Ρατσιστικά εκτιμάται ότι ήταν τα κίνητρα του δολοφόνου στο Χάναου της Γερμανίας. Πόσο απειλητικός γίνεται ο κίνδυνος της ακροδεξιάς τρομοκρατίας, λίγα μόλις χρόνια μετά την εξάρθρωση της οργάνωσης NSU;Ο δράστης εισέβαλε σε δύο μπαρ με ναργιλέδες, πυροβολώντας αδιακρίτως – σκότωσε εννέα από τους θαμώνες και τραυμάτισε τουλάχιστον άλλους τέσσερις. Στη συνέχεια, όπως όλα δείχνουν, σκότωσε την ίδια του τη μητέρα και μετά αυτοκτόνησε. Σε βίντεο που είχε μαγνητοσκοπήσει προηγουμένως ο Τομπίας Σ. ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση, δικαιολογώντας την με ένα παραλήρημα μίσους και θεωριών συνομωσίας. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης της Έσσης, Πέτερ Μπόιτ, ο δράστης δεν είχε απασχολήσει παλαιότερα τις αρχές. Ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας, ο οποίος πάντοτε αναλαμβάνει την έρευνα για αδικήματα που φαίνεται πως έχουν τρομοκρατικά κίνητρα, καλείται να διερευνήσει αν ο Τομπίας Σ. σχεδίαζε την πράξη του επί μακρόν και αν διατηρούσε επαφές με άλλους ακροδεξιούς.

Το σίγουρο είναι ότι θεωρείται αυξημένος ο κίνδυνος για τρομοκρατικές επιθέσεις ακροδεξιών. Η Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (BKA) εκτιμά ότι στον συγκεκριμένο χώρο υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον 60 άτομα που θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνα και διατεθειμένα να προχωρήσουν σε ένοπλες επιθέσεις. Ο αριθμός αυτός είναι πενταπλάσιος σε σχέση με το 2012. Οι υπηρεσίες για την προστασία του Συντάγματος (Verfassungsschutz) εκτιμούν ότι συνολικά, σε όλη τη χώρα, περίπου 12.700 ακροδεξιοί παρουσιάζουν ροπή προς τη βία. Συνήθως επικοινωνούν μέσω διαδικτύου και όλα δείχνουν ότι αυτή η δυνατότητα επικοινωνίας εντείνει την επιθετικότητά τους. Αυτό ισχύει και για τον 27χρονο Στέφαν Μπ., ο οποίος τον Οκτώβριο του 2019 είχε σκοτώσει δύο ανθρώπους σε συναγωγή της ανατολικογερμανικής πόλης Χάλε.

Το εμπόδιο της ανωνυμίας

Με την καταπολέμηση του πολιτικού και θρησκευτικού εξτρεμισμού ασχολείται και ο εισαγγελέας Κρίστοφ Χάμπεκερ, επικεφαλής της διεύθυνσης για την αντιμετώπιση του κυβερνοεγκλήματος στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Μιλώντας στην DW, ο Χάμπεκερ αναφέρει, ότι από τον Φεβρουάριο του 2018 έχουν υποπέσει στην αντίληψή του 1.000 καταγγελίες, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν τον χώρο της Ακροδεξιάς. Στο ήμισυ των περιπτώσεων ακολούθησε προανακριτική έρευνα. Το πρόβλημα είναι, επισημαίνει ο Χάμπεκερ, ότι πολύ δύσκολα «σπάει η ανωνυμία». Μόλις την περασμένη εβδομάδα και μετά από συντονισμένες έρευνες σε έξι γερμανικά κρατίδια, η αστυνομία συνέλαβε τέσσερις υπόπτους για ακροδεξιά τρομοκρατική δράση, καθώς και οκτώ υποστηρικτές τους. Όλοι τους προφυλακίστηκαν. Η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία στην Καρλσρούη τους κατηγορεί ότι προετοίμαζαν «εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις» και δολοφονικές επιθέσεις με στόχο πολιτικά πρόσωπα, μουσουλμάνους και αλλοδαπούς που έχουν αιτηθεί πολιτικό άσυλο – επιθέσεις, οι οποίες πάντως δεν είχαν γίνει ακόμη «πιο συγκεκριμένες». Εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς, ότι η αστυνομία, οι υπηρεσίες για την προστασία του Συντάγματος και η εισαγγελία κατάφεραν, σε συντονισμό μεταξύ τους, να εξουδετερώσουν μία ομάδα τρομοκρατών αποφασισμένη για όλα. Στην πραγματικότητα το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς δεν είναι αυτό που έγινε, αλλά αυτό που περιμένει τους εισαγγελείς από δω και πέρα, δηλαδή η συλλογή επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία θα μπορούν να στηρίξουν το κατηγορητήριο.

Η δυσκολία του εγχειρήματος αποδεικνύεται και από την περίπτωση του στρατιωτικού Φράνκο Α. ο οποίος, το 2017, συνελήφθη και παρέμεινε προφυλακισμένος επί επτά μήνες, κατηγορούμενος για «δραστηριότητες που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας» και μάλιστα, πιο συγκεκριμένα, για προετοιμασία δολοφονικών επιθέσεων με στόχο γνωστούς πολιτικούς, όπως ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας και η αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής Κλαούντια Ροτ. Ωστόσο, παρότι αποδεδειγμένα ο κατηγορούμενος είχε προμηθευθεί όπλα και πυρομαχικά, το Εφετείο της Φρανκφούρτης απέρριψε την ποινική δίωξη, με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν επαρκείς «αποχρώσες ενδείξεις» εις βάρος του Φράνκο Α., έστω και αν ο κατηγορούμενος διέθετε μία αντίληψη «εθνικιστική και αντισημιτική». Η εισαγγελία προσέφυγε κατά της απόφασης στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) και δικαιώθηκε, κάτι που σημαίνει ότι ο υπολοχαγός θα πρέπει τελικά να λογοδοτήσει στο δικαστήριο της Φρανκφούρτης.

Πιο αυστηρές ποινές για “εγκλήματα μίσους”;

Σε μία άλλη εξέλιξη, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει πολύ αυστηρότερες ποινές στα «εγκλήματα μίσους» στο διαδίκτυο. Την Τετάρτη το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε κατ΄αρχήν σχετικό νομοσχέδιο, το οποίο αναμένεται να περάσει σύντομα από την Ομοδπονδιακή Βουλή. Με βάση τη νέα νομοθεσία θα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως τριών ετών όποιος εκτοξεύει, στο διαδίκτυο, απειλές για δολοφονία ή για βιασμό. Σήμερα η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση έως ενός έτους. Σε περίπτωση που ο στόχος της επίθεσης είναι πολιτικό πρόσωπο η ποινή αυξάνεται στα πέντε έτη. Επιπλέον, οι πολιτικοί στη Γερμανία ζητούν από το Facebook και άλλες μεγάλες εταιρίες του διαδικτύου να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για κρούσματα νεοναζιστικής προπαγάνδας ή υποκίνησης σε φυλετικό μίσος. Αποδέκτης των καταγγελιών θα είναι η Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (BKA).

Ως ένδειξη αποφασιστικότητας εκλαμβάνεται και η απαγόρευση, τον περασμένο Ιανουάριο, της ακροδεξιάς οργάνωσης Combat 18 από το ομοσπονδιακό υπουργείο Εσωτερικών. Ωστόσο, παραμένει αμφίβολο εάν όλα αυτά τα μέτρα μπορούν να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά την ακροδεξιά βία. Κάποιοι ήλπιζαν ότι τα χειρότερα πέρασαν για τη Γερμανία μετά την εξάρθρωση, το 2011, της ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης NSU που είχε δολοφονήσει εννέα μετανάστες- μεταξύ αυτών έναν Έλληνα-, καθώς και μία Γερμανίδα αστυνομικό. Ωστόσο, ακολούθησε ένα κύμα βίαιων και ρατσιστικών επιθέσεων μετά τις μαζικές αφίξεις προσφύγων το καλοκαίρι του 2015. Το 2018 η Μπεάτε Τσέπε, βασική κατηγορούμενη στην υπόθεση NSU, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Φαίνεται ότι ακόμη και αυτή η απόφαση δεν αρκεί για να αποτρέψει τους επίδοξους μιμητές.

Μαρσέλ Φίρστεναου

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ