Ακόμη και για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες στην Ελλάδα οι δυσκολίες δεν τελειώνουν. Πολλοί αντιμετωπίζουν την απειλή της φτώχειας και της έλλειψης στέγης, χωρίς ένα δίκτυ κοινωνικής προστασίας.Η Αμάλ κουρνιάζει σε μια γωνιά της Θεσσαλονίκης. “Αμάλ” είναι η αραβική λέξη για την “ελπίδα”. Ωστόσο η Αμάλ από τη Συρία, στα 62 της χρόνια, δεν τρέφει πλέον πολλές ελπίδες. “Φοβάται την αστυνομία”, λέει ο 30χρονος Πάουλ Έσερ, κοινωνικός λειτουργός από τη Γερμανία, ο οποίος παλαιότερα συνεργαζόταν με τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση ΝΑΟΜΙ στη Θεσσαλονίκη και σήμερα προσπαθεί να βοηθήσει την Αμάλ, σε εθελοντική βάση, από κοινού με την επικεφαλής της ΝΑΟΜΙ Δωροθέα Βακάλη. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η Αμάλ μπορεί να καταρρεύσει από έναν δυνατό θόρυβο, από ανδρικές φωνές ή από την αίσθηση ότι αυτοκίνητα περνούν σε απόσταση αναπνοής. Εκείνες τις στιγμές είναι σαν να επιστρέφει στον πόλεμο που έζησε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, στην πόλη Αλ Χασακά της Συρίας. Εκεί έχασε τον άνδρα της και τους τέσσερις γιους της. Εκεί υπέστη βιασμούς και βασανισμούς από τους στρατιώτες του Ισλαμικού Κράτους. Η ίδια είναι χριστιανή και βαθιά θρησκευόμενη. Από το 2018 έχει αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ελλάδα.

“Δεν γνωρίζει πια πώς έφτασε εδώ…”, λέει ο Νιχάντ Ιμπραχήμ, Παλαιστίνιος που ζει στη Θεσσαλονίκη από τη δεκαετία του ’80 και εργάζεται ως ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής. Όπως ο Πάουλ Έσερ και η Δωροθέα Βακάλη, έτσι κι εκείνος φροντίζει την Αμάλ σε εθελοντική βάση. Όπως εξηγεί, η γυναίκα έχει υποστεί σοβαρά ψυχολογικά τραύματα από όλα όσα έχει βιώσει. Γι αυτό, η καθημερινότητά της είναι δύσκολη: “Έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και κάθε τόσο μεταφέρεται στο παρελθόν, το οποίο έχει απωθήσει. Τότε μπορούσε να καταρρεύσει στον δρόμο, κάποια φορά είχε πέσει θύμα κλοπής σε μία τέτοια περίσταση”. Από τη συμπεριφορά της φαίνεται ότι κατάγεται από πλούσια οικογένεια. Ο Νιχάντ Ιμπραχήμ λέει ότι έχει συναντήσει στη Θεσσαλονίκη γειτόνισσες της Αμάλ, οι οποίες κατάγονται από την ίδια πόλη στη Συρία και από αυτές γνωρίζει ότι η οικογένειά της είχε ιδιαίτερη επιρροή. Η ίδια η Αμάλ ελάχιστα θυμάται από όλα αυτά. Πάνω απ΄όλα χρειάζεται σταθερότητα, ώστε να ξεχάσει τα τραύματά της και να αποκαταστήσει τη μνήμη της. Αλλά αυτό ακριβώς δεν μπορεί να της προσφέρει η Ελλάδα.

Οι δυσκολίες στην αποδοχή της αίτησης ασύλου

Από το 2017 τη φροντίδα της Αμάλ έχει αναλάβει η διεθνής ΜΚΟ Intersos στα πλαίσια του προγράμματος στέγασης ΕΣΤΙΑ. Πρόκειται για ευρωπαϊκό πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτεί την ανεύρεση κατοικίας και την κοινωνική προστασία για τους αιτούντες άσυλο, ενώ τους βοηθά να αποκτήσουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας και στην εκπαίδευση. Αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η δική της, επισημαίνει ο Γιώργος Γιοβανούδης, συντονιστής του παραρτήματος Ελλάδας της Intersos. Όπως λέει, η Αμάλ έχει αλλάξει πέντε σπίτια μέσα σε δύο χρόνια, καθώς κάποιοι ιδιοκτήτες της έκαναν έξωση, σε κάποιες περιπτώσεις δεν λειτούργησε η συμβίωση με άλλους πρόσφυγες, ενώ ορισμένες κατοικίες αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ένα άτομο με ειδικές ανάγκες.

Ο Γιώργος Γιοβανούδης λέει ότι πολλοί αντιμετωπίζουν ψυχικά προβλήματα ή θέματα υγείας. Συνολικά η οργάνωσή του μεριμνά για 1.683 ανθρώπους, εκ των οποίων οι 500 στη Θεσσαλονίκη, όπου όμως είναι διαθέσιμοι μόνο ένας κοινωνικός λειτουργός και ένας ψυχολόγος. Πρόσθετα προβλήματα προκαλεί στην ΜΚΟ και στους προστατευόμενούς της ένας κανονισμός της ελληνικής κυβέρνησης, που προβλέπει ότι όσοι λαμβάνουν άσυλο θα πρέπει να εγκαταλείψουν το πρόγραμμα και την κατοικία που αυτό τους διασφαλίζει. Στα τέλη Ιουλίου τερματίζεται το συμβόλαιο της Αμάλ για το σπίτι της, καθώς και η μηνιαία οικονομική στήριξη των 150 ευρώ που λαμβάνει σήμερα. Κανονικά θα είχε αφήσει το σπίτι από τα τέλη Ιουνίου, αλλά η ΜΚΟ κατάφερε να εξασφαλίσει μία παράταση στο αρμόδιο υπουργείο. Όπως λέει ο Γιώργος Γιοβανούδης, δεν είναι κάτι καινούριο το ότι πρέπει να αποχωρήσουν από το πρόγραμμα όσοι λαμβάνουν άσυλο, αλλά αυτό που έχει αλλάξει τον τελευταίο καιρό είναι η πίεση που ασκείται: “Παλαιότερα προβλεπόταν μία προθεσμία καταγγελίας έξι μηνών για να αποχωρήσουν από το πρόγραμμα, αλλά τώρα αυτή η προθεσμία έχει μειωθεί στον ένα μήνα. Αυτό προκαλεί τρομακτικές δυσκολίες, ιδιαίτερα σε εποχές πανδημίας”. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η οποία συντονίζει το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ, μέχρι τις 22 Ιουνίου είχαν δηλωθεί στο πρόγραμμα 22.586 άνθρωποι, από τους οποίους οι 6.432 είχαν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες. Όλα αυτά σημαίνουν πολλή δουλειά για τον Γιώργο Γιοβανούδη και την Intersos. Προσπαθούν να βοηθήσουν τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, αλλά όπως λέει ο ίδιος, δεν είναι εύκολο γιατί είναι πολλοί αυτοί που έχουν ανάγκη: “Θα έχουμε κύμα εξώσεων. Οι άνθρωποι αυτοί, που χρειάζονται προστασία, δεν έχουν τον απαραίτητο χρόνο για να κατανοήσουν τι συμβαίνει και τι πρέπει να κάνουν…”

Μία υπόθεση πάνω από τις δυνάμεις της Ελλάδας

Η θετική απάντηση στην αίτηση ασύλου μπορεί να προκαλέσει και προβλήματα, ιδιαίτερα για όσους έχουν μεγάλη ανάγκη προστασίας. Θεωρητικά, για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες υπάρχει το πρόγραμμα στέγασης ΗΛΙΟΣ, το οποίο προβλέπει και την παροχή βοήθειας για την εκμάθηση ελληνικών, καθώς και για την ένταξη στην αγορά εργασίας. Ωστόσο είναι τεράστια η ζήτηση, ενώ συνεχώς μειώνεται η διάθεση των ιδιοκτητών να παραχωρήσουν τα σπίτια τους στους πρόσφυγες. Πολλοί κινδυνεύουν πλέον να μείνουν στον δρόμο. Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για ανθρώπους με σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως η Αμάλ. Αλλά τα προβλήματα δεν τελειώνουν εδώ, λέει ο Γιώργος Γιοβανούδης: “Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μένουν μόνες τους ή με ανήλικα παιδιά. Που θα βρουν δουλειά; Κι αν βρουν, θα αφήσουν τα παιδιά μόνα τους; Γιατί τότε θα παραβίαζαν την υποχρέωση επιμέλειας των παιδιών, μόνο και μόνο γιατί θα πήγαιναν να εργαστούν, για να επιβιώσουν”. Γι αυτές τις περιπτώσεις, επισημαίνει ο Γιώργος Γιοβανούδης, θα πρέπει να υπάρξει ένα δίκτυ προστασίας, το οποίο όμως δεν προβλέπεται στο ελληνικό νομικό πλαίσιο.

Η Βιβή Πασχαλίδου, δικηγόρος στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (GRC) επισημαίνει ότι οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες έχουν σχεδόν τα ίδια δικαιώματα με τους Έλληνες πολίτες, αλλά μόνον θεωρητικά. Και αυτό γιατί, όπως επισημαίνει, το ελληνικό κράτος έχει αμελήσει να οργανώσει εγκαίρως προγράμματα ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα προγράμματα για την εκμάθηση ελληνικών και χωρίς γνώση της ελληνικής γλώσσας είναι σχεδόν αδύνατο γι αυτούς τους ανθρώπους να βρουν κατοικία ή δουλειά: “Υπάρχει μία οικονομική υποστήριξη, είναι η ίδια που προβλέπεται και για τους Έλληνες πολίτες, αλλά είναι μάλλον συμβολική και δεν λύνει το πρόβλημα στη ρίζα του. Δεν βοηθάει ουσιαστικά έναν οικογενειάρχη με τρία και τέσσερα παιδιά. Δεν φτάνει ούτε για τα βασικά αγαθά, δεν φτάνει ούτε για τους Έλληνες”.

Εδώ η πραγματικότητα συγκρούεται με την εθνική νομοθεσία, αλλά και με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Κάθε τόσο εκφράζεται κριτική για την προσφυγική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση της Αθήνας. Ωστόσο οι Βρυξέλλες αποφεύγουν, δημοσίως τουλάχιστον, να απευθύνουν νουθεσίες. “Η Ελλάδα κινείται ανάλογα με τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Πρόσφατα ο Έλληνας υπουργός Μετανάστευσης πήρε συγχαρητήρια από τις Βρυξέλλες για την καλή δουλειά που κάνει το ελληνικό κράτος”, λέει η δικηγόρος Βιβή Πασχαλίδου, επικρίνοντας την Μονίκ Παριάτ, γενική διευθύντρια Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Κομισιόν.

Στην Ελλάδα συνήθως η οικογένεια αναπληρώνει την έλλειψη κοινωνικής προστασίας. Μόνο που οι πρόσφυγες δεν διαθέτουν παρόμοια στήριξη. Για την Αμάλ η μόνη στήριξη προέρχεται από τους τρεις εθελοντές που τη φροντίζουν. Τα φάρμακά της πληρώνονται από τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση ΝΑΟΜΙ. Γιατί η Ελλάδα δεν έχει εξασφαλίσει ιατρική περίθαλψη για τους πρόσφυγες, παρά τα 2,57 δισεκατομμύρια ευρώ που έχει εκταμιεύσει η ΕΕ από το 2015; Αυτό που θα επιθυμούσαν οι τρεις άνθρωποι που βοηθούν την Αμάλ, είναι να έρθει αυτή η γυναίκα στη Γερμανία, που διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές. Να βρει την ηρεμία της και να πενθήσει τον άνδρα της και τους τέσσερις γιους της.

Φλόριαν Σμιτς

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ