Μεγάλο το ενδιαφέρον για συμμετοχή ελληνικών ταινιών σε κινηματογραφικά φεστιβάλ αλλά ελάχιστο για τη διανομή τους στο εξωτερικό. Ο ρόλος των ελλήνων παραγωγών αρχίζει να αλλάζει.Απόψε ολοκληρώνεται το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου με την απονομή των βραβείων. Οι σινεφίλ είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν γύρω στις 400 ταινίες του επίσημου προγράμματος. Σε περίπτωση που κάποιος είχε πρόσβαση στο εμπορικό τμήμα της Berlinale, στο European Film Market, τότε μπορούσε να παρακολουθήσει αναρίθμητες προβολές. Μετά τις Κάννες, το Βερολίνο είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα αγορά ταινιών στην Ευρώπη.

Η σημασία των μεγάλων φεστιβάλ

Ανέκαθεν συμμετέχει στο European Film Market το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ). Το περίπτερο του επισκέπτονται τόσο ξένοι διανομείς και παραγωγοί ταινιών όσο και εκπρόσωποι κινηματογραφικών φεστιβάλ που ενδιαφέρονται για ελληνικές ταινίες. Οι τελευταίοι είναι τελικά αυτοί με τους οποίους οι συνομιλίες οδηγούν άμεσα σε αποτελέσματα. Σε ό,τι αφορά όμως τους ξένους διακινητές – δύσκολα μπορεί να πει κανείς προς το παρόν αν τελικά θα αγοράσουν κάποια ταινία. Πάντως, όπως επισημαίνει η υπεύθυνη του τμήματος προώθησης ελληνικών ταινιών του ΕΚΚ Ιλιάνα Ζακοπούλου, «η συμμετοχή της Ελλάδας ετησίως σε διεθνή φεστιβάλ ξεπερνά τον αριθμό των 140. Συν τα διάφορα πολιτιστικά που γίνονται, όπως Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Αυστραλία, Παρίσι, Μόναχο, το Filmbox στο Βερολίνο και πάρα πολλά άλλα που είναι γύρω στα 100.»

Σε καμία περίπτωση οι συμμετοχές αυτές δεν είναι αμελητέες, σημειώνει ο Ζήνος Παναγιωτίδης από την εταιρεία διανομής «Rosebud.21». Από εμπορικής άποψης όμως είναι εξαιρετικά σημαντικό να επιλέγονται ελληνικές ταινίες από τα μεγάλα φεστιβάλ: «Όταν μιλάμε για μεγάλο φεστιβάλ μιλάμε πάντα για τις Κάννες, το Βερολίνο, τη Βενετία και το Τορόντο. Εάν μια ταινία ξεχωρίσει σε αυτά τα φεστιβάλ, αμέσως γίνεται πιο εύκολη η προώθησή της και κυρίως η πώλησή της σε άλλες χώρες.» Επιπλέον, έχοντας στο δυναμικό τους μια συμμετοχή σε αυτά τα φεστιβάλ, οι σκηνοθέτες βρίσκουν ευκολότερα πηγές χρηματοδότησης για την παραγωγή νέων ταινιών. Το καλύτερο παράδειγμα είναι ο πολυβραβευμένος Γιώργος Λάνθιμος, ο οποίος φαίνεται να πατά πλέον γερά στο Χόλιγουντ.

Έλλειψη εθνικής στρατηγικής

Στην Ελλάδα οι σημαντικότερες στρόφιγγες χρηματοδότησης για τον κινηματογράφο εξακολουθούν να είναι οι δημόσιες – ουσιαστικά το ΕΚΚ και η ΕΡΤ. Τα ποσά που διατίθενται είναι σε σχέση με τις ανάγκες μικρά. Σε αντίθεση με τη Γαλλία ή και τη Γερμανία, όπου η στήριξη του εθνικού κινηματογράφου συνιστά στρατηγική επιλογή, στην Ελλάδα, λέει ο Ζήνος Παναγιωτίδης, «όλες οι κυβερνήσεις είχαν τον πολιτισμό πολύ κάτω στη σειρά. Θριαμβολογούσαν όταν παίρναμε ένα βραβείο, πήγαιναν να υποδεχθούν τους δημιουργούς στο αεροδρόμιο και λοιπά – αλλά μέχρι εκεί. Το χέρι στην τσέπη για τον πολιτισμό δυστυχώς δυσκολεύονται να το βάλουν.» Ενώ στις αίθουσες κινηματογράφου στη Γαλλία το ποσοστό εγχώριων ταινιών το 2016 ξεπέρασε το 35% και στη Γερμανία το ποσοστό του 22%, στην Ελλάδα οι ελληνικές ταινίες έκοψαν μόλις το 10% των εισιτηρίων. Το πιθανότερο είναι φέτος το ποσοστό να είναι χαμηλότερο.

Μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ελληνικός κινηματογράφος καταλογίζει ο Ζ. Παναγιωτίδης στην παραγωγή. Με λίγες εξαιρέσεις είναι ανεπαρκής. Το ζητούμενο δεν είναι το πως θα εξασφαλίσεις ως παραγωγός τα χρήματα για να πραγματοποιηθεί η ταινία, υποστηρίζει η Βίκυ Μίχα από την εταιρεία «Βοο Production», η οποία έκανε την παραγωγή του «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου. Η κλασσική περίπτωση έλληνα παραγωγού, ειδικά πριν την οικονομική κρίση ήταν, όπως λέει η ίδια, «έβρισκε τα λεφτά στην Ελλάδα και περιοριζόταν σε αυτό γιατί μπορούσε να χρηματοδοτήσει. Η δικιά μου γενιά αναγκάστηκε να βγει στο εξωτερικό. Και δεν μας έκανε καθόλου κακό η εμπειρία αυτή.» Οι νέοι παραγωγοί ταξιδεύουν, δικτυώνονται, προωθούν συμπαραγωγές. Κατά αυτό τον τρόπο διευκολύνονται και οι ελληνικές ταινίες αργότερα, μετά την ολοκλήρωση τους, να βρουν διακινητές για τις διεθνείς αγορές.

Ευρύτερος ο ρόλος του παραγωγού

Στην αντίληψη της Βίκυ Μίχα ο ρόλος του παραγωγού δεν περιορίζεται μόνο στη χρηματοδότηση μιας ταινίας. Ο παραγωγός θα πρέπει να συμβάλλει από την αρχή στη διαδικασία της δημιουργίας μιας ταινίας ή ακόμη θα πρέπει ο ίδιος να αναλαμβάνει τη πρωτοβουλία για μια νέα ταινία. Όπως εξηγεί, «τα πρότζεκτ που ξεκινούν από παραγωγό δεν είναι πολύ δεδομένα στην Ελλάδα. Δηλαδή, το να βρεις ένα βιβλίο, μια ιστορία, να το φέρεις στην ομάδα, να ξεκινήσεις έτσι και να ξέρεις ήδη ότι αυτό το θέμα ενδιαφέρει μια διεθνή αγορά. Είναι μια διαδικασία που τη βλέπω να συμβαίνει πια. Υπάρχουν παραγωγοί που στα επόμενα χρόνια θα βγάλουν τέτοιες ταινίες. Και εγώ προσπαθώ να κάνω τέτοιου τύπου ταινίες πια.»

Οι ταινίες θα πρέπει να έχουν μεν καλλιτεχνική ποιότητα αλλά θα πρέπει να έχουν και απήχηση στο κοινό. Όπως χαρακτηριστικά λέει η Βίκυ Μίχα, «η Ελλάδα δεν πρόκειται να γίνει Χόλιγουντ, πρεσβεύει έναν ευρωπαϊκό κινηματογράφο.» Παρ' όλα αυτά θα πρέπει κανείς πριν γυρίσει μια ταινία να σκεφτεί πως θα την τοποθετήσει ως ένα προϊόν στην αγορά. Η πραγματικότητα όμως στον ελληνικό κινηματογράφο είναι διαφορετική. Οι κινηματογραφιστές γυρίζουν ταινίες έχοντας ως στόχο τη συμμετοχή τους στα φεστιβάλ. Αυτή η στάση ούτε εξασφαλίζει αργότερα τη διανομή της ταινίας στο εξωτερικό και ούτε την προσέλκυση του κοινού στις αίθουσες κινηματογράφου.

Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο