Έναν επιθετικό Άρμιν Λάσετ απέναντι σε έναν Όλαφ Σολτς με τον αέρα του νικητή επεφύλασσε η δεύτερη τηλεμαχία ενόψει των γερμανικών εκλογών, αλλά τις συμπάθειες κέρδισε μάλλον η Αναλένα Μπέρμποκ.Ακόμα και οι «δικοί του άνθρωποι» προειδοποιούσαν τον υποψήφιο του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) Άρμιν Λάσετ ότι το Σαββατοκύριακο θα ήταν η τελευταία του ευκαιρία να ανατρέψει το προβάδισμα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) στις δημοσκοπήσεις. Και ο Λάσετ επιχείρησε να αξιοποιήσει την ευκαιρία από τα πρώτα λεπτά της τηλεμαχίας, που μεταδόθηκε από τη δημόσια τηλεόραση (ARD, ZDF). Ζήτησε τόσο από τον Σολτς, όσο και από την υποψήφια των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να συμμαχήσουν μετεκλογικά με το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke). Και οι δύο απάντησαν ότι επιδιώκουν για το κόμμα τους τον ισχυρότερο δυνατό ρόλο στον μελλοντικό κυβερνητικό συνασπισμό και για τα υπόλοιπα θα αποφασίσουν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι, με τον Λάσετ να συμπεραίνει ότι «μη απαντώντας στην ερώτηση, ουσιαστικά δίνετε απάντηση στην ερώτηση».

Το φόβητρο της «αριστερής στροφής» παραδοσιακά συμβάλλει στη συσπείρωση των συντηρητικών ψηφοφόρων, είχε συζητηθεί και στην πρώτη τηλεμαχία των τριών υποψηφίων, αλλά δεν είναι βέβαιο αν θα βοηθήσει τελικά τον Άρμιν Λάσετ να καλύψει τη διαφορά στις δημοσκοπήσεις. Το ερώτημα που προβάλλουν οι Χριστιανοδημοκράτες είναι: «Εμείς λέμε ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να συμμαχήσουμε με τα άκρα, δηλαδή τους εθνολαϊκιστές και την Αριστερά, εσείς γιατί δεν λέτε το ίδιο;» Μόνο η Αναλένα Μπέρμποκ απάντησε ευθέως ότι θεωρεί επικίνδυνη την εξίσωση των δύο άκρων «διότι αυτό θα αποσιωπούσε ότι η AfD κινείται εκτός του συνταγματικού τόξου». Πιστός στο γνωστό, τεχνοκρατικό του προφίλ ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς δήλωσε απλά: «Το σίγουρο είναι ότι θα παρουσιάσω μία κυβέρνηση που θα αποτελείται κατά το ήμισυ από γυναίκες, με πρόσωπα που γνωρίζουν το αντικείμενό τους και ταιριάζουν μεταξύ τους».

Διαφωνίες για την οικονομία, (σχεδόν) συμφωνία για την πανδημία

Επόμενο πεδίο αντιπαράθεσης ήταν η οικονομία και οι αιτιάσεις για ανοχή ή τουλάχιστον για αδιαφορία του σημερινού υπουργού Οικονομικών και αντικαγκελάριου Όλαφ Σολτς για μία σειρά σκανδάλων στη διάρκεια της θητείας του. Τελευταία «μυστηριώδης» υπόθεση ήταν η προχθεσινή έφοδος της εισαγγελίας στο υπουργείο Οικονομικών στο πλαίσιο έρευνας για ενδεχόμενη παρακώλυση της δικαιοσύνης. Σε ασυνήθιστα υψηλούς τόνους ο Λάσετ προχώρησε σε μετωπική επίθεση εναντίον του Σολτς, κατηγορώντας τον ότι είτε δεν θέλησε, είτε αμέλησε να διερευνήσει πιθανές ευθύνες. Από την πλευρά του ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος, με παροιμιώδη ψυχραιμία και μία υποψία λεπτής ειρωνείας, έκανε λόγο για «διαστρέβλωση της πραγματικότητας» και υπενθύμισε ότι οι σοσιαλδημοκράτες ήταν εκείνοι που ενίσχυσαν τις αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών. «Πολλοί είναι οι εγκληματίες που διαπράττουν αξιόποινες πράξεις, αλλά κανείς δεν κατηγορεί την αστυνομία γι αυτές», δήλωσε με νόημα. Η σύγκρουση Λάσετ-Σολτς συνεχίστηκε στο πεδίο της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και της κλιματικής αλλαγής, με τους δύο υποψήφιους να ανταλλάσσουν κατηγορίες για λανθασμένους ή ελλιπείς χειρισμούς του παρελθόντος. «Έτοιμο γκολ» για την υποψήφια των Πρασίνων, που με χαμόγελο ερμήνευσε τις αλληλοκατηγορίες μεταξύ των δυο κομμάτων ως «ομολογία αποτυχίας» για την πολιτική που ακολούθησαν, ενώ συγκυβερνούσαν, τις τελευταίες δεκαετίες.

Κοινό έδαφος διαπίστωσαν και οι τρεις υποψήφιοι στο ζήτημα της πανδημίας. Κανείς δεν θέλει νέο λόκνταουν, ενώ και οι τρεις επιθυμούν να εντείνουν τις προσπάθειες για περισσότερους εμβολιασμούς. Στο ερώτημα για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων η Αναλένα Μπέρμποκ διαφοροποιείται, λέγοντας ότι «θα πρέπει να το εξετάσουμε για συγκεκριμένες κατηγορίες, για παράδειγμα στην εκπαίδευση, προκειμένου να αποφύγουμε ένα λόκνταουν».

Μεγάλο μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στις συντάξεις, θέμα στο οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο Όλαφ Σολτς στον προεκλογικό του αγώνα. Ο υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατών διαβεβαιώνει ότι οι σημερινές συντάξεις θα παραμείνουν σταθερές, διότι «μπορεί να πληρώνουμε λιγότερες εισφορές από την εποχή του Χέλμουτ Κολ, αλλά έχουμε περισσότερους που πληρώνουν εισφορές» και υπόσχεται «στον 17χρονο που τελειώνει σήμερα το σχολείο και θα πληρώνει εισφορές για τα επόμενα 50 χρόνια ότι δεν θα αυξηθεί το όριο συνταξιοδότησης». Όλα αυτά προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του χριστιανοδημοκράτη Άρμιν Λάσετ, που τόνισε ότι «χρειαζόμαστε ένα νέο συνταξιοδοτικό σύστημα, γιατί αν τα ελλείμματα των ταμείων εξακολουθούν να πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, τότε ουσιαστικά επιβαρύνετε αυτούς που λέτε ότι θα προστατεύσετε, δηλαδή τους νέους». Από την πλευρά της η υποψήφια των Πρασίνων πρότεινε αυξημένη προσέλευση αλλοδαπών εργαζομένων, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός εκείνων που καταβάλλουν εισφορές, αλλά και μεγαλύτερη «βοήθεια για εκατομμύρια γυναίκες που θα ήθελαν να εργαστούν, αλλά δεν μπορούν, γιατί δεν έχουν επαρκή στήριξη στην ανατροφή των παιδιών».

Οι δημοσκοπήσεις «πιέζουν» τους Χριστιανοδημοκράτες

Από τηλεφωνική δημοσκόπηση για τη δημόσια τηλεόραση, που έγινε στη διάρκεια της τηλεμαχίας, προκύπτει ότι την πιο «συμπαθή» παρουσία είχε η υποψήφια των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ (39%), ενώ ακολουθεί ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς (34%) και ο χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ περιορίζεται στο 18%. Στο ερώτημα όμως για το ποιος υποψήφιος φαίνεται πιο ικανός στο αντικείμενό του, ο Όλαφ Σολτς αναδεικνύεται πρώτος (49%) και ακολουθεί ο Άρμιν Λάσετ (26%) με την Αναλένα Μπέρμποκ να βρίσκεται στην τρίτη θέση (18%).

Κατά τα άλλα, σύμφωνα με σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης από το Ινστιτούτο INSA για την κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας BILD, που έγινε πριν την τηλεμαχία, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι πρώτο κόμμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων με 26%, ακολουθούν οι Χριστιανοδημοκράτες με 20% και στην τρίτη θέση είναι οι Πράσινοι με 17%. Το εθνολαϊκιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) διατηρεί διψήφιο ποσοστό, ενώ το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) περιορίζεται στο 6%, δηλαδή σχεδόν στο όριο του εκλογικού νόμου για την είσοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή.

Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ