Ενισχύσεις για την πανδημία, δημόσιες επενδύσεις, φοροαπαλλαγές και άλλα πολλά υπόσχονται τα κόμματα στον γερμανικό προεκλογικό αγώνα. Αλλά ποιος πληρώνει για όλα αυτά;Πόσο διαφορετικός είναι αυτός ο προεκλογικός αγώνας… Έπρεπε να φτάσουμε στις πέντε ημέρες πριν την κάλπη, για να αναφερθεί η απερχόμενη καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ στο χρέος στην ευρωζώνη. Και αυτό δια της τεθλασμένης, προειδοποιώντας δηλαδή ότι εάν προκύψει αριστερόστροφος κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς, η Γερμανία θα εμπλακεί σε μία ευρωπαϊκή κοινότητα χρέους, την οποία στην πρόσφατη ευρω-κρίση ήθελε πάση θυσία να αποφύγει. Κατά τα άλλα ελάχιστα συζητήθηκαν μείζονα ζητήματα διεθνούς ή ευρωπαϊκής πολιτικής στόν προεκλογικό αγώνα. Το κύριο θέμα που απασχολεί τους ψηφοφόρους είναι η οικονομία και η «τσέπη» τους.
Και αυτό είναι δικαιολογημένο, αν αναλογιστούμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα τα δημόσια οικονομικά: Στην περίοδο 2020-2021 η Γερμανία δανείστηκε 400 δις ευρώ (!) για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και τις άλλες υποχρεώσεις της. Μόνο για το 2020 ο νέος δανεισμός ανήλθε σε 217,8 δις, το μεγαλύτερο ποσό που έχει καταγραφεί στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Ωστόσο οι αναλυτές εμφανίζονται καθησυχαστικοί. Όχι μόνο γιατί αυτή τη στιγμή η Γερμανία δανείζεται με αρνητικά επιτόκια, δηλαδή οι επενδυτές πληρώνουν για να της δώσουν δανεικά (για τους πρώτους οκτώ μήνες του 2021 τα σχετικά έσοδα υπολογίζονται σε 4,25 δισεκατομμύρια ευρώ). Αλλά κυρίως γιατί το χαμηλό ποσοστό χρέους που είχε επιτευχθεί πριν την έναρξη της πανδημίας το 2019 και κυμαινόταν στο 59,8% του ΑΕΠ, επιτρέπει σήμερα στη Γερμανία να αποπληρώνει νέο χρέος με γρήγορους ρυθμούς. Πρόσφατη μελέτη της τράπεζας DZ Bank εκτιμά ότι η αποπληρωμή θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2028.
Αύξηση ή μείωση φόρων;
Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της συζήτησης. Ένα από τα θέματα που κυριάρχησαν στον προεκλογικό αγώνα είναι οι φοροαπαλλαγές. Σχεδόν όλα τα κόμματα θέλουν να μειώσουν φόρους. Ωστόσο ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος και σημερινός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς λέει ευθαρσώς ότι θα τους αυξήσει, αλλά μόνο για τους πιο πλούσιους. Ποιοι είναι όμως οι «πιο πλούσιοι»; Ο ίδιος ο Σολτς επιμένει ότι με βάση το προεκλογικό του πρόγραμμα «ένα ζευγάρι που κερδίζει μέχρι 200.000 ευρώ μεικτά ετησίως, στο τέλος θα πληρώσει λιγότερο φόρο απ΄ότι πληρώνει σήμερα». Όμως, ανεξάρτητοι οικονομολόγοι που ανέλυσαν όλα τα δεδομένα του προγράμματος των σοσιαλδημοκρατών για λογαριασμό της εφημερίδας Süddeutsche Zeitung κατέληξαν το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα οι επιβαρύνσεις για το ετήσιο εισόδημα ενός ζευγαριού αρχίζουν από τις 150.000 ευρώ μεικτά. Η αλήθεια είναι ότι με βάση τις προεκλογικές εξαγγελίες του SPD, των Πρασίνων και της Αριστεράς ωφελούνται ιδιαιτέρως οι σχετικά χαμηλόμισθοι, δηλαδή όσοι κερδίζουν έως 50.000 ευρώ μεικτά ετησίως. Από την άλλη πλευρά SPD, Πράσινοι και Αριστερά θέλουν να επαναφέρουν τον «φόρο περιουσίας» για τους ιδιαίτερα εύπορους. Για το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) δεν είναι υπερβολική η απαίτηση για έναν επιπλέον «φόρο περιουσίας» 5% σε εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (όχι από το πρώτο ευρώ, εξυπακούεται, αλλά μόνο για το εισόδημα που υπερβαίνει το εκατομμύριο), όταν μάλιστα στη Γερμανία ζουν σήμερα περισσότεροι από 820.000 εκατομμυριούχοι.
Εδώ η αντιπαράθεση προσλαμβάνει ιδεολογικά χαρακτηριστικά. «Γιατί φθονείτε τους ανθρώπους που κερδίζουν χρήματα;» ερωτήθηκε η υποψήφια της Αριστεράς Ζανίν Βίσλερ σε τηλεοπτικό πάνελ. «Για το πρώτο εκατομμύριο δεν τους φθονούμε καθόλου…» ήταν η απάντησή της. Τους εύπορους φορολογούμενους υπερασπίζεται ο πρόεδρος του Κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ, λέγοντας ότι «δεν μιλάμε για αυτούς που κυκλοφορούν με κότερα στην Κυανή Ακτή, μιλάμε για εκείνους που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε αυτή τη χώρα». Αλλά και τα κόμματα της Κεντροδεξιάς θα χρειάζονταν σημαντικά κονδύλια για να χρηματοδοτήσουν τις δικές τους προεκλογικές εξαγγελίες. Εκτιμάται ότι οι φοροαπαλλαγές που υπόσχονται οι Φιλελεύθεροι στοιχίζουν τουλάχιστον 75 δις ευρώ, ενώ οι αντίστοιχες παροχές των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) τιμώνται από 20 έως 33 δις. Πάντως ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ ξεκαθαρίζει ότι «οι όποιες φοροαπαλλαγές θα χρηματοδοτηθούν μέσω του υψηλού δείκτη ανάπτυξης και όχι με νέο δανεισμό».
Ανησυχία για τον πληθωρισμό
Μία νέα, επικίνδυνη «μεταβλητή» στην εξίσωση του οικονομικού επιτελείου είναι η αναθέρμανση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας τα εισοδήματα έχουν αυξηθεί κατά 5,5% σε σχέση με πέρσι, ωστόσο η πραγματική αγοραστική δύναμη παραμένει χαμηλότερη σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Ο πληθωρισμός τον Αύγουστο έφτασε το 3,9%, δηλαδή την υψηλότερη τιμή των τελευταίων 28 ετών, ενώ τα τρόφιμα αυξήθηκαν κατά σχεδόν 5%. Όλα αυτά προκαλούν κάποια ανησυχία, όταν μάλιστα αναμένονται γενναίες αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου. Όσο για το ηλεκτρικό ρεύμα στη Γερμανία, θεωρείται ήδη το πιο ακριβό στην Ευρώπη.
H εφημερίδα Bild προειδοποιεί ότι θα ζήσουμε τον «πιο ακριβό χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών», ενώ και η βενζίνη θα αυξηθεί στα δύο ευρώ το λίτρο την επομένη των εκλογών. Την «ανιούσα» έχουν πάρει τα καύσιμα ήδη από τον Ιανουάριο του 2021, με βάση τους κλιματικούς στόχους της γερμανικής κυβέρνησης για το 2030. Η τιμή της βενζίνης έχει αυξηθεί κατά 7 λεπτά το λίτρο και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 7,9 λεπτά. Οι αυξήσεις θα συνεχιστούν. Όταν «τόλμησε» να το υπενθυμίσει αυτό η υποψήφια των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ στην αρχή του προεκλογικού αγώνα, άρχισε να χάνει έδαφος στις δημοσκοπήσεις, παρότι άλλοι είχαν συμφωνήσει τις αυξήσεις αυτές (με τις οποίες βεβαίως και η ίδια συμφωνεί).
Γιάννης Παπαδημητρίου