Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Η οικονομική κρίση, το αδιέξοδο των αγροτών και κυρίως η ελλιπής ενημέρωση του κοινού αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες, που βοηθούν στην σταδιακή καθιέρωση και την χρήση μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα.
Αν και δεν είναι η πρώτη φορά, που οι εισαγωγείς και διακινητές μεταλλαγμένων προϊόντων προσπαθούν να κερδίσουν έδαφος στην χώρα μας, το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται στην Ελλάδα μια σημαντική και ταυτόχρονα ανησυχητική αύξηση της εμπορίας τέτοιων προϊόντων, που εισάγονται μέσω μεγάλων εταιρειών από το εξωτερικό.
Όλες οι προηγούμενες προσπάθειες  για την εισαγωγή και καθιέρωση μεταλλαγμένων αγροτικών ειδών στην χώρα μας είχαν αποτύχει, εξαιτίας της πολιτικής στάσης, που τηρούσαν όλα αυτά τα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις και κυρίως, γιατί δεν μπορούσαν να πείσουν σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες αγρότες για το «θαύμα» των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Η νέα προσπάθεια, όμως, των εισαγωγέων και εμπόρων τέτοιων προϊόντων είναι σχεδιασμένη σε διαφορετική βάση και δοκιμασμένη με επιτυχία σε πολλές χώρες, όπως για παράδειγμα στην Αργεντινή και μάλιστα την περίοδο της ακραίας οικονομικής κρίσης, που βίωνε η χώρα αυτή.
Έτσι το νέο σχέδιο με τα μεταλλαγμένα παρουσιάζεται ως μεγαλόσχημο «αναπτυξιακό» και «καινοτόμο» πρόγραμμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο, από την «επέλαση» της γενετικής μηχανικής και όλων των τρομακτικών επιπτώσεων, που αυτή συνεπάγεται.

Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου η Greenpeace
Μάλιστα η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας, ότι σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της, το τελευταίο διάστημα οι εταιρείες μεταλλαγμένων Syngenta και Pioneer/DuPont προσεγγίζουν αγρότες και αγροτικούς φορείς, προωθώντας την καλλιέργεια μεταλλαγμένης σόγιας.
Στο ίδιο μήκος κύματος, όπως επισημαίνει η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση βρίσκεται και η Ελληνική Βιομηχανία Ζωοτροφών (ΕΛ.ΒΙ.Ζ.) μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες ζωοτροφών στην Ελλάδα, η οποία σε συνεργασία με ελληνικές ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών, παρουσιάζει το επιχειρηματικό της άνοιγμα για καλλιέργεια μεταλλαγμένης σόγιας στην χώρα μας, ως μία άκρως δελεαστική για την αγροτική μας οικονομία «λύση».
Παροτρύνει, μάλιστα, εκατοντάδες Έλληνες αγρότες να καλλιεργήσουν μεταλλαγμένη σόγια για τροφή των ζώων, που παράγουν το γάλα, το τυρί, τα αυγά και το κρέας, που καταναλώνουμε. Και για να επιτύχει τον στόχο της, υπόσχεται στους Έλληνες αγρότες μεγάλη στρεμματική απόδοση, ποιοτικό προϊόν και σίγουρα συμβόλαια για την πώληση του. Αποκρύπτει, όμως, όπως υποστηρίζει η Greenpeace, ότι τα κέρδη αυτά δεν αφορούν στην πραγματικότητα, ούτε τους αγρότες, ούτε τους καταναλωτές.
Όπως επισημαίνει η Greenpeace, η πρακτική των εταιρειών είναι γνωστή και στόχος τους είναι να δεσμεύσουν τους παραγωγούς επί δεκαετίες στον φαύλο κύκλο των μεταλλαγμένων, όπως ακριβώς έγινε και στο αντίστοιχο παράδειγμα της Αργεντινής. «Και εκεί, η καλλιέργεια της σόγιας παρουσιάστηκε σαν μέρος της λύσης για την έξοδο από την οικονομική κρίση και σήμερα πάνω από το 90% της σόγιας, που καλλιεργείται, είναι μεταλλαγμένη, που έχει εισέλθει πολλαπλώς και στην διατροφική αλυσίδα».
Η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση υπογραμμίζει, ότι η μοναδική ασπίδα εναντίον στα μεταλλαγμένα βρίσκεται στα γνήσια φυσικά και παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής γης: Στο κουκί, το ρεβίθι, το μπιζέλι και το λούπινο, τα οποία μπορούν να αντικαταστήσουν μια για πάντα την σόγια στις ζωοτροφές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ