Ο μεταρρυθμιστικός ζήλος του γάλλου προέδρου απέφερε αποτελέσματα τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης. Φέτος, παρά την καλή συγκυρία, η οικονομία έχασε σε βηματισμό κι αυτό θέτει την κυβέρνηση υπό πίεση.Επειδή από τότε που εξελέγη όλα κυλούσαν θετικά για τον γάλλο πρόεδρο, τα ΜΜΕ του έδωσαν το προσωνύμιο «Manu, la chance», δηλαδή «Μανού, ο τυχερός». Ακόμη και η οικονομία κινήθηκε με πιο γοργό ρυθμό τη χρονιά της εκλογής του. Το ποσοστό του 2,7% που σημείωσε ήταν το καλύτερο των τελευταίων 10 χρόνων και ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα ενός νέου γαλλικού άνεμου που επιδίωξε να δημιουργήσει. Όλα όμως τα καλά φαίνεται ότι τελειώνουν κάποια μέρα. Ο ρυθμός ανάπτυξης της δεύτερης σε μέγεθος οικονομίας της ευρωζώνης παρουσίασε φέτος κάμψη.

Πρόεδρος των πλουσίων ο Μακρόν;

Προχθές η Γαλλική Υπηρεσία Στατιστικής Insee επιβεβαίωσε ότι κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα η γαλλική οικονομία κινήθηκε στο οριακό 0,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Το λιλιπούτειο ποσοστό σημαίνει λιγότερα φορολογικά έσοδα από τα προσδοκώμενα και φέρνει τον πρώην υπουργό Οικονομίας Μακρόν σε δύσκολη θέση. Θα του είναι ακόμη πιο δύσκολο να επεξεργαστεί το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, με το οποίο θέλει να κάνει τη χώρα του και πάλι ανταγωνιστική και παράλληλα να βελτιώσει το δημοσιονομικό της αποτύπωμα. Αρχές της εβδομάδας ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ παραδέχθηκε ότι το δημόσιο έλλειμμα δεν θα υποχωρήσει στο 2,3% του ΑΕΠ, αλλά θα βρεθεί στο 2,6%. Το ζήτημα είναι σημαντικό, επειδή ο Μακρόν έθεσε την εξυγίανση των δημοσιονομικών ως βασικό σημείο του προγράμματός του για να κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη του Βερολίνου.

Η κυβέρνηση των Παρισίων εξήγγειλε την περασμένη εβδομάδα ότι του χρόνου προτίθεται να αυξήσει τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές αλλά λιγότερο από την αύξηση των τιμών, κάτι που έδωσε τροφή στους επικριτές από το αριστερό στρατόπεδο να αποκαλέσουν τον Μακρόν «πρόεδρο των πλουσίων». Στη συνέχεια ο Λεμέρ έσπευσε να δηλώσει ότι θα αναβληθεί κατά 9 μήνες η μείωση των εισφορών των επιχειρηματιών. Ο επικεφαλής του συνδέσμου εργοδοτών Medef απάντησε ότι πρόκειται για ένα «πολύ κακό μήνυμα». Αρχές του χρόνου η κυβέρνηση υπολόγισε ποσοστό ανάπτυξης γύρω στο 2%, ενώ στο μεταξύ η Στατιστική Υπηρεσία περιμένει 1.7%. Εάν επαληθευθούν οι αριθμοί η θέση της Γαλλίας στην ευρωζώνη θα είναι προς το τέλος. Κι αυτό παρά τον μεταρρυθμιστικό ζήλο του γάλλου προέδρου.

Σε μεταρρυθμιστική ρότα

Όταν ανέλαβε το αξίωμά του χαλάρωσε την εργατική νομοθεσία και δρομολόγησε μέσω φορολογικών μεταρρυθμίσεων ελαφρύνσεις επενδυτών και επιχειρήσεων ύψους πολλών δις. Αλλά η κατάσταση δεν είναι και τόσο ζοφερή. Οι επιχειρηματίες αύξησαν τις επενδύσεις τους, το επιχειρηματικό κλίμα είναι καλό. Το καταναλωτικό κλίμα ωστόσο δεν ήταν πέρυσι θετικό. Ακόμη κι αν η ανεργία παρουσίασε στασιμότητα, παρέμεινε στο 9%. Το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της γαλλικής οικονομίας. «Ας θυμηθούμε το γερμανικό παράδειγμα με τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, χρειάστηκε χρόνος για να επιδράσουν τα μέτρα της» σημειώνει ο Φρανκ Μπάαζνερ, διευθυντής του Γερμανογαλλικού Ινστιτούτου στο Λούντβιχσμπουργκ, ο οποίος προβλέπει πιο δύσκολες εποχές για τον Μακρόν μετά την παραίτηση του λαοφιλούς υπουργού Περιβάλλοντος Νικολά Υλό. Η γαλλική κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι επιθυμεί να μείνει σε μεταρρυθμιστική πορεία και ελπίζει ότι τα μέτρα που έχει σχεδιάσει, πχ. η μείωση των κοινωνικών εισφορών για εργαζόμενους, να μετριάσουν τα παράπονα για τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων.

Ο υπουργός Οικονομικών Λεμέρ από την πλευρά του υπερασπίζεται την πολιτική βελτίωσης της κατάστασης των επιχειρήσεων και θέλει να στηρίξει την εργασία. Προχθές ο γερμανός ομόλογός του Όλαφ Σολτς επισκεπτόμενος το θερινό πανεπιστήμιο του Medef κοντά στο Παρίσι, τόνισε την ανάγκη χρόνου για την επαναφορά της γαλλικής οικονομίας σε ανταγωνιστική ρότα. Ωστόσο ο Ματιέ Πλάν από το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών διαπιστώνει ανισορροπία ανάμεσα στις ελαφρύνσεις των επιχειρηματιών και της πολιτικής στον τομέα της ζήτησης, παίρνοντας ως παράδειγμα την εξέλιξη των συντάξεων. Υποστηρίζει ότι λόγω των αρνητικών επιπτώσεων που θα υποστεί το εισόδημα των νοικοκυριών, υπάρχει κίνδυνος να πνιγεί η ανάπτυξη.

Ζεμπάστιαν Κουνιχκάιτ, dpa/ Ειρήνη Αναστασοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ