Ο Αββά Ναόρ κατάφερε να γλιτώσει από αρκετά στρατόπεδα εξόντωσης. Μια 19χρονη τότε γραμματέας σε ένα στρατόπεδο, σήμερα δικάζεται. Τι νόημα έχει;«Ήθελα να ζήσω!» λέει ο Αββά Ναόρ όταν τον ρωτούν πώς άντεξε στα στρατόπεδα του ναζιστικού καθεστώτος για τέσσερα χρόνια. «Δεν ήθελα να πεθάνω. Ήταν εύκολο να πεθάνεις. Δύσκολο ήταν να μείνεις ζωντανός. Ίσως αυτό με έσωσε, δεν ξέρω». Όπως λέει, είναι πολύ πεισματάρης. «Είχα δίκιο, έχω έντεκα δισέγγονα σήμερα, είμαι πλούσιος άνθρωπος» δηλώνει.

Κάθε χρόνο ο 93χρονος Ναόρ ταξιδεύει από το Ισραήλ στη δεύτερη πατρίδα του, το Μόναχο. Εκεί περνάει αρκετούς μήνες. Ο Ναόρ γεννήθηκε στη Λιθουανία το 1928 σε εβραϊκή οικογένεια. «Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια», όπως λέει. «Ήμασταν υπερήφανοι Λιθουανοί πάνω απ’ όλα », λέει,«και φυσικά υπήρχε λίγο αντισημιτισμός αλλά αυτό ήταν μέρος της νοοτροπίας μια ‘καθημερινότητας’».

Ο Ναόρ ήταν 13 ετών όταν η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Λιθουανία, η οποία τότε ήταν υπό σοβιετική κατοχή. Ο εβραϊκός πληθυσμός στη γενέτειρά του Κάουνας ήταν αποκλεισμένη στο γκέτο, το οποίο σύντομα αποδείχθηκε ένας τόπος φρίκης.

Ο μεγαλύτερος αδελφός του Νάορ και άλλοι νέοι ξεκίνησαν λίγο μετά την άφιξή των Ναζί να μαζεύουν όπλα. Αυτό ήταν παράνομο για τους Εβραίους σύμφωνα με το κατοχικό δίκαιο εκείνη την εποχή. Οι Γερμανοί τους συνέλαβαν και τους σκότωσαν. «Για πολύ καιρό οι γονείς μου δεν ήθελαν να το πιστέψουν και νόμιζαν ότι ο αδελφός μου θα επέστρεφε γιατί κανείς δεν πίστευε ότι θα σκότωναν και παιδιά».

«Τα σκυλιά ζούσαν καλύτερα από εμάς»

Η οικογένεια Nαόρ έζησε στο γκέτο του Κάουνας για τρία χρόνια. Τον Ιούλιο του 1944, ο ίδιος, οι γονείς του και ο μικρότερος αδελφός του εκτοπίστηκαν από τη Λιθουανία και μεταφέρθηκαν στο γερμανικό στρατόπεδο εξόντωσης Στούτχοφ κοντά στο Ντάντσιχ (Γκντανσκ) της Πολωνίας.

«Μας έφεραν στο Στούτχοφ όταν ήμασταν ακόμα ‘μισοκανονικοί’ άνθρωποι. Ντυμένοι με τα ρούχα μας. Μέχρι τότε μέναμε στο γκέτο με την οικογένειά μας. Στο Στούτχοφ αρχίσαμε να νιώθουμε ότι δεν είμαστε πια οικογένεια».

Η οικογένεια χωρίστηκε. Άντρες από τη μία πλευρά, γυναίκες και παιδιά από την άλλη. Στις 26 Ιουλίου 1944, ο 16χρονος Ναόρ έβλεπε γυναίκες και παιδιά να καλούνται στην άλλη πλευρά του φράχτη. «Όπως είδα τη μητέρα μου, με τον μικρό μου αδερφό -υπήρχε μια ολόκληρη σειρά με γυναίκες και μικρά παιδιά – ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Αυτό μου ήταν ξεκάθαρο». Την ίδια μέρα, η μητέρα και ο αδελφός του Αββά Ναόρ εκτοπίζονται στο Άουσβιτς και δολοφονούνται εκεί.

Δεν γνώριζε τίποτα …

Η 19χρονη Ιρμγκάρντ Φ. μπορεί να δούλευε εκείνο το πρωί. Ήταν γραμματέας του διοικητή του στρατοπέδου Πάουλ Βέρνερ Χόπε. Τώρα, σχεδόν 80 χρόνια μετά εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «ως στενογράφος και δακτυλογράφος στα στρατόπεδα του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης Στούτχοφ, μεταξύ Ιουνίου 1943 και Απριλίου 1945 βοήθησε τους υπεύθυνους στη συστηματική δολοφονία των φυλακισμένων εκεί». Η 96χρονη σήμερα κατηγορείται για συνέργεια σε ανθρωποκτονία κατά συρροή σε περισσότερες από 11.000 υποθέσεις.

Η Φ. έχει ήδη καταθέσει δύο φορές ως μάρτυρας για το ρόλο της στο Στούτχοφ. Το 1954 είχε δηλώσει ότι ο διοικητής Χόπε της υπαγόρευε γράμματα κάθε μέρα και τις έδινε προφορικές εντολές. Ωστόσο ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε τίποτα για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων δίπλα στο γραφείο της.

Ο Ναόρ αρνήθηκε να συμμετάσχει στη δίκη ως πολιτικώς ενάγων. Θεωρεί μάλιστα ότι θα πρέπει να αφήσουν ήσυχη την ηλικιωμένη γυναίκα γιατί έτσι κι αλλιώς τα «μεγάλα ψάρια» ξέφυγαν. «Το να ζεις με τη σκέψη ότι έβλαψες κάποιον είναι μερικές φορές χειρότερο από τη φυλακή», λέει.

Ο Ναόρ κατάφερε να επιβιώσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Στούτχοφ καθώς και σε δύο άλλα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Βαυαρία, το Ούτινγκ και το Κάουφερινγκ. Μετά την απελευθέρωση από τους Αμερικανούς, μετανάστευσε στο Ισραήλ και για δεκαετίες σιωπούσε.

Στη συνέχεια, όμως, βρήκε τον δικό του τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας της ζωής του. Ο Ναόρ έχει επισκεφθεί εκατοντάδες σχολεία και έχει μιλήσει ως αυτόπτης μάρτυρας. Τα παιδιά είναι σαν «μικροί θεραπευτές» για εκείνον, του έχουν δώσει τη δύναμη να αντιμετωπίσει το παρελθόν του. «Και θεωρώ καθήκον μας να τους κρατήσουμε ξύπνιους και να εξηγήσουμε στους νέους τι μπορεί να συμβεί ένα δεν είναι προσεκτικοί», τονίζει.

Λουίζα Ριχτχόφεν

Επιμέλεια: Μαρία Ρηγούτσου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ