Διχάζουν οι αμερικανικές επιδοτήσεις για την αυτοκινητοβιομηχανία. Λύσεις αναζητεί σήμερα το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας (TTC) μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ.Για τρίτη φορά από την ίδρυσή του, το 2021, συγκαλείται σήμερα στην Ουάσιγκτον σε ανώτερο επίπεδο το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας (TTC) μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Στις διαβουλεύσεις συμμετέχουν ο Επίτροπος Οικονομίας και Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις, η Επίτροπος για τον Ανταγωνισμό και την Ψηφιακή Οικονομία Μαργκρέτε Βεστάγκερ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν και η υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο. Επί τέσσερις ώρες οι δύο αντιπροσωπείες καλούνται να εξετάσουν μία σειρά από φλέγοντα ζητήματα, με πιο σημαντικό τον νέο αμερικανικό νόμο «περί μείωσης του πληθωρισμού» (IRA), ο οποίος τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου και έχει ήδη προκαλέσει αναστάτωση στην Ευρώπη.

Αμερικανικές επιδοτήσεις για αμερικανικά οχήματα

Η νέα νομοθεσία καθιερώνει φοροαπαλλαγές ύφους έως και 7.500 δολαρίων για την αγορά ηλεκτρικού αυτοκινήτου στις ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι τα βασικά μέρη του οχήματος (όπως η μπαταρία) είναι αμερικανικής κατασκευής και η συναρμολόγηση έχει γίνει επίσης εντός συνόρων. Είναι προφανές ότι με τον νόμο αυτό η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να ενισχύσει την παραγωγή «οικολογικών» οχημάτων και την εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία, μειώνοντας παράλληλα την εξάρτηση των ΗΠΑ από πρώτες ύλες και προμηθευτές στην Κίνα. Συνολικά στα επόμενα δέκα χρόνια προβλέπονται επενδύσεις 370 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην «πράσινη οικονομία».

Ήδη την προηγούμενη εβδομάδα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, κατά την επίσημη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, έκανε λόγο για μία «εξαιρετικά επιθετική» πολιτική επιδοτήσεων των ΗΠΑ, η οποία, όπως προειδοποίησε, μπορεί να επιφέρει πλήγμα στις διατλαντικές σχέσεις. Τόσο ο ίδιος ο Μακρόν, όσο και κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ, βλέπουν κίνδυνο αντιπαράθεσης ή ακόμη και εμπορικού πολέμου, σε περίπτωση που δεν προβλέπονται παρεμφερή κίνητρα φοροαπαλλαγών για οχήματα που δεν έχουν κατασκευαστεί εξ´ολοκλήρου στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Επίτροπο Ντομπρόφσκις «ο νόμος IRA περιέχει πολλά στοιχεία που συνιστούν διάκριση εις βάρος ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που εξάγουν στις ΗΠΑ και δυσχεραίνουν τον δίκαιο ανταγωνισμό με τα αμερικανικά προϊόντα στις τρίτες χώρες. Αναμένουμε ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα τύχουν της ίδιας μεταχείρισης, όπως οι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι εξαγωγές τους προς την Ευρώπη».

Έντονη κριτική για τη νέα αμερικανική νομοθεσία εκφράζει στη γερμανική οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt και ο Όλιβερ Τσίπσε, επικεφαλής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας BMW, η οποία παράγει οχήματα για την αμερικανική αγορά στο εργοστάσιό της στη Βόρεια Καρολίνα. «Δεν μπορούμε να κατασκευάζουμε ηλεκτρικά αυτοκίνητα χρησιμοποιώντας αποκλειστικά αμερικανικά υλικά και αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Τσίπσε.

«Δεν θα ζητήσω συγγνώμη», λέει ο Μπάιντεν

Τί λέει όμως η αμερικανική πλευρά για όλα αυτά; Απαντώντας στην κριτική Μακρόν την περασμένη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε ξεκάθαρα ότι «οι ΗΠΑ δεν θα ζητήσουν συγγνώμη και εγώ δεν θα ζητήσω συγγνώμη», αλλά την ίδια στιγμή ανέφερε ότι η νέα νομοθεσία περί επιδοτήσεων ίσως περιέχει «ορισμένα λάθη», τα οποία θα μπορούσαν να διορθωθούν, έτσι ώστε «να διευκολύνεται και η συμμετοχή των ευρωπαϊκών χωρών».

Αντιθέτως, ο επίσης «Δημοκρατικός» Ρον Γουάιντεν, επικεφαλής της Επιτροπής Δημοσιονομικών Υποθέσεων στη Γερουσία, δεν έδειξε ιδιαίτερη διάθεση συνδιαλλαγής. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά «το Κογκρέσο έχει εγκρίνει τη νομοθεσία αυτή, για να δώσει ώθηση στην αμερικανική βιομηχανία, να δημιουργηθούν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας και παράλληλα να καταπολεμηθεί η κλιματική αλλαγή. Δεν έχω καμία πρόθεση να την αλλάξω».

Αυτό που ζητούν οι εκπρόσωποι της ΕΕ είναι να δοθούν σε ευρωπαίους κατασκευαστές οι ίδιες «εξαιρέσεις», που προβλέπονται για προμηθευτές από τον Καναδά, το Μεξικό, την Ιαπωνία ή τη Νότια Κορέα. Ως «προνομιακοί εμπορικοί εταίροι» των ΗΠΑ οι χώρες αυτές εξαιρούνται από ορισμένες διατάξεις του νέου νόμου. Από την πλευρά της η Γαλλία έχει προτείνει επανειλλημμένα έναν «ευρωπαϊκό επενδυτικό νόμο» που θα προβλέπει επιδοτήσεις για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά προσκρούει μέχρι στιγμής στην αντίδραση της Γερμανίας, της Ολλανδίας και άλλων χωρών. Πάντως ο Γερμανός ευρωβουλευτής Μπερντ Λάνγκε, πρόεδρος της Επιτροπής Εμπορίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καλεί την ΕΕ να επιμείνει. «Οι ΗΠΑ δεν είναι αφελείς και επιβάλλουν με ωμότητα τα συμφεροντά τους», γράφει ο ίδιος στην ιστοσελίδα του.

Θα κινηθεί νομικά η ΕΕ;

Η ΕΕ θα μπορούσε να προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ, WTO) εναντίον των ΗΠΑ. Πρόκειται για μία μακροχρόνια, αλλά όχι ασυνήθιστη διαδικασία. Πολλές είναι άλλωστε οι εκκρεμότητες στις οποίες καλείται ή εκλήθη στο παρελθόν να δώσει λύσει το διαιτητικό όργανο του ΠΟΕ, με πιο γνωστή τη διαμάχη ΕΕ-ΗΠΑ για τις επιδοτήσεις προς την αμερικανική αεροναυπηγική βιομηχανία Boeing.

Η ευρωπαϊκή πλευρά θεωρεί ότι το ζήτημα δεν πρόκειται να επιλυθεί γρήγορα. Μία πρώτη επιτυχία θα ήταν πάντως η συμφωνία για προσωρινή αναστολή ορισμένων διατάξεων της νομοθεσίας IRA και για μία «μεταβατική περίοδο», η οποία θα δίνει χρόνο για διαπραγματεύσεις. «Στη σημερινή γεωπολιτική συγκυρία και με δεδομένους τους κλιματικούς στόχους που έχουμε συμφωνήσει, θα έπρεπε να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στο να οικοδομήσουμε συμμαχίες σε σημαντικούς τομείς- όπως οι μπαταρίες, οι ανανεώσιμες πηγές, η ανακύκλωση- και όχι να επιζητούμε αντιπαραθέσεις ή περιορισμούς στην πολιτική εμπορίου», τόνισε πρόσφατα ο Επίτροπος Ντομπρόφσκις, κατά τη συνάντησή του με εκπροσώπους του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού κόσμου ενόψει TTC.

Μπερντ Ρίγκερτ

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ