Περισσότεροι από 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι αμείβονται με λιγότερα από 5 Ευρώ την ώρα.

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Αύξηση παρουσιάζει ο αριθμός των εργαζομένων στη Γερμανία, που εγκλωβίζεται στην παγίδα του χαμηλού εισοδήματος, παρά την διεθνή φήμη που έχει αποκτήσει η χώρα αυτή ως μεγάλη οικονομική δύναμη.
Επίσημα το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα κυμαίνεται μεταξύ του 14% και του 16% εδώ και χρόνια και ανεπίσημα υπολογίζεται, ότι υπερβαίνει το 20%. Τα ποσοστά των «εργαζόμενων φτωχών» αυξάνονται συνεχώς, σύμφωνα με τον γερμανικό Οργανισμό «Εθνική Διάσκεψη για την Φτώχεια» (έναν συνασπισμό φιλανθρωπικών οργανώσεων και συνδικάτων).
Σχεδόν ένας στους τέσσερις εργαζόμενους αμείβεται χαμηλά, με περίπου 9,50 ευρώ την ώρα στη δυτική Γερμανία και 7 ευρώ στα ανατολικά ομόσπονδα κρατίδια της χώρας αυτής, ενώ περίπου 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται για λιγότερα από 5 ευρώ την ώρα.
Ο συνασπισμός αυτός κατηγόρησε την συντηρητική κυβέρνηση της καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ, ότι παραμελεί τους φτωχούς της Γερμανίας και ζήτησε την θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού και περισσότερη κρατική βοήθεια για την κοινωνική στέγαση.

Σύμφωνα με τον συνασπισμό, τα επιδόματα των ανέργων θα πρέπει να αυξηθούν από τα 374 ευρώ μηνιαίως, που είναι τώρα για τους ανύπαντρους, σε περίπου 420 ευρώ, ενώ η «Εθνική Διάσκεψη για την φτώχεια» αξιώνει επίσης, να υπάρξει κάποιου είδους βοήθεια για τις οικογένειες, που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα, όπως η χορήγηση δωρεάν γευμάτων στα σχολεία.
Όπως αναφέρουν τα στοιχεία του ίδιου οργανισμού, περίπου 7,6 εκατ. άνθρωποι στην Γερμανία ήτοι το 9,3% του πληθυσμού εξαρτάται τώρα από τα κρατικά επιδόματα για την επιβίωσή του,
Επίσης, βάσει των στατιστικών δεδομένων της Γερμανίας, ένας άνθρωπος θεωρείται φτωχός, αν η αμοιβή του είναι χαμηλότερη από το 60% του μέσου μισθού σε πανεθνικό επίπεδο.

Σημειώνεται, ότι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της γερμανικής ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, περισσότερο πλήττονται από την φτώχεια οι γυναίκες καθώς και τα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών (21,3%) και λιγότερο οι άνδρες (18,5%) και τα ηλικιωμένα άτομα άνω των 65 ετών (15,3%).

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ