Υποτίθεται ότι η Ελλάδα εντάχθηκε πάλαι ποτε ΕΟΚ και μετέπειτα στην ΟΝΕ για να μάθει να κολυμπάει. Ως φαίνεται, όμως, δεν θέλει.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου*.

Μία επίσκεψη στην Γερμανία, μαζί με άλλους 15 συναδέλφους, διοργανωμένη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα γραφεία του σε Βερολίνο και Αθήνα, μάς επιβεβαίωσε μια σειρά από ιδέες που αποτελούσαν υπόθεση εργασίας.

Κατ’ αρχήν, ανταλλάσσοντας απόψεις με σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες –όπως, για παράδειγμα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ.Μάρτιν Σουλτς, ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Φιλελευθέρων κ.Φλόριαν Τόνκαρ, ο ευρωβουλευτής κ.Γιώργος Χατζημαρκάκης και ο εκπρόσωπος τύπου των Χριστιανοδημοκρατών κ.Μίκαελ Στούμπγκεν– μάς έγινε αντιληπτή η απόλυτη θέληση της Γερμανίας να στηρίξει την Ελλάδα, να τής συμπαρασταθεί στην ευρωπαϊκή της πορεία και να επενδύσει σε αυτήν. Θεμελιακή προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η Ελλάδα να σεβαστεί τις υπογραφές της, τόσο αναφορικά με την Ευρώπη όσο και με τις δανειακές της συμβάσεις.

«Δεν αρνούμεθα να βοηθήσουμε την Ελλάδα, ούτε βεβαίως θέλουμε την έξοδό της από την ευρωζώνη. Αυτό που ζητάμε είναι να γίνουν σεβαστές οι συμφωνίες. Και οι τελευταίες αφορούν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, που δεν γίνονται. Υπό αυτή την έννοια, μια πρώτη μεταρρύθμιση θα ήταν η δημιουργία ευνοϊκού και σταθερού για τις επενδύσεις κλίματος και θεσμικού πλαισίου, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν… Αν η Ελλάδα δεν αλλάξει ριζικά την δημόσια διοίκησή της και δεν καταπολεμήσει την γραφειοκρατία και την διαφθορά της, οι θυσίες που επιβάλλονται στον ελληνικό λαό θα αποδειχθούν μάταιες και εξοντωτικές για τους πολίτες», μάς είπε κατ’ ιδίαν ο κ.Μάρτιν Σουλτς.

Και, όπως διαπιστώσαμε, σίγουρα γνωρίζει από πρώτο χέρι τα απερίγραπτα χάλια της δημόσιας διοίκησης και της πλήρους μη συμβατότητάς της με τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις, ακόμα και αυτές των πρώην κομμουνιστικών χωρών που σήμερα είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκεί να δει κανείς πώς δουλεύουν οι δημόσιες διοικήσεις στην Πολωνία, την Σλοβακία και τις χώρες της Βαλτικής και θα διαπιστώσει αμέσως του λόγου το αληθές. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστική η άποψη του Γερμανού συναδέλφου Ρότγκερ Κίντερμαν, ο οποίος μάς είπε ότι «η ελληνική περίπτωση μοιάζει εντυπωσιακά με την αντίστοιχη της Ανατολικής Γερμανίας όταν αυτή βγήκε από την σαραντάχρονη και πλέον κομμουνιστική διαχείριση».

Αρνητικά σχολιάζεται επίσης και το γεγονός των καθυστερήσεων εισόδου της κοινοτικής εννόμου τάξεως στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας μας, 31 χρόνια μετά την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. «Αυτό και μόνον το γεγονός είναι αποτρεπτικό για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα και, από την άλλη πλευρά, επιβαρύνει τον προϋπολογισμό σας με πρόστιμα που κάποτε θα κληθεί να πληρώσει», τόνισε ο Γερμανός καθηγητής Ρολάν Γκραχάϊ, ειδικός σε ευρωπαϊκά θέματα.

Είναι συνεπώς σαφές ότι η χώρα μας βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι. Διότι, πέρα από την αδυναμία της να δανειστεί από τις αγορές, δεν έχει πλέον και την δυνατότητα να αποφύγει τις υποχρεώσεις της με διάφορες υποσχέσεις και άλλα θλιβερά παρόμοια. Με απλά λόγια, δεν μπορούμε πλέον να κοροϊδεύουμε. Όπως έγραψε και ο συνάδελφος Αντώνης Φουρλής, οι πολιτικοί δεν μπορούν πια να κρύπτονται για να αποφεύγουν το κόστος των διαρθρωτικών αλλαγών, διορίζοντας γυιους και θυγατέρες. Οι φοροφυγάδες πρέπει κάποια στιγμή να λογοδοτήσουν και τα κάθε λογής λαμόγια να τιμωρηθούν. Αν όλα αυτά δεν γίνουν, εδώ και τώρα, υπάρχει και ο άλλος δρόμος: Να απαιτήσουμε εμείς οι πολίτες την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, παίρνοντας στα σοβαρά, για μια φορά, τις συμβουλές των εταίρων μας και όχι τα δήθεν καλοπιάσματα από όσους υπόσχονται εύκολες λύσεις. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, τον λογαριασμό θα τον πληρώσουμε –τον πληρώνουμε ήδη!

Είναι, δηλαδή, καιρός να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε στον αναπτυγμένο κόσμο ως σοβαρό, αξιόπιστο και ισότιμο μέλος του ή θα επιλέξουμε τον δρόμο της τριτοκοσμικού τύπου Ανατολής –απ’ όπου, ίσως, κάποτε επίσης …εκδιωχθούμε.

*O Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος πραγματοποίησε τις γυμνασιακές του σπουδές διαδοχικά, στη Σχολή Μπερζάν, στο Λεόντειο Λύκειο και στο Αρέθειο. Στη συνέχεια, σπούδασε στο Βέλγιο Οικονομικές και Εμπορικές Επιστήμες εφαρμοσμένες στις υπό ανάπτυξη χώρες. Πτυχιούχος του Πανεπιστημιακού Κέντρου της Μονς, παρακολούθησε, επίσης, στα πανεπιστήμια της Λιέγης, της Λίλλης και των Βρυξελλών, Πολιτική Οικονομία και Κοινωνιολογία, Δημοσιογραφία και Τεχνικές Επικοινωνίας, Φιλοσοφία και Οικονομική των Επιχειρήσεων. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε το 1956, σαν συνεργάτης της “Αθλητικής Ηχούς” και του “Νεολόγου Πατρών”. Το 1963 προσελήφθη ως συντάκτης στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” και το “Οικονομικό Βήμα” και από το 1966 υπήρξε ανταποκριτής τους στο Βέλγιο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1977 και ξανάρχισε τη συνεργασία του με τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Συνεργασία που σταμάτησε τον Ιούλιο του 2004, με αφορμή τη διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού. Στην πολυετή σταδιοδρομία του συνεργάστηκε με τις εφημερίδες “Ελεύθερος Τύπος”, “Απογευματινή”, “Τύπος της Κυριακής”, “Πελοπόννησος” της Πάτρας, “Μακεδονία”, “Θεσσαλονίκη”, κ.α. Όπως επίσης και με τα γνωστά περιοδικά “Status”, “Manager”, “Retail”, κ.α. Σήμερα αρθρογραφεί στις εφημερίδες “Εστία”, “Ναυτεμπορική”, “Κόσμος Σαββατοκύριακο” και “Βήμα της Αιγιαλείας”. Επιμελείται την εκπομπή “Δρόμοι της Ανάπτυξης” της Ελληνικής Εταιρείας Διοικήσεως Επιχειρήσεων στο Κανάλι 10/ Sbc και είναι σύμβουλος της εκπομπής “Καρριέρα: Πού;” στο ίδιο τηλεοπτικό κανάλι. Είναι επίσης επίτιμος διεθνής πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, πρόεδρος του ελληνικού της τμήματος και μέλος της ΔΣ της Ένωσης Συντακτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έχει βραβευθεί με 42 ελληνικά και διεθνή δημοσιογραφικά βραβεία και είναι Ιππότης της Τιμής της Γαλλικής και της Ουγγρικής Δημοκρατίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ