Παρουσίαση του μυθιστορήματος της Λούλας Μαρμάρα-Γιαννακουλοπούλου, Εκείνον τον Αύγουστο μήνα, από τον συγγραφέα και  φιλόλογο -διδάσκει στα Εκπαιδευτήρια Δούκα-  Μάριο Μιχαηλίδη.  Εκδόσεις Γιάννης Πικραμένος,  Πάτρα 2012.

Η Λούλα Γιαννακουλοπούλου, στους πιο πολλούς από μας είναι γνωστή ως ποιήτρια. Στο ποιητικό της ενεργητικό καταγράφονται κυρίως δημοσιεύσεις ποιημάτων της σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Πάτρας, ενώ έχει εκδώσει τη συλλογή “Εαρινό Μελτέμι” από τις . Από νωρίς, όμως,  έχει ασκηθεί και στην τέχνη του απαιτητικού πεζού λόγου, με δύο θεατρικά έργα, θρησκευτικής πνοής, τα οποία έχουν αναπαρασταθεί από ερασιτεχνικούς θιάσους.

Πολύ πρόσφατα, τον περασμένο Μάρτιο του ενεστώτος έτους, η Λούλα Γιαννακουλοπούλου, εισβάλλει στο χώρο του μυθιστορήματος με το έργο Εκείνο τον Αύγουστο μήνα, από τις εκδόσεις Γιάννης Πικραμένος. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η νέα δουλειά της Γιαννακουλοπούλου, είναι εγχείρημα μαζί και τόλμημα. Εγχείρημα, γιατί με θάρρος επέλεξε να ανιχνεύσει το πολύπλοκο είδος του μυθιστορήματος, στήνοντας έναν πολυεπίπεδο μύθο σε ένα πολύ ενδιαφέροντα σκηνικό καμβά. Τόλμημα, γιατί η Λούλα κινείται στο χώρο της δημιουργίας από την άδολη αγάπη του αληθινού ερασιτέχνη, του ανθρώπου, δηλαδή που “εράται”, που αγαπά την τέχνη, χωρίς υστεροβουλίες και προαπαιτούμενα. Αντίθετα, με όπλο το λογοτεχνικό της ταλέντο και τη συνδρομή της σοφίας, με την οποία την προίκισε η ζωή, καθώς και με μία ελεγχόμενη ευαισθησία, η Λούλα Γιαννακουλοπούλου ψηλαφεί με ευθύνη το πιο απαιτητικό είδος του πεζού λόγου, το μυθιστόρημα.

Στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου, καταρχάς θα σχολιάσω τον τίτλο του και θα αναφερθώ στην έκτυπη μορφή του. Κυρίως θα αναφερθώ στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του αφηγημένου μύθου, ο οποίος, όπως θα δείξω, έχει διττή υπόσταση, και, τέλος θα σχολιάσω τον τρόπο  με τον οποίο η συγγραφέας οργανώνει το αφηγηματικό υλικό.

Πρώτα πρώτα, ο τίτλος του μυθιστορήματος Εκείνον τον Αύγουστο μήνα για την Λούλα Γιαννακουλοπούλου είναι ένας τίτλος συναισθηματικά φορτισμένος με το βάρος μιας μεγάλης απώλειας. Λίγες μέρες πριν τον Αύγουστο, στις 20 Ιουλίου του 2011, ο σύντροφος της ζωής της, ο Αλέκος, ο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος και φίλος εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Στη Λούλα φάνηκε σαν ένα ψέμα, μια αυταπάτη. Όμως, με το φεγγάρι του Αυγούστου άρχισε να συνειδητοποιεί αυτό που της συνέβη. Ήταν το πρώτο φεγγάρι μιας αδυσώπητης μοναξιάς.  Στη σελίδα 7 του μυθιστορήματος παρατίθεται ένα ποίημα γραμμένο από την ίδια: Το αυγουστιάτικο φεγγάρι/ολόγιομο, λαμπερό/σε ανέσυρε στις χρυσαφένιες του πηγές/κι εγώ/ έμεινα μόνη στ’ ακρογιάλι/ν’ αγναντεύω τη μαγεία του/μήπως/και κάπου αντικρίσω/ της μορφής σου το περίγραμμα.

Κάτω από την ημερολογιακή ένδειξη 13/08/2011  υπάρχει μιαν άκρως ανθρώπινη και τρυφερή αφιέρωση: “Στη μνήμη του Αλέκου μου”.

Όμως, πέρα από αυτό το συσχετισμό που έγινε όχι χωρίς τον κίνδυνο μιας κάποιας αυθαιρεσίας, ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι ο Αύγουστος μήνας κατέχει μια διακριτή θέση στο μυθιστόρημα. Τον Αύγουστο συμβαίνουν τα τραγικά γεγονότα, που καταβυθίζουν στη θλίψη και την απελπισία τα κεντρικά πρόσωπα, ενώ τον ίδιο μήνα είναι, που μετά από χρόνια, επιστεγάζεται η ευτυχία τους. Προκρίνω λοιπόν ότι η αναφορά, αν όχι η εμμονή της Γιαννακουλοπούλου στο Αύγουστο κάθε άλλο παρά συμπτωματική είναι.

Το μυθιστόρημα Εκείνον τον Αύγουστο μήνα, καταρχήν, κρίνεται πολύ θετικά για την εκδοτική καλαισθησία του. Αποφεύγω να αναφερθώ σε ειδικότερους τεχνικούς εκτυπωτικούς όρους και χαρακτηριστικά. Σημειώνω, όμως, ότι η εμπράγματη παρουσία τους στην έκδοση αυτή, δημιουργεί στον βιβλιόφιλο το συναίσθημα εκείνο, που τον προκαλεί να πάρει το βιβλίο στα χέρια του και να το περιεργαστεί. Φυσικά, αυτό είναι ένα πρώτο βήμα προσέγγισης, που έχει ως αφορμή την ελκυστική μορφή του βιβλίου.

Όμως, εκείνο που κυριολεκτικά γοητεύει και κατακτά τον αναγνώστη είναι το ίδιο το μυθιστόρημα και τα μέρη που το συγκροτούν. Καταρχήν, ο  ίδιος ο μύθος, δηλαδή η υπόθεση. Πρόκειται για μία πολυεπίπεδη υπόθεση, που ο αναγνώστης την παρακολουθεί μέσα από την οπτική γωνία δύο κεντρικών προσώπων του έργου, της Άννυ και της Μαρίνας.

Η δράση των δύο αυτών προσώπων αναπτύσσεται στον ίδιο περίπου χρόνο, σε διαφορετικούς όμως χώρους. Η δράση και η συμπεριφορά της Μαρίνας παρακολουθεί τη μοίρα που χτυπά την οικογένειά της και ολόκληρη τη Ζάκυνθο με τον καταστροφικό σεισμό του 1953. Όμως, εξαιτίας του δυναμικού χαρακτήρα της, κατορθώνει να υπερβεί τα προβλήματα, να αυτονομηθεί ως άτομο και να χαράξει ένα δρόμο, που θα την καταξιώσει επαγγελματικά -είναι δασκάλα- και θα συντελέσει στη ψυχοσυναισθηματική της ωριμότητα. Επιστέγασμα της πορείας που ακολουθεί η Μαρίνα είναι ο δυνατός έρωτας που θα βιώσει και ο γάμος της με τον Αντρέα, έναν ιδεολόγο γιατρό.

Ο άλλος, παράλληλος προς αυτόν, μύθος, αφορά την καταφυγή μιας νεαρής γυναίκας, της Άννυ, στην Αφρική, σε ένα κόσμο δυσπρόσιτο και για πολλούς λόγους προβληματικό, όπου ελπίζει, ως γιατρός, να βρει ένα νόημα ζωής. Το μυθιστόρημα, έχει ως εναρκτικό κεφάλαιο τα πρώτα βήματα της περιπέτειας της Άννυ στη μαύρη ήπειρο. Όπως η Μαρίνα αρχίζει τη ζωή της μετά από ένα τραγικό συμβάν, το ίδιο συμβαίνει με την Άννυ. Ο έρωτας της με τον Φίλιππο, προκάλεσε, στην εξέλιξή του, μια ανατρεπτική αλλαγή στα συναισθήματά της και στην προσωπική της ζωή. Η αποκάλυψη της διπλής ζωής του Φίλιππου, εκθεμελίωσε από την ψυχή της νεαρής γυναίκας ό, τι πιο αγνό και ωραίο και την εξώθησε σε μια τολμηρή απόφαση. Η Άννυ, απογοητευμένη, επιλέγει να καταφύγει στην Αφρική, όπου, με εφόδιο την ιατρική της ιδιότητα και την μεγάλη πίστη της, αφοσιώνεται στην υπηρεσία «των παιδιών ενός άλλου Θεού», μιας ομάδας εγκαταλειμμένων ιθαγενών. Το πάθος και οι προσωπικές θυσίες στις οποίες υποβάλλεται αγόγγυστα η νεαρή γυναίκα, θυμίζουν την επιστημονική και συνάμα ανθρωπιστική αποστολή του γιατρού-συμβόλου Άλμπερτ Σβάιτσερ.

Μοιραία, οι δύο φίλες χάνουν τα ίχνη η μία της άλλης, ζουν όμως με τη μοναδική έγνοια ότι κάποτε θα συναντηθούν ξανά. Αυτό θα συμβεί μέσα από αληθοφανείς συγκυρίες, πράγμα που πιστώνεται στις ικανότητες της συγγραφέως. Τα πράγματα που σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται λογικώς ασύμπτωτα, με τις επινοήσεις της Γιαννακουλοπούλου αρμολογούνται και συνυφαίνονται σε μια καθ’ όλα εξελισσόμενη υπόθεση. Στο θέμα αυτό θα επανέλθω.

Εκείνο που θέλω να σημειώσω με ιδιαίτερη έμφαση είναι ότι η Λούλα Γιαννακουλοπούλου διαμορφώνει δύο αρχετυπικούς χαρακτήρες, δύο  υποδείγματα ζωής και αξιών, δύο πρόσωπα, που μετά από μια τραυματική εμπειρία, αναζητούν ένα όραμα και αποδύονται σε έναν επίπονο αγώνα προσωπικής καταξίωσης και ηθικής ανάδειξης. Η δράση των δύο αυτών προσώπων τεκμηριώνει την κλασική πλέον άποψη ότι η τέχνη, και εν προκειμένω ο έντεχνος λόγος, πρέπει να προβάλλει πρότυπα βίου και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να παιδαγωγεί. Άλλο ένα από κάθε άποψη ενδιαφέρον κοινό στοιχείο στην ανάδειξη και ολοκλήρωση αυτών των μυθιστορηματικών χαρακτήρων είναι ο έρωτας, που υπάρχει και λειτουργεί ως παράγοντας που αναστυλώνει το ηθικό των δύο νεαρών γυναικών και προσδίδει έντονο ανθρωπιστικό περιεχόμενο στο λειτούργημα που ασκούν, της δασκάλας η μία και της ιατρού η άλλη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Λούλα Γιαννακουλοπούλου μάς υπενθυμίζει τη ρήση του Πλάτωνος (Συμπόσιον) ότι: «Έρως δ’ εστίν καλόν, ώστε αναγκαίον Έρωτα φιλόσοφον είναι». Δηλαδή: ο έρωτας κατατείνει στην ηθική, ώστε είναι επιβεβλημένο -ο έρωτας-  να αναδεικνύεται ως παιδαγωγούσα δύναμη».

Τέλος, αναφέρομαι στον περίτεχνο τρόπο οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού. Τα δεκαέξι συνολικά κεφάλαια που συνθέτουν το μυθιστόρημα, οργανώνονται στη λογική της σπονδυλωτής ανάπτυξης. Αυτό συνεργεί, ώστε το κάθε κεφάλαιο να μοιάζει ότι έχει τη δική του αυτονομία. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι το έργο στηρίζεται σε δύο επιμέρους υποθέσεις, με διαφορετικά πρωταγωνιστικά πρόσωπα, που δρουν σε διαφορετικούς χώρους. Εντέχνως όμως η Γιαννακουλοπούλου αφήνει να αιωρούνται ορισμένες εκκρεμότητες, που αφορούν στην εξέλιξη της μιας και της άλλης δράσης. Γι’ αυτό ο αναγνώστης, καθώς παρασύρεται από τη δυναμική αφήγηση, αποξεχνιέται, για να αισθανθεί κάποια στιγμή την έκπληξη, που προκαλεί η επαναφορά στοιχείων  μύθου και δράσης  από προηγούμενα κεφάλαια και η επανασύνδεση του νήματός τους με καταστάσεις που εξελίσσονται σε υστερότερο χώρο και χρόνο.

Δηλαδή, καθώς υφαίνεται ο καμβάς του έργου, ο αναγνώστης γίνεται συμμέτοχος σε μια υπόθεση, που στήνει με ξεχωριστή μαστοριά και ευαισθησία η Λούλα Γιαννακουλοπούλου. Σ’ αυτό συντελεί και το γεγονός ότι   στην ενδιαφέρουσα πλοκή του έργου, η ανάπτυξη του αφηγημένου μύθου δεν είναι ευθύγραμμη, δηλαδή η ροή των πραγμάτων δεν ακολουθεί τη λογική χρονική ακολουθία.  Στο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας ακολουθεί ως τρόπο ανάπτυξης την τεχνική της αφήγησης που ονομάζεται με τον λατινικό όρο in media res, δηλαδή από τη μέση των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, αρχίζει δηλαδή να αφηγείται αυτά τα οποία συμβαίνουν σε ορισμένα σημεία αιχμής των δύο ξεχωριστών μύθων. Και εκεί που πάει να πιστέψει ο αναγνώστης ότι τα κεφάλαια αυτονομούνται εξαιτίας της αρτιότητας των επιμέρους μύθων, αλλά και των χαρακτήρων, παρεμβαίνει η Γιαννακουλοπούλου και μας  υπενθυμίζει ότι όλα συνέχονται μεταξύ τους. Παρακολουθούμε, λοιπόν, ξεχωριστά τον αγώνα των δύο νεαρών γυναικών να υπερβούν, η καθεμιά από την πλευρά της, αντιξοότητες και στερεότυπα, να ολοκληρωθούν ως χαρακτήρες και να καταξιωθούν ως προσωπικότητες. Στο τέλος οι δύο μύθοι ενώνονται, με τα εκατέρωθεν πρόσωπα να βιώνουν ένα κρεσέντο ευτυχίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ