Στο πλαίσιο της νέας σειράς βίντεο με Γερμανούς που μιλούν για την δική τους Ελλάδα στα ελληνικά, η DW παρουσιάζει σήμερα την Κέτε Κουτς. Πριν χρόνια τη μάγεψε η Σαμοθράκη. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει.«Στη Γερμανία όλα πάνε βάσει συστήματος, πρέπει πάντα να είσαι παραγωγικός και ποτέ δεν φτάνει αυτό που είσαι. Πρέπει όλα να τα κάνεις στην ώρα τους. Δεν μπορούσα να ζήσω μέσα σε αυτό το σύστημα. Στην Ελλάδα βρήκα αυτό μάλλον που πάντα έψαχνα. Λύθηκα», λέει με μια απίστευτη έως αποστομωτική ευφράδεια στα ελληνικά η Κέτε Κουτς από το Αμβούργο, που τα τελευταία χρόνια ζει μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Σαν ηρωίδα μυθιστορήματος της Μαρλένε Στρεερούβιτς («Το ταξίδι μιας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα») ή σαν πρωταγωνίστρια ταινίας με χρώματα, μουσικές και αρώματα ανατολίτικα, η νεαρή φοιτήτρια δηλώνει πλέον ότι έχει δύο πατρίδες, τη Γερμανία και την Ελλάδα. Αν και Γερμανίδα στα χαρτιά, η ψυχή της είναι περισσότερο ελληνική. «Νιώθω ότι έχω τις ρίζες μου και στις δύο χώρες», λέει χαμογελώντας. Τη μαγεύει η ακρίβεια της ελληνικής γλώσσας, την οποία και πλέον σπουδάζει, ο ελληνικός πολιτισμός που συνομιλεί με τους αιώνες, η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη που η ίδια βίωσε και που είδε γύρω της εν καιρώ ελληνικής κρίσης, αλλά και ο πλούτος της ελληνικής παραδοσιακής και ρεμπέτικης μουσικής.

«Βρήκα τον παράδεισό μου»

Η συζήτηση σε ένα καφέ της πλατείας Ναυαρίνου κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο, με θέα αρχαία ερείπια, είναι συναρπαστική. Οι ιστορίες που τη συνδέουν με την Ελλάδα πολλές, οι αναφορές της κάθε άλλο παρά κλισέ και τα ενδιαφέροντα της νεαρής Κέτε πλούσια. Ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον τότε φίλο της για διακοπές το 2012 μέσω Κωνσταντινούπολης, ο δρόμος την έβγαλε στην Αλεξανδρούπολη κι από εκεί στη Σαμοθράκη. «Αμέσως ένιωσα ότι βρήκα τον δικό μου παράδεισο κι έκατσα για ένα μήνα». Χώρισε, επέστρεψε στη Γερμανία αλλά ξαναήρθε στην Ελλάδα μόνη της, κάτι την τραβούσε πίσω, όπως λέει. Αθήνα, Γαύδος, ξανά Σαμοθράκη, ξανά Αθήνα στα Εξάρχεια, Σαμοθράκη… Για πέντε χρόνια αφότου τελείωσε το λύκειο δούλευε τον χειμώνα στο Αμβούργο για να βγάλει χρήματα ώστε να περνά τους καλοκαιρινούς μήνες στο αγαπημένο της νησί στη Σαμοθράκη. Ήδη είχε μάθει να μιλάει ελληνικά μόνη της, μιλώντας με φίλους της στα Εξάρχεια και τη Σαμοθράκη και μαθαίνοντας μόνη γραμματική.

«Δεν ήθελα αρχικά να σπουδάσω. Ήθελα να ζήσω εκτός συστήματος», λέει η Κέτε. «Αλλά το 2017 αποφάσισα να κάνω έτσι απλά μια αίτηση στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών και Βυζαντινολογίας του Αμβούργου, αν και ήμουν μεγάλη για τα γερμανικά δεδομένα, 23 ετών. Με δέχτηκαν και πλέον είμαι στο τρίτο έτος». Αυτό το εξάμηνο μάλιστα κάνει πραγματικότητα ένα όνειρο της, βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για Εrasmus στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Αυτόν τον καιρό κάνω μια σύγκριση ανάμεσα στο «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη με έργα του Μπρεχτ. «Ήρθα στην Ελλάδα για να ανακαλύψω και τον Μπρεχτ», λέει γελώντας. H Κέτε βέβαια δεν είναι μια τυπική φοιτήτρια Erasmus. Όπως τονίζει κάθε τόσο, ήρθε στην Ελλάδα για πρώτη φορά τα χρόνια της κρίσης. Έτσι έζησε την Ελλάδα όχι μόνο από την σκοπιά της φοιτητικής ξεγνοιασιάς, αλλά είδε από κοντά και την σκοτεινή πλευρά της οικονομικής κρίσης. Οι φίλοι της, όπως λέει, την αποδέχθηκαν την περίοδο της κρίσης χωρίς δεύτερες σκέψεις και αρνητικά σχόλια, αν και ήταν Γερμανίδα. Κάποιοι λίγοι, ωστόσο, της άσκησαν κριτική και έκαναν σχόλια όπως «είσαι η κόρη της Μέρκελ» ή σε ακραίες περιπτώσεις ταύτιζαν, όπως λέει, εν γένει τους σημερινούς Γερμανούς με τους ναζί. «Όμως αυτές ήταν μόνο εξαιρέσεις» συμπληρώνει.

Ανακαλύπτοντας το ρεμπέτικο, τα νησιώτικα και τα ηπειρωτικά

Αλλά υπάρχει κάτι που δεν της αρέσει στην Ελλάδα; Και εδώ η απάντηση έρχεται δίχως πολλές σκέψεις. Υπάρχει ακόμη σεξισμός και ρατσισμός σε κάποιους στην ελληνική κοινωνία, παρατηρεί η Κέτε. Επίσης πολλοί συνομήλικοί της δεν είναι ανεξάρτητοι και ζουν ακόμη με τις οικογένειές τους. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που την προβληματίζει. Όπως και η κακή σχέση πολλών Ελλήνων με το περιβάλλον και την ελληνική φύση, την οποία θεωρεί σπάνιας ομορφιάς και την οποία έχει ταυτίσει με την ελευθερία.

Η κουβέντα με την Κέτε δεν μένει στην πολιτική και κοινωνική κριτική, το ένα θέμα φέρνει το άλλο, κι έτσι κάπως πέφτει στο τραπέζι και η μουσική, η άλλη μεγάλη αγάπη της πέρα από τις ξένες γλώσσες. Ενθουσιάστηκε, όπως θυμάται, από την πρώτη στιγμή που άκουσε δημοτικά και άρχισε έτσι να ανακαλύπτει σιγά-σιγά τον πλούτο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από τα νησιώτικα μέχρι τα ηπειρώτικα και τα ποντιακά. «Κάθε ελληνικό χωριό, κάθε νησί έχει τη μουσική του κι αυτό με μαγεύει. Στην ψυχή μου μιλούν τα ηπειρώτικα, δεν ξέρω γιατί, νιώθω ότι έχουν αλήθεια μέσα τους», λέει εκστασιασμένη σχεδόν. Λατρεύει όμως και τα ρεμπέτικα, «τα ελληνικά blues», όπως τα αποκαλεί, της αρέσει να ταυτίζεται με την κουλτούρα του «υπόκοσμου» γιατί εκεί βρίσκει «ένα άλλο κομμάτι της ζωής, της κοινωνίας, της πολιτικής». Γι αυτό και αγαπά της βόλτες στην Άνω Πόλη, στα Κάστρα, μια περιοχή της Θεσσαλονίκης που συνέδεσε το όνομά της και με τα ρεμπέτικα της φυλακής του Γεντί Κουλέ. «Μου αρέσουν τα προπολεμικά ρεμπέτικα. Μου αρέσουν και κάποια λαϊκά. Μου αρέσει και η Σωτηρία Μπέλλου», λέει η Κέτε, που παράλληλα έχει αρχίσει να μαθαίνει και τζουρά. «Παίζω τον χειμώνα στο Αμβούργο, όταν γυρίζω από τα μαθήματα και είμαι μόνη στο σπίτι. Αμέσως νιώθω μια ελληνική ζεστασιά».

Δήμητρα Κυρανούδη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ