Του Χρήστου Ηλιόπουλου
b-mbioxoi@otenet.gr, ktimatologiolaw@yahoo.gr

Για την μεταβίβαση (πώληση, δωρεά, κλπ.) ακινήτου απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο. Απαιτείται επίσης οι δηλώσεις βουλήσεως των συναλλασσομένων να είναι αληθείς. Στο συμβόλαιο τόσο ο μεταβιβάζων (πωλητής, δωρητής) όσο και ο προς ον η μεταβίβαση (αγοραστής, δωρεοδόχος) δηλώνουν γραπτώς, ως βεβαιώνει ο συμβολαιογράφος, ότι επιθυμούν την συγκεκριμένη δικαιοπραξία, ενώ στην πώληση γίνεται δήλωση βουλήσεως και για την καταβολή ή πίστωση τιμήματος.

Σε κάποιες, ωστόσο, περιπτώσεις η μεταβίβαση είναι εικονική, δηλαδή τα δύο μέρη, παρά το γεγονός ότι επισήμως δηλώνουν στον συμβολαιογράφο ότι θέλουν την μεταβίβαση, στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν την πώληση ή την δωρεά, ή επιθυμούν μία άλλη δικαιοπραξία, η οποία δεν αναφέρεται επισήμως.

Εάν αποδειχθεί ότι τα μέρη δεν δήλωσαν στο συμβόλαιο την πραγματική τους βούληση, αλλά ότι μόνο φαινομενικώς προέβησαν στην μεταβίβαση, η συγκεκριμένη δικαιοπραξία είναι άκυρη και μπορεί όποιος έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στο δικαστήριο και να την ακυρώσει.

Η εικονική μεταβίβαση μπορεί να γίνεται για διάφορους λόγους. Μπορεί επί παραδείγματι ο μεταβιβάζων πωλητής να έχει χρέη και να επιδιώκει εικονικώς να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία του σε άλλον, ώστε να τα προστατεύσει από τους δανειστές του, παρά το ότι σε μία τέτοια περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταδολίευσης δανειστών, που ενέχει αστικές συνέπειες και ποινικές ευθύνες.

Άλλη περίπτωση εικονικότητος είναι η πώληση ακινήτου που γίνεται από γονέα σε τέκνο ή από παππού / γιαγιά σε εγγόνι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί δωρεάς. Ενώ δηλαδή το συμβόλαιο αναγράφει ότι συνεφωνήθη και κατεβλήθη τίμημα, στην πράξη τέτοιο τίμημα δεν έχει ποτέ καταβληθεί.

Εικονική μεταβίβαση ακινήτου μπορεί να λαμβάνει χώρα και όταν κάποιος πωλεί ακίνητο, όχι αληθώς, αλλά φαινομενικώς, για να μην έχει επισήμως στην κατοχή του κατοικία και να δύναται να λάβει απαλλαγή φόρου για κτήση πρώτης κατοικίας.

Στην υπ’ αριθ. 223/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται».

Η μεταβίβαση που έχει λάβει χώρα εικονικώς αναγνωρίζεται ως άκυρη με αγωγή στο δικαστήριο και δικαστική απόφαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η βούληση των συμβαλλομένων δεν ήταν αυτή που φαινομενικώς δηλώθηκε στο συμβόλαιο, είτε περί της μεταβιβάσεως, είτε περί της καταβολής του τιμήματος, καθώς και η εικονικότητα περί του τιμήματος αρκεί από μόνη της για την κήρυξη μίας δικαιοπραξίας ως άκυρης.

Αυτός που ισχυρίζεται ότι η μεταβίβαση είναι άκυρη, μπορεί να υποστηρίξει ότι υποκρύπτεται μία άλλη δικαιοπραξία, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να ισχύσει, εφόσον συντρέχουν τα στοιχεία και οι προϋποθέσεις της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας. Μπορεί δηλαδή να είναι άκυρη η πώληση, αλλά να ισχύσει ως δωρεά.

Μπορεί όμως και να μην υποκρύπτεται άλλη δικαιοπραξία και απλώς η συγκεκριμένη εικονική να είναι άκυρη. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι εκείνος που μεταβίβασε δεν ήθελε αληθώς να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου και εκείνος στον οποίο έγινε η μεταβίβαση ούτε τίμημα κατέβαλε, ούτε ήθελε να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου, η μεταβίβαση ακυρώνεται με δικαστική απόφαση και το ακίνητο θεωρείται ότι ποτέ δεν έφυγε από την κυριότητα του εικονικού πωλητού, που μετά την αναγνώριση της εικονικότητος παραμένει κύριος του ακινήτου.

* Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ