Ο Σμάιλι Μπάλντγουιν φρουρούσε στα τέλη της δεκαετίας ’80 τον αμερικανικό τομέα στο Δυτικό Βερολίνο. Μετά την πτώση του Τείχους τις πόρτες διάσημων βερολινέζικων κλαμπ. Αναδρομή στη βιογραφία ενός θρύλου.«Προσπαθώ να αποφεύγω αυτόν τον στερεοτυπικά άκαμπτο τρόπο που συνδυάζει κανείς με το επάγγελμα που κάνω», αναφέρει ο Μπάλντγουιν στο ντοκιμαντέρ «Berlin Bouncer», το οποίο προβάλλεται από αυτή την εβδομάδα στις γερμανικές αίθουσες. Λίγο αργότερα, ένας τύπος τον πλησιάζει, λέγοντάς του «είσαι ένας θρύλος». Το ντοκιμαντέρ ταξιδεύει τον θεατή στη νεότερη ιστορία της γερμανικής πρωτεύουσας, προβάλλοντας την ιστορία τριών «πορτιέρηδων» της νυχτερινής ζωής: του Σμάιλι Μπάλντγουιν, του Σβεν Μαρκουάρντ -γνωστό για το γεμάτο τατουάζ πρόσωπό του- και τον Φρανκ Κίνστερ.

Με φόντο το Τείχος του Βερολίνου

Με την ταινία του ο Ντάβιντ Ντιτλς σκιαγραφεί τρεις βιογραφίες με φόντο την έξαλλη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου. Όλες οι ιστορίες έχουν ένα κοινό σημείο: το Τείχος του Βερολίνου. Βέβαια για τον Μπάλντγουιν ήταν και ο λόγος που ήρθε στο Βερολίνο: έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως στρατιώτης και εγκαταστάθηκε στο Δυτικό Βερολίνο. Όπως υποστηρίζει, ήταν η ατμόσφαιρα της πόλης που τον οδήγησε στην απόφαση αυτή. «Ήρθα για ένα Σαββατοκύριακο στο Βερολίνο – πρέπει να ήταν 1984 ή 1985. Ήταν μία απίστευτη αίσθηση να βρίσκομαι στην πόλη αυτή». Στη συνέχεια προσπάθησε να πάρει μετάθεση εκεί και τα κατάφερε. Ως στρατονόμος περιπολούσε τον αμερικανικό τομέα.

Γύρω από τις αμερικανικές μονάδες άρχισε να αναπτύσσεται ήδη από τις δεκαετίες 1970 και 1980 ένα κομμάτι της νυχτερινής ζωής του Βερολίνου: jazz, funk, rock ‘n’ roll, hiphop – οι αφροαμερικανοί στρατιώτες έφεραν μαζί τους την αγαπημένη τους μουσική, εδραιώνοντάς την στη γερμανική πρωτεύουσα. Ο Σμάιλι Μπάλντγουιν έγινε κομμάτι της και κάνει σήμερα ό,τι μπορεί για να την διατηρήσει. Το 2013 διοργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο των Συμμαχικών Δυνάμεων (Alliiertenmuseum) κάνοντας αναδρομή στην αμερικάνικη μουσική σκηνή του Βερολίνου από τα τέλη του 1970 μέχρι τη Γερμανική Επανένωση. Επιπλέον στο κλαμπ 260 Grad, όπου ο Μπαλντγουιν εργάζεται ως πορτιέρης, διοργανώνονται μέχρι και σήμερα αφροαμερικάνικα πάρτι… GI-Disco.

Από στρατιώτης… πορτιέρης

Μετά τη θητεία του ο Μπάλντγουιν δεν ήταν σίγουρος τι θα επακολουθούσε. Φυσικά η μετάβαση από τη ζωή του αμερικανού στρατιώτη στα κλαμπ δε συνέβη μέσα σε μια νύχτα. «Ήθελα να δοκιμάσω κάτι καινούργιο, αλλά παράλληλα ήθελα και κάποια σιγουριά. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω αυτό που έμαθα στο στρατό και ήξερα να κάνω καλύτερα – η παροχή προστασίας ήταν το λογικό επακόλουθο όλων αυτών το σκέψεων. Σκέφτηκα μάλιστα ότι θα μπορούσα με τον τρόπο αυτό να ιδρύσω τη δική μου επιχείρηση», αναφέρει. Και πράγματι, ο Μπάλντγουιν διατηρεί εδώ και 22 χρόνια τη δική του εταιρία security, η οποία παρέχει προστασία σε νυχτερινά κλαμπ.

Πάνω από δυο δεκαετίες εργάζεται ως πορτιέρης και έχει ζήσει όλες τις μεγάλες αλλαγές στη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου από τη Γερμανική Επανένωση μέχρι σήμερα. «Στις αρχές υπήρχε μία τεράστια συνεργασία στην underground σκηνή, γνωριζόμασταν όλοι, ήμασταν φίλοι. Βρισκόμασταν μέρα και νύχτα, ακόμη και μέσα στη μέρα διοργανώνονταν πάρτι». Σήμερα σε πολλές από εκείνες τις περιοχές δεν υπάρχουν πια κλαμπ. Πολλά από εκείνα, στα οποία εργαζόταν ο Μπαλντγουιν – όπως το Rodeo, το Cookies και το 103 – έχουν κλείσει.

Στο ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει την ανθρώπινη πλευρά του, που έρχεται σε σύγκρουση με όλα τα κλισέ για τους «σκληρούς πορτιέρηδες». «Στεναχωριέμαι όταν πληγώνονται, κάθε φορά που αναγκάζομαι να τους πω ‘όχι, δεν περνάς’ συνειδητοποιώ ότι τους πληγώνω. Θα ήθελα να μπορεί ο καθένας να μπει μέσα ελεύθερα και να ακούσει την υπέροχη μουσική, αλλά υπάρχουν περιορισμοί χρόνου και χώρου, που με αναγκάζουν να κάνω τέτοιες επιλογές», τονίζει. Η περιορισμένη χωρητικότητα των βερολινέζικων κλαμπ δεν μπορεί να εξασφαλίζει την είσοδο σε όσους περιμένουν στην ουρά. Επιπλέον στις αρμοδιότητες των security ανήκει και η εξασφάλιση της ποικιλομορφίας του κοινού. Η συμβουλή του Μπάλντγουιν είναι: «Να είστε ο εαυτός σας. Η αυθεντικότητα είναι το άλφα και το ωμέγα».

Σαμπρίνα Κούπερ

Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ