Εξήντα χρόνια μετά την αρχή της οικοδόμησής της, οι σημερινές ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ φέρνουν τεράστια ευθύνη για τα μέλλοντα να συμβούν στην γηραιά ήπειρό μας.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.
Το μεγάλο διακύβευμα των ευρωεκλογών είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το μέλλον της. Πλην όμως, εκτός και εντός Ελλάδος, ουδείς ασχολείται με αυτό. Προφανώς δε, ένα ευρύ φάσμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης θεωρεί κάποια πράγματα αυτονόητα και άρα ανάξια λόγου.
Στην Ελλάδα, ειδικότερα, το φαινόμενο αυτό έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, πρώτον, γιατί υπάρχουν στην χώρα ισχυροί πολέμιοι της Δύσης και άρα της ευρωπαϊκής προοπτικής και, δεύτερον, διότι το πολιτικό μας σύστημα θεωρεί την ευρωπαϊκή μας ένταξη ως καθαρά «εργαλειακή υπόθεση». Έτσι, το ευρωπαϊκό μόρφωμα θεωρείται, αφ’ ενός, αστείρευτη πηγή πόρων για την χρηματοδότηση ενός σαθρού πολιτικού πελατειακού συστήματος και, αφ’ ετέρου, ως μοχλός για την διεκδίκηση «εθνικών» στόχων, οι οποίοι συνήθως ορίζονται ερήμην της όποιας πραγματικότητος. Κατά κανόνα δε, για μια μακρά περίοδο της ευρωπαϊκής μας πορείας, οι ελληνικές επιλογές ήσαν ευθυγραμμισμένες με δικτάτορες, σφαγείς και λοιπούς «απελευθερωτές», εκ των οποίων ουδείς πλέον βρίσκεται στο προσκήνιο.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα βρίσκει πρόσφορο έδαφος ένας επίπεδος αντιευρωπαϊσμός, απολύτως συναφής επίσης και με αντιφιλελεύθερες αντιλήψεις. Ελάχιστοι στην χώρα μας κατανόησαν την Ευρώπη θετικά, ως μια κοινότητα πολιτισμικών και πολιτικών αξιών που αποδεχόμαστε συνειδητά και στην οποία μετέχουμε ενεργά προς την κατεύθυνση μιας όλο και βαθύτερης πολιτικής και οικονομικής ένωσης. Μια τέτοια ομοσπονδία λαών είναι η πραγμάτωση του ιδεώδους που προβλήθηκε εμπνευσμένα από τον Καντ πριν από δύο αιώνες και καταπατήθηκε με τραγικό τρόπο από τις πολιτικές του εθνικού μίσους και των πολέμων που βύθισαν την γηραιά ήπειρο στο αίμα και την δυστυχία.
Όταν, με το ξέσπασμα της κρίσεως χρέους και της «διαρθρωτικής καταρρεύσεως» χρεοκόπησε το εγχώριο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, η Ευρώπη αποδείχθηκε το μόνο καταφύγιο για την αποφυγή μιας ακόμη πιο τραγικής συνολικής κοινωνικής συντριβής.
Όμως, η αναγκαία εσωτερική ανασυγκρότηση –που ήταν προϋπόθεση για την βοήθεια– επενδύθηκε με τον υφέρποντα αντιευρωπαϊσμό και προβλήθηκε ως επιβολή των «εχθρών του έθνους». Την ίδια στιγμή που διεκδικούσαμε τις «δόσεις» ως προπατορικό δικαίωμά μας, καθυβρίζουμε τους δότες ως σατανικές δυνάμεις. Παράλληλα, η διεθνής προβολή της σήψεως του ελληνικού συστήματος εξέθρεψε στο εξωτερικό αντίστοιχα ρατσιστικά στερεότυπα περί του νωθρού και άεργου Νότου που απομυζά τον μόχθο του Βορρά.
Ο λαϊκισμός αυτός, με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά και από τις δύο πλευρές, απειλεί πλέον ανοικτά την πολιτική και την πολιτισμική συνοχή της Ευρώπης. Ο αντιευρωπαϊσμός, με διάφορα ιδεολογικά πρόσημα, βρίσκεται σε έξαρση και οι θεσμικές ηγεσίες της ΕΕ βρίσκονται σε καταφανή αμηχανία ενώπιόν τους. Μετά την απόρριψη της ιδέας κοινού ευρωπαϊκού Συντάγματος, παρατηρούμε μία γραφειοκρατική δυσκινησία, που δεν μπορεί να θεραπεύσει ο διακυβερνητισμός –δηλαδή οι ad hoc λύσεις στα προβλήματα μέσα από την συνεννόηση του διευθυντηρίου των ισχυρών. Όπως, πολύ σωστά, επισημαίνουν σημαντικοί Ευρωπαίοι ηγέτες με τους οποίους είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε μερικές επίκαιρες απόψεις, αν η σημερινή ΕΕ δεν αποφασίσει ποιο είναι και πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό της μέλλον, θα αντιμετωπίσει στην προσεχή εικοσαετία σοβαρότατα προβλήματα διαλύσεώς της.
Στο επίπεδο αυτό, ωστόσο, οι διαφορές στην ΕΕ είναι πολλές και σοβαρές, δεν είναι δε λίγοι οι ηγέτες που τις αντιμετωπίζουν με απαράδεκτη ανευθυνότητα. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως στις χώρες της διευρύνσεως, όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Κροατία, που έχουν πρώτους ρόλους. Οι ηγεσίες των χωρών αυτών, στις οποίες θα μπορούσε να ενταχθεί και η Κύπρος, κάθε φορά που τίθεται θέμα της πολιτικής της Ευρώπης δείχνουν πλήρη απροθυμία συζητήσεως και, ακόμη χειρότερα, αρνούνται να διατυπώσουν μια ξεκάθαρη γνώμη. Τα τελευταία χρόνια μία εντυπωσιακά διευρυμένη αλλά αβαθής Ένωση, όχι μόνον στερείται κοινού οράματος αλλά δεν έχει ούτε ξεκάθαρο ατομικό όραμα ως προς το μέλλον της. Οι χώρες μέλη έχουν προτιμήσει να επιλέγουν κάθε φορά «πραγματιστικές» διαδικασίες απροσδιορίστου καταλήξεως, παρά να χαράζουν πολιτικές με βάθος και συνέπεια.
Με άλλα λόγια, στην ΕΕ επικρατεί η τακτική του «βλέποντας και κάνοντας», με αποτέλεσμα η γηραιά ήπειρος να χάνει σταδιακά πολιτικό κύρος αλλά και οικονομική ισχύ. Ακόμα χειρότερα, με αφετηρία την κρίση χρέους κα την αυξανόμενη ανεργία, οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των οπαδών της ολοκλήρωσης και αυτών της διακυβερνητικής συνεργασίας σε καμμία περίπτωση δεν προσφέρουν στο ευρωπαϊκό μόρφωμα την δυναμική που είναι απαραίτητη για να σταθεί με αξιώσεις στις διεθνείς αγορές.
«Βρισκόμαστε μέσα σε ένα καταπιεστικό και δυσανάγνωστο σύστημα, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει τους σκοπούς από τα μέσα», μάς έλεγε προσφάτως στην βελγική πρωτεύουσα κορυφαίος Ευρωπαίος παρατηρητής, επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη, συσκοτίζοντας τους στόχους για να αναδείξει τα εργαλεία, στην ουσία απεμπολεί μερικώς τον λόγο υπάρξεώς της και άρα χάνει κομμάτι της νομιμότητός της. Κατά την ταπεινή μας άποψη, ωστόσο, η προσαρμογή των μέσων στους επιδιωκόμενους σκοπούς είναι αυτή η ίδια η τέχνη της πολιτικής. Και σε μία δημοκρατία είναι απαραίτητο τα μέσα να είναι δεκτά και γνωστά, προσφέροντας στην κοινή γνώμη γνώση αντί για αδιαφορία και έλλειψη κατανοήσεως.
Όσο λοιπόν η ΕΕ τελεί υπό καθεστώς θεσμικής αδράνειας, τόσο θα μεγαλώνει το κύμα του αντιευρωπαϊσμού –το οποίο ήδη σε συγκεκριμένες περιοχές εμφανίζεται ισχυρό και ως εκ τούτου επιθετικό. Για την ώρα, όμως, το κίνημα αυτό δεν φαίνεται να είναι ικανό να ανατρέψει τα 60 χρόνια πορείας της Ευρώπης προς την ολοκλήρωσή της. Μπορεί, όμως, να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αν οι πολιτικοί υπεύθυνοι της ΕΕ δεν δείξουν διαύγεια και θάρρος μπροστά σε προκλήσεις που αύριο θα μπορούσαν να αποκτήσουν εκρηκτικό χαρακτήρα –αυτόν ακριβώς που με απίστευτο θράσος επιδιώκουν οι εχθροί της γηραιάς ηπείρου, μέσα και έξω από αυτήν.