Γράφει ο Ν. Α. Κούκης, Φιλόλογος, Υπεύθυνος Λυκείου Εκπαιδευτηρίων Δούκα.

Στην πατρίδα μας, πρέπει να το παραδεχθούμε, υπάρχει περιορισμένη κουλτούρα αριστείας, η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, προκύπτει μέσω ασφαλών, κατά το δυνατόν, διαδικασιών. Γνήσιοι συνεχιστές νοοτροπιών βαθιά ριζωμένων στο ιστορικό παρελθόν, τότε που τα οικογενειακά και τοπικά δίκτυα διασφάλιζαν είτε την επιβίωση είτε την οικονομική και κοινωνική ανέλιξη, οι έλληνες πολίτες και το πολιτικό σύστημα φαίνεται ότι έδιναν και δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις γνωριμίες και τις μυστικές συνεννοήσεις παρά στις αντικειμενικές διαδικασίες.

Οι προσωπικές επαφές με φίλους και γνωστούς, συνδικαλιστές και βουλευτές εξασφάλιζαν τον προσοδοφόρο διορισμό στο δημόσιο, ανεξαρτήτως προσόντων και ικανοτήτων. Ξεπερνούσε έτσι ο πολίτης τα προαπαιτούμενα της ποιότητας. Αλλά και οι ταγοί του, αδιαφορώντας για το κακό που προκαλούσαν στο κύρος του δημοσίου (αφού το μετέτρεψαν σε δύσκαμπτο μηχανισμό μετριότατων υπαλλήλων) επιτύγχαναν το στόχο της επανεκλογής τους, έστελναν όμως το λογαριασμό στο απρόσωπο κράτος, όπου, ως γνωστόν, η ευθύνη διαχέεται. Έτσι, μεγάλο μέρος των προβλημάτων, των δυσκαμψιών αλλά και της διαφθοράς οφειλόταν στην αναξιοκρατία, στο χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, στην ανυπαρξία αισθήματος ευθύνης και την έλλειψη διάθεσης και κινήτρων για εξέλιξη των υπαλλήλων. Δυστυχώς, δεν είναι μόνο ότι διορίστηκαν άνθρωποι χωρίς προσόντα, αλλά ότι ισοπεδώθηκαν ακόμα και οι ικανοί. Και τούτο εξακολουθητικά εξαιτίας ενός μηχανισμού που, ενώ απέρριπτε και απορρίπτει κάθε συζήτηση για την εκπαιδευτική αξιολόγηση συνεργεί ώστε να κυριαρχήσει η ισοπεδωτική ομοιομορφία και η θλιβερή μετριότητα. Είναι κοινό μυστικό ότι πολλοί ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί αναζήτησαν, με ποικίλους τρόπους, μετά από χρόνια δημιουργικής παρουσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, το ασφαλές καταφύγιο του δημοσίου. Αποφάσισαν να εργάζονται σε άλλους ρυθμούς, προφανώς χωρίς έλεγχο, χωρίς συναντήσεις με γονείς, χωρίς συνεδριάσεις ομάδων εργασίας, χωρίς αλληλοτροφοδότηση.

Μπορεί όμως αυτή η κατάσταση να συνεχιστεί; Είναι τουλάχιστον υποτιμητικό οι δάσκαλοι/καθηγητές που αξιολογούν τα παιδιά/ τους μαθητές να αρνούνται οι ίδιοι την αξιολόγηση. Ή να επικαλούνται έωλα επιχειρήματα συναισθηματικού τύπου. Η αξιολόγηση όσο αντικειμενική κι αν είναι γίνεται από ανθρώπους· όχι από μηχανές. Η μεγάλη πρόκληση, ακόμα και του οπισθοδρομικού συνδικαλισμού που λειτουργεί φοβικά, είναι η δημιουργία κουλτούρας αριστείας. Η μετατροπή του σχολείου σε κιβωτό εκπαιδευτικής δράσης και πολιτιστικής ζωής. Αυτό δεν θα γίνει μηχανιστικά, ούτε θα προκύψει από μόνο του. Υπάρχει ο μύθος που υποστηρίζει ότι η απουσία ελέγχου δεν επηρεάζει την αποδοτικότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, στο μικρόκοσμο του δημοσίου σχολείου η απόλυτη διδακτική αυτονομία σημαίνει απουσία σοβαρών δομών διοίκησης. Υποτίθεται ότι ο εκπαιδευτικός είναι ικανός όταν δε δίνει λόγο παρά μόνο στον εαυτό του, όταν δεν ελέγχεται από το διευθυντή του, από το σχολικό σύμβουλο, όταν δεν ακούει μια γνώμη από έναν εμπειρότερο (τον μέντορά του), όταν μόνο αυτός ξέρει πόσα διαγωνίσματα έχει βάλει, όταν διδάσκει ό,τι θέλει χωρίς συντονισμό των καθηγητών ειδικοτήτων. Είναι όμως δυνατόν να υπάρξει αποτέλεσμα, εκπαιδευτική παραγωγικότητα χωρίς κουλτούρα συνεργασίας, αλληλοτροφοδότηση, αυτοκριτική και διόρθωση των λαθών; Ο εκπαιδευτικός που αρνείται την αξιολόγηση φοβάται ότι θα εκτεθεί στους ομοτέχνους του τη στιγμή που μπορεί να λέει ό,τι θέλει στους μαθητές του.

Η νοοτροπία που περιγράψαμε είναι ξεπερασμένη, ανορθολογική, μια ελληνική ιδιαιτερότητα και απόδειξη της πολιτικής υποκουλτούρας ενός συστήματος που νομίζει ότι μπορεί χωρίς οργάνωση των επιμέρους ανθρωπίνων πόρων να πετύχει ποιοτικό αποτέλεσμα. Αντιστέκονται οι συνδικαλιστικές ηγεσίες για να προστατεύσουν τη νοοτροπία της ήττας, του φόβου και της ήσσονος προσπάθειας, ενώ θα έπρεπε, αντί να λαϊκίζουν και να ανακαλύπτουν προσχηματικούς λόγους άρνησης, να αποτελούν παράδειγμα και να ωθούν τους εργαζόμενους που εκπροσωπούν στο δρόμο της αριστείας. Αντί να καθυστερούν, να σπεύδουν, να αντιπροτείνουν δημιουργικά, όχι να γκρινιάζουν διαρκώς και να εκπροσωπούν όσους πίσω από μεγαλοστομίες περί ισότητας κρύβουν την ανικανότητα προσαρμογής και την άρνηση να προκόψουν επαγγελματικά.

Αλήθεια, γιατί οι συνδικαλιστές συμβιβάστηκαν με τη μετριότητα και δεν συντάχθηκαν με τους ικανούς; Γιατί αρνήθηκαν να γίνουν και δυσάρεστοι με αυτό το 15% (όπως ομολογείται σε όλες τις συναντήσεις) που είναι παντελώς ανίκανο; Γιατί δεν πρωτοστατούν τα συνδικαλιστικά σωματεία στη δημιουργία της ιεραρχίας των αρίστων ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων; Δεν πρέπει, τελικώς και ο συνδικαλισμός να αλλάξει και να πάψει απλώς να είναι μικρογραφία του πολιτικού κοτζαμπασισμού; Δεν πρέπει, τελικά, να πάψουν οι συνδικαλιστές να αντλούν δύναμη μέσω της πολιτικής διαμεσολάβησης;

Από την άλλη, οι εχθροί της αξιολόγησης θα επιχειρήσουν να την υπονομεύσουν συνδέοντάς την με τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, που έχει ως αποτέλεσμα να πλήττεται το βιοτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών. Αν και κάθε οργανισμός θα έπρεπε να διαθέτει σχετική ευελιξία για τις αμοιβές του προσωπικού του, το ζήτημα αυτό είναι άλλης φύσεως και πρέπει να εξεταστεί. Η αξιολόγηση πρέπει να αφορά στον έλεγχο της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, είτε εκπαιδευτικού είτε διοικητικού. Είναι πρόδηλο ότι σκοπός είναι να αναδιαταχθεί το ανθρώπινο δυναμικό και να διαμορφωθούν συνθήκες αξιοκρατίας και σοβαρότητας της διοικητικής ιεραρχίας. Ο δάσκαλος που είναι ικανός πρέπει να επιβραβεύεται, να του δίνονται ευκαιρίες να αναδεικνύεται επαγγελματικά και να αναλαμβάνει ευθύνες ακόμη και διοικητικές βασισμένες στην εμπιστοσύνη, το ήθος και το κύρος του προς όφελος της συνολικής δράσης του σχολείου. Όσοι από τους καθηγητές υστερούν οφείλουν να ξέρουν σε ποιους τομείς υστερούν, γιατί μόνο έτσι μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες μέσω της κατάλληλης καθοδήγησης και επιμόρφωσης που πρέπει να διεξάγεται με την ευθύνη και την προτροπή του εκπαιδευτικού οργανισμού. Μην ξεχνάμε ότι το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να αξιοποιεί τους πόρους του ελληνικού λαού ώστε αυτοί, που δεν είναι απεριόριστοι, να έχουν τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα για τους αποδέκτες των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, δηλ. τους μαθητές και τους γονείς τους. Η αξιολόγηση δεν εισάγεται γιατί σώνει και καλά πρέπει να απολύονται οι εκπαιδευτικοί. Στόχος της είναι η παρώθηση των εκπαιδευτικών, η διατήρηση και επαύξηση της επιστημονικής τους επάρκειας καθόλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας. Ταυτόχρονα, όμως, η αξιολόγηση θα μπορεί να εντοπίζει συμπεριφορές εξοβελιστέες, θα εντοπίζει την επαναλαμβανόμενη ανεπάρκεια ή ακόμη και την σκόπιμη παραίτηση λόγω αντιεκπαιδευτικού ήθους. Σ΄ αυτή την περίπτωση η απόλυση είναι πράξη αυτοσεβασμού της εκπαίδευσης, σεβασμού των μαθητών που υφίστανται τις συνέπειες της άγνοιας και σεβασμού των οικονομικών πόρων του κράτους.

Με αυτό τον τρόπο σταδιακά θα κερδηθεί ο χαμένος χρόνος και ο εκπαιδευτικός θα ανακτήσει τη θέση του μέσα στην κοινωνία όχι γιατί διδάσκει αλλά γιατί αξίζει να διδάσκει και να διαπαιδαγωγεί παιδιά και εφήβους. Επίσης, αυτός ο εκπαιδευτικός θα μπορεί δικαίως να ζητήσει βελτίωση της υλικής του θέσης όχι εκβιαστικά αλλά γιατί η υψηλή του παραγωγικότητα είναι η βάση της συλλογικής ευημερίας.

Η ελληνική παιδεία, ενώ διαθέτει προδιαγραφές για υψηλές επιδόσεις αυτοϋπονομεύεται. Τα αίτια είναι πολλά. Το κείμενο αυτό εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ένα μόνο πεδίο. Και άλλα βήματα πρέπει να γίνουν ώστε να επιτευχθεί το ένα και σπουδαίο. Η αξιολόγηση, η αποδοχή της και η εφαρμογή της σωστά αποτελεί βήμα σημαντικό.

Ν. Α. Κούκης

Φιλόλογος

Υπεύθυνος Λυκείου Εκπαιδευτηρίων Δούκα

nikosakoukis@yahoo.gr

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ