Μία εκδήλωση με αφορμή τα 80 χρόνια από την εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα θέτει εκ νέου πτυχές των ελληνογερμανικών σχέσεων και προοπτικές συμφιλίωσης στο δημόσιο διάλογο.Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σφράγισε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, διαμορφώνοντας παγκοσμίως συλλογικές ταυτότητες και ιδεολογίες. Πολλά από τα ερωτήματα, τα οποία προέκυψαν σχετικά με τη διαχείριση της μνήμης και τον όρο «Συμφιλίωση», θέτουν εδώ και δεκαετίες επιστήμονες, πολιτικοί, οργανώσεις και ΜΜΕ. Με αφορμή την συμπλήρωση 80 χρόνων από την εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα και τοψήφισμα των Πρασίνων στην γερμανική Βουλή για το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις, διοργανώθηκαν εκδηλώσεις μνήμης επαναφέροντας στον δημόσιο διάλογο προβληματικές πτυχές των ελληνογερμανικών σχέσεων.

Η πολιτική των Πρασίνων και η πρωτοβουλία τους με το ψήφισμα φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα. Για τον Κωνσταντίνο Κοσμά, πολιτικό των Πρασίνων στο Βερολίνο, η στάση του κόμματος έχει ως εφαλτήριο την ευρύτερη πολιτική «κριτικής» των Πρασίνων απέναντι στο γερμανικό παρελθόν: «Ας μην ξεχνάμε από που ξεκίνησαν οι Πράσινοι. Ξεκίνησαν από την γενιά του ’68, από την γενιά της εναλλακτικής Αριστεράς, η οποία αναμετρήθηκε πρώτη με τις δυσάρεστες πλευρές του γερμανικού παρελθόντος και τα εγκλήματα». Κάτι που όπως επισημαίνει, συνδυάζεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κόμματος, καθώς «αν ψάχνεις τον διάλογο και δέχεσαι και κάποιες δεσμεύσεις από την πλευρά της Γερμανίας δείχνεις σεβασμό σε έναν ευρωπαίο εταίρο», δήλωσε ο Κ. Κοσμάς σε συνέντευξή του στην DW.

Στις 14 Απριλίου η Εταιρεία Μελετών Νοτιοανατολικής Ευρώπης διοργάνωσε συζήτηση με αφορμή τα 80 χρόνια από την εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα ανάμεσα σε εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας, της πολιτικής και της κοινωνίας των πολιτών. Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ με μία ιστορική αναδρομή στο θέμα, έδωσε έμφαση σε προβληματικές πτυχές των ελληνογερμανικών σχέσεων και της γερμανικής πολιτικής – από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι σήμερα. Στο διαδικτυακό πάνελ στη συνέχεια, υπό τον συντονισμό του Γενς Μπάστιαν, συζήτησαν η Χίλντε Σραμ από την πρωτοβουλία Respekt für Griechenland, ο βουλευτής των Πρασίνων Μάνουελ Σάραζιν και ο υπ. διδάκτορας Μπάμπης Καρπουχτσής.

Υψηλόβαθμοι καλεσμένοι «με άδεια χέρα»

Στην εισαγωγική ομιλία του ο Χάγκεν Φλάισερ αναφέρθηκε και στην γερμανική απόρριψη των αποζημιώσεων το 2019, τονίζοντας πως ακόμη και για πολλούς από εκείνους που κατέβασαν το αίτημα «ήταν ξεκάθαρο πως η γερμανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να εγκρίνει κάτι τέτοιο, φοβούμενη ένα „τσουνάμι“ μελλοντικών αιτημάτων για αποζημιώσεις» και εκ μέρους άλλων χωρών. Παράλληλα υπογράμμισε την σημασία της επίσκεψης τουΓιόαχιμ Γκάουκ στην Ελλάδα, με την οποία έσπασε μία σιωπή δεκαετιών, ζητώντας δημόσια συγνώμη – αφενός αναγνωρίζοντας την γερμανική ενοχή για τα εγκλήματα των Γερμανών στην Ελλάδα και αφετέρου την αποσιώπησή της μέχρι τότε εκ μέρους της Γερμανίας.

Αναφερόμενη στον συμβολισμό πράξεων, όπως εκείνη του τέως γερμανού Προέδρου, η Χίλντε Σραμ τόνισε ωστόσο πως, παρά το γεγονός πως αυτή συχνά «εκθειάζεται» από γερμανικής πλευράς, οι αντιδράσεις των Ελλήνων, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ίδιας της επίσκεψης του Γ. Γκάουκ στην Ελλάδα και στα μαρτυρικά χωριά, αναδεικνύουν προβλήματα στη διαδικασία της συμφιλίωσης ανάμεσα στις δύο χώρες. «Μερικές από τις αντιδράσεις φαντάζουν στα μάτια μας παράλογες ή τουλάχιστον είναι „ενοχλητικές“, όμως η απόρριψη που κρύβεται πίσω από την ένσταση „μεγάλα λόγια με άδεια χέρια“ θα έπρεπε εμάς τους Γερμανούς να μας βάλει σε σκέψεις. (…) Με ενοχλεί το γεγονός ότι σε αυτές τις αντιδράσεις η γερμανική πλευρά δεν έδωσε καθόλου σημασία».

Επαναπροσδιορίζοντας τους όρους της «Συμφιλίωσης»

Ο Μάνουελ Σάραζιν, πολιτικός των Πρασίνων και εκπρόσωπος για την Πολιτική έναντι της Ανατολικής Ευρώπης, εκπροσωπώντας μία «νέα γενιά» γερμανών πολιτικών αναφέρθηκε στη σημασία μίας βαθύτερης κατανόησης της ελληνικής και της γερμανική ιστορίας, με στόχο να θεμελιωθεί ένας βιώσιμος διάλογος: «οι κλασικές μέθοδοι της “Συμφιλίωσης”, τα κλασικά τελετουργικά, τα κλασικά συναισθήματα, τα οποία ο συνηθισμένος γερμανός πολιτικός συνδυάζει με τα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών (…) δεν λειτουργούν στην Ελλάδα». Κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, «οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας, στο ότι δεν υπήρχε μόνο μία πλευρά ή ένας νικητής, ο οποίος θα αναλάμβανε να δώσει σάρκα και οστά στην Συμφιλίωση. Αλλά αυτό είναι κάτι που οφείλεται και στους ίδιους τους Γερμανούς». Αναφερόμενος μάλιστα στην “ιεαραρχία” των ελληνογερμανικών σχέσεων, επεσήμανε πως «οι ελληνογερμανικές σχέσεις ήταν πάντα σχέσεις ανάμεσα σε „μικρό“ και „μεγάλο“, ανάμεσα σε έναν „δυνατό“ και έναν „αδύναμο“, μία „εξαρτημένη χώρα της περιφέρειας“ και μία „υπερδύναμη“ – από την οποία η Ελλάδα ήταν εξαρτημένη».

Επισημαίνοντας την ανάγκη για έναν επαναπροσδιορισμό της ελληνογερμανικής συμφιλίωσης ο Μπάμπης Καρπουχτσής, υπ. διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, τόνισε πως «υπάρχει πάντα μία διαμάχη ανάμεσα στην υλική υπόσταση, δηλαδή τα χρήματα ή τις αποζημιώσεις και τον συμβολισμό»: Αν επιλέξει κανείς το ένα δίχως το άλλο, τότε μπορεί να είναι „λόγια κενά“, ενώ αν αυτό γίνει δίχως έναν συμβολισμό, τότε η αποζημίωση κινδυνεύει να μετατραπεί αμέσως σε „ματωμένα χρήματα“. «Η συμφιλίωση είναι μία διαδικασία», είπε, κατά την οποία δεν είναι σε θέση ο “θύτης” να αποφασίσει πότε αυτή έχει επέλθει, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως οι ελληνογερμανικές σχέσεις βρίσκονται πλέον σε ένα καλό επίπεδο ώστε να γίνει ένας ανοιχτός διάλογος, στον οποίο όμως «θα πρέπει να πάρουν μέρος και οι δύο πλευρές».

Η εκδήλωση στη γερμανική γλώσσα είναι διαθέσιμη για προβολή στο διαδίκτυιο. Επιπλέον μπορείτε να δείτε την εκπομπή της DW Greek με συνέντευξη της Χίλντε Σραμ για το κατοχικό δάνειο στο YouTube της ελληνικής σύνταξης.

Χρύσα Βαχτσεβάνου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ