Η Άμαρ γράφει μια μεταχρονολογημένη επιστολή, μια επιστολή από το μέλλον στην αγαπημένη της πατρίδα, την πολύπαθη Συρία.Χαλέπι, 24 Ιανουαρίου 2029

Αγαπημένη μου πατρίδα,

Θυμάμαι όταν τα μάτια μου αντίκρισαν εσένα για πρώτη φορά, τότε δεν ήξερα αρκετά τι σημαίνει η αγάπη και δεν κατάλαβαινα πώς αισθάνεται κανείς όταν αγαπά κάποιον άλλον με την καρδιά του. Αλλά όταν σε είδα, όλα μου έγιναν ξεκάθαρα. Δεν περίμενα ότι θα είχα τόσα αποθέματα αγάπης μέσα στην καρδιά μου.

Σε αγάπησα! Σ’ αγάπησα όπως ήσουν: Αγάπησα τους μεγάλους σου δρόμους, τα παλιά σου σπίτια, τους θορύβους που έκαναν τα αυτοκίνητα, τα παιδιά σου που έπαιζαν ξένοιαστα σε όλες τις πόλεις και πήγαιναν χαρούμενα στα σχολεία. Αγάπησα τις οικογένειές σου όταν επισκεπτόταν η μία την άλλη, τους πωλητές σου όταν φώναζαν δυνατά στους δρόμους. Την εμφάνισή σου μετά από μία νεροποντή. Τις τρεις φορές που σε είδα να φοράς ένα εκπληκτικό λευκό φόρεμα. Ήξερες ότι σε αγάπησα. Στο έλεγα κάθε μέρα. Θυμάσαι όταν σου είπα: “Πατρίδα μου, εγώ ποτέ δεν θα σε αφήσω, ποτέ δεν θα φύγω έξω από το έδαφός σου, θα είμαι δίπλα σου όλο τον καιρό. Κάθε αναπνοή που θα παίρνω θα είναι από τον αέρα σου. Κάθε πληροφορία που θα μαθαίνω, θέλω να είναι από τους δασκάλους σου, από τους επιστήμονές σου. Δεν θέλω να μείνω μακριά από εσένα…”

Ίσως ήμουν εγωίστρια. Δεν ήμουν ανοιχτή στις άλλες χώρες του κόσμου. Αλλά αυτό ήταν επειδή σε αγαπούσα. Και πίστευα ότι με αγάπησες κι εσύ. Νόμιζα ότι μοιραζόμαστε το ίδιο συναίσθημα, ότι με ήθελες στη γη σου. Αλλά μια μέρα, μου απέδειξες το αντίθετο. Εσύ ήσουν η εγωίστρια. Δεν ήθελες να ζούμε μαζί, εσύ ήθελες να σε αφήσουμε μόνη. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί άρχισες να συμπεριφέρεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά άρχισες να σκοτώνεις τους ανθρώπους σου. Πώς;! Γιατί;! Κατέστρεψες τα πάντα: τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα σχολεία στα οποία πήγαιναν τα παιδιά σου, ακόμα και αν δεν υπήρχαν παιδιά για να πάνε σε αυτά. Αναρωτιόμουν, είμαι στη χώρα που αγαπούσα πάντα; Είναι αυτή η πατρίδα μου; Θεέ μου, απάντησέ μου! Άνθρωποι, απαντήστε μου! Αλλά ήταν πραγματικότητα. Ναι, ήσουν η πατρίδα μου. Ένιωθα τόσο φοβισμένη στους δρόμους σου. Μας ακολουθούσες με τον θάνατο κάθε στιγμή. Πόσες φορές επρόκειτο να με σκοτώσεις μαζί με την οικογένειά μου; Μέχρι που μια μέρα πήρες τον αδελφό μου, τον πήρες ψηλά στον ουρανό. Ένιωθα ότι θα πνιγώ. Ένιωθα ότι ζούσα μέσα στη μοναξιά και την ανησυχία. Όλοι οι φίλοι μου έφυγαν, όμως ο φόβος, ο θάνατος, η αγωνία, ο τρόμος, οι ήχοι των ρουκετών και οι νεκροί έγιναν οι νέοι μου φίλοι. Τους έβλεπα τακτικά. Ποτέ δεν καθυστέρησαν στο ραντεβού τους. Κάθε πρωί, όταν άνοιγα τα μάτια μου, τους έβλεπα να με περικυκλώνουν. Ήξερα ότι εσύ τους έστειλες. Όμως δεν κατάλαβα γιατί;!

Πες μου γιατί;!

Δεν ξεχνώ την ημέρα που σου είπα: “Θα φύγω, δεν είσαι πια η γη που γνώρισα. Δεν είσαι η γη που θέλω να χτίσω το μέλλον μου σ’ αυτήν. Δεν είσαι εκείνη που θέλω να σκορπίσω την άνοιξη μου σ’ αυτήν! ” Και πράγματι, έκανα αυτό που είπα. Ήμουν κάπως σκληρή, αλλά εσύ ήσουν πολύ πιο σκληρή από μένα όταν σκότωσες τα περισσότερα από τα αγαπημένα μου πρόσωπα, καθηγητές και φίλους.

Σε άφησα με έντονα συναιθήματα και πήγα στην γειτόνισσά σου. Αν και ήταν τόσο ευγενική με εμάς, δεν αισθανόμαστε άνετα. Ίσως τα ξένα με έκαναν να νιώθω έτσι; Όμως δεν υπήρχε άλλη λύση. Να επιστρέψω σε εσένα; Όχι, ήταν τόσο οδυνηρά αυτά που έκανες και αυτά που μας επέτρεψες να αντιμετωπίσουμε στο έδαφός σου. Τότε άρχισα να ταξιδεύω στον κόσμο. Με βάρκα, με τα πόδια, κοιμωμένη για πολλές νύχτες σε μια σκηνή και άλλες νύχτες στους δρόμους. Κάποιες χώρες μας υποδέχτηκαν, μερικές όμως όχι. Αναρωτιόμουν και πάλι:

Πώς μπορούν πλούσιες χώρες να μην καλωσορίζουν ανθρώπους που έφυγαν από την πατρίδα τους εξαιτίας του πολέμου; Αναρωτιόμουν πιο πολύ: Πώς φτωχές χώρες άνοιξαν τα χέρια τους και αγκάλιασαν αυτούς τους ανθρώπους; Αναρωτιόμουν ακόμη πιο πολύ: Γιατί μας άφησες να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες; Πατρίδα μου, γιατί;! Ήθελα μόνο να είμαι μακριά από εσένα. Εσύ με ανάγκασες να το κάνω.

Μπορείς να το φανταστείς, πήγα σε άλλες ηπείρους! Αλλά σου ορκίζομαι ότι ήσουν πάντα στην καρδιά μου, στο μυαλό μου. Όταν ξυπνούσα, όταν έβγαινα έξω και πριν να κοιμηθώ. Το όνομά σου αντηχούσε πάντα μέσα μου. Πατρίδα μου, ήξερα ότι ήσουνα επίσης αναγκασμένη να μας αφήσεις να φύγουμε και να είμαστε μακριά από εσένα. Το ήξερα αυτό επειδή ήμουν σίγουρη ότι μας αγάπησες και μας ήθελες μαζί σου.

Έτσι, καθώς ταξίδευα, αποφάσισα να επιμορφώσω τον εαυτό μου καλά, ώστε να σε βοηθήσω να δημιουργήσεις ξανά όσα καταστράφηκαν, να επιστρέψεις στο είναι σου, να σε βοηθήσω να αναπτυχθείς και να είσαι μία από τις καλύτερες χώρες. Διψούσα πολύ, όχι, όχι για το νερό, αλλά για τη γνώση. Ταξίδευσα, λοιπόν, στον κόσμο των βιβλίων, στον κόσμο των γλωσσών, σε σχολεία σε διάφορες χώρες. Ήθελα να γεμίσω τις σελίδες μου με γνώση. Πολλές χώρες, στις οποίες έζησα, με βοήθησαν πολύ για να γίνω το άτομο που είμαι τώρα. Πολλοί θα μπορούσαν να με βοηθήσουν περισσότερο αν έμενα περισσότερο στον τόπο τους, αλλά καμία χώρα δεν θα μπορούσε να με κάνει να σε ξεχάσω. Ναι, πατρίδα μου, ζούσες ακόμα στην καρδιά μου.

Μέχρι που μια μέρα αποφάσισα να επιστρέψω σε εσένα. Πατρίδα μου, θυμάσαι όταν σου τηλεφώνησα από εκείνη τη μακρινή χώρα και σου το είπα; Πόσο μεγάλη ήταν η ευτυχία μας! Ναι, τώρα επέστρεψα σε εσένα!

Ναι, και οι δύο μας αλλάξαμε. Πόσα χρόνια έχουν περάσει; Ήξερα ότι η ψυχή σου και η καρδιά σου ήταν ακόμα δυνατές, αλλά η εξωτερική εμφάνισή σου δεν ήταν. Εγώ και κάθε παιδί που γέννησες, γυρίσαμε πίσω σε εσένα για να σε κάνουμε να ξεχάσεις τα προηγούμενα χρόνια. Υποσχεθήκαμε να σε συγχωρήσαμε για αυτό που προξένησες σε εμάς και σου ζητήσαμε να μας συγχωρήσεις κι εσύ επειδή φερθήκαμε σκληρά όταν σε αφήσαμε μόνη. Πατρίδα μου, άλλαξες πάλι, αλλά αυτήν την φορά προς το καλύτερο! Πατρίδα μου, είσαι τώρα η πιο ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο! Το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα! Πατρίδα μου, πόσα θα έχανα αν δεν επίστρεφα σε εσένα;! Πόσο θα έχανα έαν δεν έβαζα τη σφραγίδα μου πάνω στη γη σου; Πατρίδα μου, σου υπόσχομαι, δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά μόνη σου! Σε αγαπώ πολύ, πατρίδα μου…

Η κόρη σου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ