέπει να θεωρούνται ως μια «ενωμένη» αντίπαλη συμμαχία ειδικά από τη στιγμή, που χώρες όπως η Ινδία ή η Βραζιλία μπορεί να μην έχουν ενταχθεί στη συμμαχία, την οποία προσπάθησαν να συγκροτήσουν οι ΗΠΑ και οι ΕΕ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά προσπαθούν να κρατήσουν τις απαραίτητες αποστάσεις από τη Μόσχα για να μην διαταράξουν τις σχέσεις τους με τη Δύση.
Εδώ είναι και το σημείο, από το οποίο αρχίζουν οι δυσκολίες για την πρωτοβουλία, που θέλει να αμφισβητήσει έναν μονοπολικό κόσμο με κυρίαρχη την Ουάσινγκτον. Σε μια συνεργασία – όπως και σε κάθε σχέση τελικά – το αποτέλεσμα εξαρτάται από το πόσο συμπίπτουν οι στόχοι της κάθε πλευράς. Αυτό συνιστά ένα από τα κεντρικά προβλήματα της ομάδας BRICS+. Χώρες που θεωρούσαν υπερβολικά δυσανάλογη σε βάρος τους τη διαφορά της οικονομικής τους δύναμης με τη δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν στις παγκόσμιες λήψεις αποφάσεων και στη λειτουργία θεσμών όπως ο ΟΗΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ, επισημαίνουν ότι η δική τους «ουτοπία« ενός πολυπολικού κόσμου ξεκινά περισσότερο από οικονομικά και εμπορικά κίνητρα. Πολλές από αυτές μάλιστα, με το παράδειγμα της Ινδίας να ξεχωρίζει σε κάθε περίπτωση, φοβούνται ότι η οικονομική δύναμη της Κίνας την κάνει να ονειρεύεται ότι απλώς θα μπορούσε να αντικατασταθεί ο κυρίαρχος ένας πόλος με έναν άλλο.
Ζητούμενο παγκόσμιες μεταρρρυθμίσεις
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα συμπαγές μπλοκ με μια συμπαγή στοχοθέτηση, αλλά για μια ομάδα που θέλει να στείλει ένα μήνυμα ότι κάποιοι παγκόσμιοι θεσμοί απαιτούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να μην εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα του Παγκόσμιου Βορρά. Για αυτό τον λόγο άλλωστε η λίστα των ενδιαφερόμενων για συμμετοχή είναι τεράστια, ξεκινώντας από την Τουρκία και φτάνοντας μέχρι την Ινδονησία και την Ταϋλάνδη, τη Δημοκρατία του Κονγκό και τη Νιγηρία, τη Βολιβία και τη Βενεζουέλα. Από την άλλη, όσο μεγαλύτερη γίνεται η ομάδα τόσο και πιο ετερογενής θα διαμορφώνεται, αφού θα είναι δύσκολο να συγκεράσει τόσο διαφορετικά συμφέροντα, ειδικά σε χώρες με τεράστια ρευστότητα στις πολιτικές εξελίξεις. Σίγουρη θεωρείτο για παράδειγμα η συμμετοχή της Αργεντινής, πριν ο λαϊκιστής Χαβιέ Μιλέι κερδίσει πέρσι τις προεδρικές εκλογές και ανατρέψει τα σχέδια του προκατόχου του. Σε κάποια στιγμή και αυτός πάντως φάνηκε να το ξανασκέφτεται, ίσως και ως διαπραγματευτικό χαρτί στις επαφές του με τις ΗΠΑ.
Σε σταθερά ανοδική πορεία
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πάντως ότι, αντίθετα με ότι προέβλεπαν μερικοί, ο πόλεμος της Ουκρανίας και η «απομόνωση» της Ρωσίας δεν επηρέασαν την BRICS+. Τα σημερινά της μέλη παράγουν σήμερα το 35% της παγκόσμιας οικονομίας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό επί του παγκόσμιου ΑΕΠ για τις χώρες του G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία) έχει μειωθεί στο 30%, από το 50% που ήταν στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου τη δεκαετία του ΄80.
Πρακτικά πάντως τα αποτελέσματα της συνεργασίας δεν είναι τόσο εντυπωσιακά όσο θα ήθελαν οι εμπνευστές της. Το παράδειγμα της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας (NDB) που ιδρύθηκε το 2015 ως «Τράπεζα των BRICS», με στόχο να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά έργα και στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, δίνοντας μια εναλλακτική λύση απέναντι στην Παγκόσμια Τράπεζα, είναι ενδεικτικό. Τον περασμένο χρόνο ενέκρινε δάνεια που δεν ξεπέρασαν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, την ώρα που η Παγκόσμια Τράπεζα διοχέτευσε συνολικά 73 δισεκατομμύρια.
Η «τυραννία του δολαρίου»
Ένα άλλο φιλόδοξο σχέδιο, που μοιάζει για πολλούς ουτοπικό, επανήλθε στη συζήτηση ειδικά μετά τις διεθνείς κυρώσεις προς τη Ρωσίακαι το πάγωμα των λογαριασμών της στο εξωτερικό. Η ιδέα για την απελευθέρωση από την «τυραννία του δολαρίου» ,για την εισαγωγή δηλαδή ενός άλλου νομίσματος για τις μεταξύ των χωρών αυτών εμπορικές συναλλαγές, αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από αρκετές χώρες, ενώ έχει να ξεπεράσει και πρακτικά προβλήματα. Ο εκθρονισμός του δολαρίου παραμένει πάντως ως στόχος έστω και μεσο- ή μακροπρόθεσμος.
Είναι κι αυτός ένας τομέας όπου ο ρόλος της Κίνας θα είναι καταλυτικός. Το νόμισμά της, το «Ρενμίνμπι» (γουάν), θα ήταν στην πραγματικότητα ο μοναδικός πιθανός αντικαταστάτης. Το Πεκίνο έχει προχωρήσει αρκετά στη δημιουργία μιας άλλης πλατφόρμας, που σκοπεύει να ανταγωνιστεί το παγκόσμιο σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών SWIFT. Ήδη Κίνα και Ρωσία έχουν προχωρήσει αρκετά στη χρήση του στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές. Αλλά για μικρότερες χώρες η σύνδεσή τους με τον «έξω κόσμο» συνεχίζει να τις κρατά εξαρτημένες από το αμερικανικό νόμισμα και φυσικά και από τις αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Η «αποδολαριοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας συνεχίζει λοιπόν να παραμένει μια ουτοπία, ανεξαρτήτως των όσων μπορεί να ακουστούν το επόμενο τριήμερο στο Καζάν.
Νέο δίπολο;
Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος των BRICS+ ενισχύεται, όπως και η επιθυμία τους όχι μόνο να προσαρμοστούν σε ένα κόσμο που θα έχει υπερβεί την αμερικανική ηγεμονία, αλλά κυρίως στο να συμβάλουν στην επιτάχυνση μιας τέτοιας εξέλιξης. Είναι πολύ πιθανό αυτό να προκαλέσει τιμωρητικές αντιδράσεις από την Ουάσινγκτον, ειδικά προς ασθενέστερα ή υποψήφια μέλη της ομάδας. Και προφανώς θα θέσει πάλι τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ αντιμέτωπους με νέα γεωπολιτικά, αλλά κυρίως εμπορικά-οικονομικά διλήμματα, για το αν θα πρέπει να επιλέξουν μια άλλη στρατηγική από εκείνη του μεγάλου υπερατλαντικού τους συμμάχου.