Γράφει η Βασιλική Μουτάφη, φιλόλογος.

Ένας από τους ορισμούς που θα μπορούσαν να δοθούν για τον όρο μυθιστόρημα είναι ότι πρόκειται για πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο με πολύ μεγάλη έκταση και με υπόθεση πλαστή ή εμπνευσμένη από την πραγματικότητα. Μέσα στην πλοκή της υπόθεσης παρουσιάζονται γεγονότα και καταστάσεις, δίνονται οι χαρακτήρες των ανθρώπων που βρίσκονται στο επίκεντρό τους, αναλύονται τα συναισθήματα και τα πάθη των ηρώων, διαγράφεται η εποχή τους κ.τ.λ.

Έτσι, και ο κ. Γιώργος Ρωμανός μας έδωσε ένα εξαίρετο μυθιστόρημα στο οποίο πλέκεται ο μύθος με την πραγματικότητα, η φαντασία και το δημιουργικό πνεύμα του συγγραφέα με την ιστορία και τα γεγονότα που στιγμάτισαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Το σταθερό ιστορικό πλαίσιο είναι τόσο έντονο που εύκολα το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιστορικό μυθιστόρημα» όμως θα ήταν λανθασμένος ένας τέτοιος χαρακτηρισμός γιατί σκοπός του συγγραφέα ήταν να «τρέξει» μέσα και έξω από την επίσημη Ιστορία. Όλο το έργο στηρίζεται κυρίως στις επινοημένες ιστορίες άσημων ανθρώπων της εποχής, των χαρακτήρων του βιβλίου που ξεδιπλώνουν τη δική τους αλήθεια, τη δική τους εμπειρία για το δράμα μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων στη Θεσσαλονίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι μόνο.

Για το λόγο αυτό η αφήγηση δεν περιορίζεται σε ένα μόνο αφηγητή ούτε σε μια μόνο χρονική περίοδο. Τα πρόσωπα και οι αφηγήσεις τους αλληλοσυμπληρώνονται όπως τα κομμάτια ενός πάζλ και οι αναχρονίες δίνουν μία μοναδική συμπλήρωση του χρόνου που καλύπτει το χθες με το σήμερα.

Ο κύριος αφηγητής του έργου είναι ο Ελιάν Καζάκογλου, ο σκηνοθέτης «που, τελευταία, σκηνοθετούσε μια ταινία μικρού μήκους για το Φεστιβάλ της Δράμας» όπως μας τον συστήνει μια άλλη σημαντική αφηγήτρια και ηρωίδα του έργου η Αντζέλ. Ο ίδιος πάλι στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου  (σελ. 364) μας λέει: «Θα μ΄ άρεσε κάποτε να γράψω ένα βιβλίο αλλιώτικο από όλα όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Δηλαδή, σα να ήμουν ένας αφηγητής που έκρυβε μέσα του έναν άλλο αφηγητή που εστίαζε μέσα από έναν τρίτο, ο οποίος με τη σειρά του έκρυβε κι άλλον κι άλλους… Ένας συγγραφές Μπάμπουσκα. Μάλλον όμως δε θα τα καταφέρω ποτέ».

Κι όμως στο έργο έχουμε τον έναν αφηγητή που διαδέχεται τον άλλο, τον έναν αφηγητή που «βγαίνει μέσα» από τον άλλο σε μια πρωτοπρόσωπη, ομοδιηγητική αλλά και αυτοδιηγητική αφήγηση με έντονα βιωματικό χαρακτήρα. Ο Ελιάν, η Αντζέλ, η Λόρυ, η Λέα, ο Αλέξανδρος, ο Αφού αφηγητές και ιστορίες που φωτίζουν τα γεγονότα και δίνουν βάθος και συνοχή στο μύθο. Χαρακτήρες και ιστορίες που στήνονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου , χαρακτήρες με ακραίες, αλλά και μοιραίες αντιθέσεις μεταξύ τους.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δύο ερωτικές ιστορίες του βιβλίου. Στην πρώτη, που αφορά την μάνα, τη Λέα, η οποία οδηγείται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο έρωτας είναι ιδεαλιστικός, βασισμένος στο μεγάλο ιδανικό της μιας και μοναδικής αγάπης, για την οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει κάποιος. Αντίθετα, στη δεύτερη ερωτική ιστορία, που αφορά στην κόρη, τη Λόρυ, έχουμε μια γυναίκα επιθετικά απελευθερωμένη, με ερωτικές εμμονές που φτάνουν στα όρια του νοσηρού, ακόρεστη σεξουαλική βουλιμία, και κυρίως, ζωή χωρίς όρια και αναστολές. Εμμέσως, πλην σαφώς, αυτός ο δεύτερος χαρακτήρας, η κόρη, ανήκει στα κοινωνικά θύματα και τις επιπτώσεις που υπήρξαν μετά τον πόλεμο.

Ο συγγραφέας αδιαφορεί για την ηθικολογία, μέσω των χαρακτήρων που έχει συστήσει. Αντίθετα, τους πιέζει μέχρι τα αφηγηματικά τους όρια. Έτσι, αποδεικνύει πως βασικό του συγγραφικό πιστεύω, είναι οι χαρακτήρες σε μια μυθοπλασία υπακούουν σε έναν πρώτιστο κανόνα: να είναι ηθικοί απέναντι στη λογοτεχνική τους φύση και τη λογοτεχνικότητα. Γιατί, αν δεν υπάρχει αυτός ο πρώτος θεμελιώδης κανόνας οτιδήποτε περιγραφεί λογοτεχνικά θα είναι ψεύτικο και συνεπώς ανήθικο. Ταυτόχρονα, εάν η προκύπτουσα κοινωνική ηθική δεν είναι πειστική τότε θα έχει χάσει η ίδια η αφήγηση, δηλαδή, το βιβλίο.

Παράλληλα, με μοναδικό τρόπο ο συγγραφέας συνδέει το χθες με το σήμερα. Η μετάβαση γίνεται άλλοτε εξαιτίας κάποιων φωτογραφιών που βρήκε η Λόρυ «Τι είναι αυτές οι φωτογραφίες θεία Αντζέλ; Συνέβη στην πραγματικότητα τέτοιο γεγονός;», άλλοτε με αναφορά στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, τις περισσότερες φορές χωρίς προειδοποίηση αλλά με μια μοναδική συνεκτικότητα, απλά, αβίαστα, όπως όταν αφηγείται μια ιστορία που γνωρίζει καλά. Το χθες και το σήμερα παρά τις αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων δένουν τόσο ζωντανά και παραστατικά, όπως το έργο του Ελιάν. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη σα να τις βλέπουμε μπροστά μας, οι ήρωες είναι υπαρκτοί, ζουν μια ζωή όπου το παρελθόν σημαδεύει το μέλλον χωρίς όμως πάντα να το προδικάζει. Η ζωή κινείται στο χρόνο και τον τόπο (Θεσσαλονίκη, στρατόπεδα συγκέντρωσης Άουσβιτς, Μπέργκεν – Μπέλσεν , στρατόπεδο Κόκκινου Στρατού, Γιάλτα, ρώσικη στέπα και πάλι Θεσσαλονίκη). Ιστορίες που συνδέονται με την αληθινή Ιστορία και τη φωτίζουν από διαφορετικές πλευρές δημιουργώντας στον αναγνώστη την εντύπωση ότι τη γνωρίζει πλέον πιο ουσιαστικά και ας συνειδητοποιεί ότι διαβάζει ένα μυθιστόρημα.

Ειδική θέση στο μυθιστόρημα έχει η γλώσσα και η ανατροπή της, μέσα από έναν παραβατικό χαρακτήρα, έναν άνθρωπο του περιθωρίου, ο οποίος εμφανίζει και μία ψυχολογική έως και νοητική διαταραχή στο λόγο του. Με αυτόν το χαρακτήρα ο συγγραφέας θέτει το ακριβώς αντίθετο άκρο, απέναντι στο στρωτό λόγο της κυρίαρχης αφήγησης. Τα δύο αυτά, αντίθετα μεταξύ τους είδη αφηγηματικού λόγου μέσα στο κείμενο, εμπλουτίζουν το σύνολο της αφήγησης, αλλά όχι μόνο. Διότι αυτός, ο παραβατικός χαρακτήρας με το λοξό λεκτικό ιδίωμα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποκαλυπτικός σε θέματα κλειδιά της υπόθεσης του μυθιστορήματος.

Γενικότερα, όμως η γλώσσα σε όλο το βιβλίο ελέγχεται, κυρίως ως προς την οργανικότητά της, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερα το αφηγηματικό της αποτέλεσμα. Παράλληλα, ο ρυθμός εναλλάσσεται ανάλογα με την ταχύτητα που αρμόζει στα δρώμενα και στις εναλλαγές του χαρακτήρα της αφήγησης, σε κάθε παράγραφο. Έτσι, αξιοποιούνται οι φθόγγοι και οι ήχοι τους, ώστε να έχουμε ένα δεύτερο, ηχητικό επίπεδο αφήγησης κάτω από το τυπικά δεδομένο, του νοήματος.

Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται, από πλευράς αφηγηματικών τεχνικών, είναι το μέγεθος των κεφαλαίων. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το μυθιστόρημα ως σύνολο αφηγηματικής «πλαστικής». Έτσι, υπάρχει μια συνειδητή επέμβαση του στο μέγεθος – πλάτος των κεφαλαίων, ανάλογα με το νοηματικό τους βάρος, αλλά και την εκάστοτε ποιητική του πεζού λόγου. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι ο συγγραφέας αντιμετωπίζει αυτό το μυθιστόρημα, των 420 περίπου σελίδων, ως το σώμα ενός εκτεταμένου ποιήματος. Με αυτή τη λογική, ένα κεφάλαιο έχει έκταση τριών και αλλού τεσσάρων σειρών, ενώ άλλο, δεκαπέντε σελίδων. Αυτή η ανισομέρεια των κεφαλαίων εξυπηρετεί απόλυτα την οργανικότητα του λόγου, ως προς το εκάστοτε βάρος των νοημάτων.

Επίσης, στο βιβλίο εντοπίζεται και το θέμα της διακειμενικότητας. Δηλαδή, άμεσες ή έμμεσες πλην σαφείς αναφορές, σε άλλα, γνωστά μυθιστορήματα. Έτσι, ο αναγνώστης θα δει πως η πρώτη σκηνή, με την οποία ξεκινά το Γιούντιν, αποτελεί ουσιαστική αναφορά στον Οδυσσέα, του Τζέημς Τζόυς. Αφού ξεκινά με ένα παρόμοιο λογοτεχνικό πορτραίτο, της Λόρυ, στο άνοιγμα μιας πόρτας, φορώντας μια κίτρινη ρόμπα, όπως εκείνη του Μπακ Μάλιγκαν (του Τζόυς), ο οποίος εμφανίζεται σε εξίσου εμφαντική θέση, σε ένα κεφαλόσκαλο. Έχουμε δηλαδή, κι εδώ, την εντυπωσιακή είσοδο ενός προσώπου κλειδί, για το σύνολο του μυθιστορήματος.

Ανάλογος συσχετισμός μπορεί να γίνει και προς το τέλος του βιβλίου, όπου εμφανίζεται το πλήρες όνομα ενός άλλου βασικού χαρακτήρα της αφήγησης, του Ελιάν Καζάκογλου, που το όνομά του είναι παρόμοιο με το όνομα του αφηγητή του Στρατή Δούκα, στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πρώτο άλφα, αφού ο Δούκας ονομάζει τον αφηγητή του Κοζάκογλου. Και η διακειμενικότητα του βιβλίου συνεχίζεται με ευθείες αναφορές, στον Μόμπι Ντικ και στον Χέρμαν Μέλβιλ, σελ. 37, ενώ στην επόμενη σελίδα, 38, αναφέρεται η δίνη του Μάελστρομ, που προέρχεται από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Προς το τέλος του βιβλίου, σελ, 359, αναφέρεται ο Δημήτρης Χατζής, και το διήγημα του Σαμπεθάι Καμπιλή, από το βιβλίο του « Το τέλος της μικρής μας πόλης». Ανάλογους διακειμενικούς συσχετισμούς, όπως και αφηγηματικά τεχνάσματα και τεχνικές είναι πολλά μέσα στο βιβλίο και εναπόκεινται στον αναγνώστη να τα εντοπίσει.

Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν και εξωκειμενικά στοιχεία, φωτογραφίες, ντοκουμέντα της εποχής, μερικά εκ των οποίων είναι σπάνια. Όμως, η ένθεσή τους στη ροή του κειμένου παίζει οργανικό ρόλο στην αφήγηση, άλλοτε ενισχύοντας την δραματικότητά της και άλλοτε ως δραστικά σχόλια. Εμβόλιμα τίθενται και κείμενα, ένα πασίγνωστο λαϊκό τραγούδι, ένα σπάνιο γιαννιώτικο στιχούργημα, ιστορικά ντοκουμέντα, δημοσιεύματα εφημερίδων, γραπτές εκθέσεις των τραγικών προσώπων, που επέζησαν του ολοκαυτώματος, ακόμη και το απόσπασμα σεναρίου, ενός φιλμ που δημιουργείται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Η αφήγηση είναι πυκνή, γεγονότα καταιγιστικά και, κυρίως, μεγάλες οι δραματικές εντάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες.

Στο τέλος του βιβλίου και σε Παράρτημα, το οποίο, όμως ενσωματώνεται, ως εξωδιηγητικό στοιχείο της συνεχιζόμενης αφήγησης, περιλαμβάνονται πολλά ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία είναι αποκαλυπτικά και ανατρέπουν παγιωμένες και ενίοτε ψευδείς αντιλήψεις.

Έτσι, τίθεται εμμέσως πλην σαφώς, το μεγάλο ζήτημα της επανάγνωσης της νεώτερης Ιστορίας της χώρας μας. Μια επανάγνωση που θα οδηγήσει σε επανεκτίμηση της κοινωνικής δομής της χώρας μας και θα δώσει την ευκαιρία – προσδοκία σε μια, διαρκώς επιζητούμενη, καλύτερη κοινωνία του αύριο.

Άλλωστε, τα αληθινά λογοτεχνικά έργα στόχο δεν έχουν μόνο την τέρψη, αλλά και την αφύπνιση του ανθρώπου, μέσα από μια διαφορετική αντιμετώπιση της ίδιας της πραγματικότητας και ο κ. Γ. Ρωμανός το πετυχαίνει με πολύ εύστοχο, έντεχνο και εμπεριστατωμένο τρόπο.

Μουτάφη Βασιλική, Φιλόλογος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ