Του Αποστόλη Ζώη

Σημαντικά στοιχεία για την παραδοσιακή φορεσιά στην Ελλάδα μας δίνει μέσα από στοιχεία εργασίας που δημοσιεύονται στο βιβλίο «Παραδοσιακοί χοροί και η διδασκαλία τους. Ρυθμοκινητική ανάλυση και ρυθμική αρίθμηση», ο κ. Νικόλαος Γ. Βαβρίτσας, λέκτορας παραδοσιακών χορών ΤΕΦΑΑ – Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Α.Π.Θ. Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών.

Η ιστορία και η εξέλιξη του ενδύματος, αναφέρει ο ίδιος συνδέεται στενά με την κοινωνική ζωή του ατόμου, αφού είναι γνωστό ότι το ένδυμα χαρακτηρίζει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου. Πρωταρχικός σκοπός του ενδύματος είναι η προστασία του ανθρώπου από τις καιρικές συνθήκες, ωστόσο το ένδυμα βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το πρόσωπο ή προσωπείο που το άτομο εμφανίζει στο κοινωνικό του περιβάλλον.

Ως εκ τούτου το ένδυμα – φορεσιά ως «κοινωνικό σημείο» αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την προσωπική και κοινωνική ταυτότητα των ατόμων, καθώς μπορεί να ερμηνευτεί από ιστορική, οικονομική, ψυχολογική, κοινωνιολογική και γεωγραφική άποψη. Εύλογα λοιπόν η «εξέλιξη των ενδυμασιών συνδέθηκε πάντοτε στενά με την ιστορία και την κοινωνική ζωή ιδιαίτερα».

Όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, αναφέρει ο κ. Βαβρίτσας, έτσι και οι παραδοσιακές φορεσιές πήραν την σημερινή τους μορφή μετά από μακραίωνη διαδρομή αλληλοεπιδράσεων και εξελίξεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα κατά τη βυζαντινή περίοδο η εξέλιξη της ενδυμασίας ήταν επαναστατική, όχι μόνο λόγω της χρήσης πολύτιμων υφασμάτων, χρυσοκέντητων και ασημοκέντητων σχεδίων και βαρύτιμων κοσμημάτων, αλλά και λόγω της στερεότητας και κομψότητας των κατασκευών.

Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, παρά την καταπίεση, τους διωγμούς και τις λεηλασίες που υπέστη ο ελληνικός λαός, μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν θαυμαστά έργα τέχνης βασισμένα πάνω στη βυζαντινή εκκλησιαστική και κοσμική παράδοση. Ειδικότερα στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας, τα εργαστήρια της Ηπείρου και της Αρκαδίας παρήγαγαν θαυμαστά έργα τέχνης.

Η μεγάλη ποικιλία, οι παραλλαγές και η ομορφιά των παραδοσιακών ενδυμασιών διαφόρων περιοχών της πατρίδας μας προκαλεί κατάπληξη αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη δυσκολία σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη τους.

Παλιότερα, στον ίδιο χώρο, η κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, η ηλικία, το φύλο, η κοινωνική θέση, η γεωγραφία της περιοχής κ.ά., καθόριζαν τον ιδιαίτερο τύπο της φορεσιάς που έπρεπε να φορέσει κάθε άτομο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια πραγματικά μοναδική και ταυτόχρονα τεράστια ποικιλία παραδοσιακών φορεσιών, σημειώνει ο επιστήμονας.

Ο ελληνικός λαός, συνεχίζει στη συνέχεια ο κ. Βαβρίτσας, παρήγαγε τα απαραίτητα για την κατασκευή των ενδυμασιών υλικά χρησιμοποιώντας την ακατέργαστη πρώτη ύλη, που ήταν κυρίως τα μαλλιά των αιγοπροβάτων. Η κατασκευή των παραδοσιακών φορεσιών απασχολούσε τις μανάδες αμέσως μετά τη γέννηση των παιδιών τους, εντάσσοντάς την στα πλαίσια της ετοιμασίας των προικιών τους. Κάθε γυναίκα από πολύ μικρή ηλικία έπρεπε να μάθει, εκτός των άλλων, και την κατεργασία του μαλλιού. Ήταν υποχρεωμένη, επίσης, να μάθει να γνέθει, να υφαίνει, να πλέκει, να ράβει, να κεντάει και γενικά να ξέρει να δουλεύει την ακατέργαστη πρώτη ύλη. Όλη η ευθύνη για την επεξεργασία και παραγωγή των απαραίτητων για την κατασκευή των φορεσιών υλικών ήταν δική τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η οικοτεχνία να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ειδικότερα στον τομέα της γυναικείας χειροτεχνίας και του κεντήματος, να δημιουργηθούν πραγματικά αριστουργήματα τέχνης.

Η κατεργασία αυτή ακολουθούσε πιστά μια σειρά από διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν, ώστε να υπάρξει το ποθητό αποτέλεσμα. Πρώτη από αυτές ήταν η συλλογή του μαλλιού με το κούρεμα των αιγοπροβάτων. Ακολουθούσε το πλύσιμο (ανάλογα με τις ανάγκες και το βάψιμο) και στέγνωμα του μαλλιού, η διαλογή του, το «γριαίσιμο» και το λανάρισμα, το γνέσιμο στη ρόκα και, τέλος, το στρίψιμο σε νήμα και το μάζεμα σε κουβάρια. Κατόπιν, το έτοιμο γνεσμένο νήμα, μαζεμένο σε κουβάρια, μεταφερόταν στην «ανέμη», για να δημιουργηθούν τα δυασίδια, από τα οποία δημιουργούνταν το στημόνι και τα υφάδια.

Το υφάδι το μάζευαν μασούρια στο τσικρίκι και τα περνούσαν στη σαΐτα έτοιμο για ύφανση στον αργαλειό, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Συνήθως για μεγαλύτερη ευκολία το μαλλί βαφόταν, αφού πρώτα είχε γίνει νήμα. Τα υφάσματα που ύφαιναν στον αργαλειό (αδίμιτα κάλτσινα κ.ά.) τα πήγαιναν στα μαντάνια για να μπάσουν (σφίξουν) και να μαλακώσουν. Τα νεότερα χρόνια (18ος -19ος αιώνας), για την κατασκευή των φορεσιών χρησιμοποιούνταν, εκτός από τα οικοτεχνικά υφαντά, και αγοραστά υφάσματα (στόφες, κατιφέδες, και άλλα «εισαγόμενα» υλικά κατασκευής), τα οποία έρχονταν με τους κυρατζήδες στα παζάρια, από τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.

Από το εισαγωγικό σημείωμα της Ιωάννου – Γιανναρά, αναφέρει ο καθηγητής-συγγραφέας σημειώνουμε: «Οι τρεις γνωστές κατηγορίες της ελληνικής φορεσιάς -καθημερινή, γιορτινή, νυφική- και η λεπτομερειακή μελέτη και ανάλυση των υλικών που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες και οι λαϊκοί τεχνίτες για την κατασκευή τους, οδήγησε την Αγγελική Χατζημιχάλη στην παρατήρηση ότι η κατασκευή της φορεσιάς προσδιορίζεται από δύο ακόμη παράγοντες: την ηλικία του ανθρώπου (κόρη, νύφη, νιόπαντρη, παντρεμένη χρόνια, ηλικιωμένη για τις γυναίκες και αντίστοιχα για τους άντρες) και την κοινωνική τάξη. Τα στοιχεία αυτά καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο έραβαν και κεντούσαν κάθε κομμάτι φορεσιάς. Γιατί στη ζωή τους το καθένα παίρνει τη λειτουργική του θέση με απόλυτη καθορισμένη τάξη. Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις και από την εικόνα που σχημάτισε με την εποπτεία του συνόλου του υλικού, η Αγγελική Χατζημιχάλη κατέληξε σε μια νέα και πρωτότυπη κατάταξη, πολύ σημαντική για την έρευνα: τη μορφολογική. Η μορφή της φορεσιάς είναι αυτό που θα λέγαμε απλά, ο καθρέπτης του ανθρώπου που τη φορεί. Έτσι οι γυναικείες φορεσιές χωρίστηκαν σε τρεις βασικές κατηγορίες. Οι φορεσιές με το σιγκούνι… Οι φορεσιές με το καβάδι… Οι φορεσιές με το φουστάνι… Και σε άλλες δύο οι αντρικές. Η φουστανέλα, η βράκα».

Η Παπαντωνίου (1973) διαιρεί γενικά τις φορεσιές σε ορεινές, πεδινές και νησιώτικες και κάθε μία από αυτές σε χωριάτικες και αστικές. Τονίζει επίσης ότι οι περισσότερες (γυναικείες) φορεσιές αποτελούνται από: το πουκάμισο, το αντερί ή σαγιά (είδος φορέματος – παλτού, φτιαγμένο συνήθως από πολύτιμη στόφα), το σιγκούνι (είδος παλτού από «σαγιάκι», μάλλινο υφαντό ύφασμα γνωστό στην αρχαιότητα με το όνομα «σαγίον»), τη βράκα (εσώρουχο σε όλες σχεδόν τις γυναικείες φορεσιές), τα πολύπλοκα κεφαλοδέματα, κυρίως νυφικά.

Για τις ανδρικές φορεσιές η Παπαντωνίου (1974) υπογραμμίζει ότι έχουν πανάρχαιες ρίζες, είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη διακόσμηση, έτσι ώστε το βασικό τους σχήμα να μένει ξεκάθαρο. Διαιρούνται γενικά σε στεριανές και θαλασσινές και κάθε μία από αυτές σε χωρικές και αστικές. Όλες οι ελληνικές φορεσιές, τονίζει, έχουν για εσώρουχα τη φανέλα και το σώβρακο και από καμιά δεν λείπει το πουκάμισο, που συνήθως είναι κοντό. Στη Θράκη επικρατεί το πουτούρι, είδος σκουρόχρωμου μάλλινου παντελονιού. Στη Μακεδονία επικρατεί το μαύρο πανωβράκι (παντελόνι) και η πουκαμίσα. Στην Πελοπόννησο, την Αττική και, γενικά, τη Στερεά Ελλάδα, συναντάμε τη Φουστανέλα, είδος πολύπτυχης λευκής φούστας που καθιερώθηκε ως το κατεξοχήν ελληνικό ένδυμα. Στις παραθαλάσσιες περιοχές και τα νησιά συναντάμε τη βράκα, είδος φουφουλωτού παντελονιού σε διάφορες παραλλαγές.

Τέλος ο Χρήστος Μπρούφας (χ.χ.) τη φορεσιά της Ελληνίδας την κατατάσσει σε τρεις τύπους. Τη χωρική, που συνήθως κατασκευαζόταν από χειροποίητα υφάσματα, με τα βαμβακερά πουκάμισα και σαγιάδια και τα μάλλινα σεγκούνια από πάνω, όπως των Αλώνων Φλώρινας, της Κορινθίας και της Καραγκούνας, τη φορεσιά ανατολικού αστικού τύπου, με τα καβάδια, τα αντεριά και τους τζουμπέδες, που ράβονταν από ακριβά υφάσματα, όπως η παλιά γιαννιώτικη, η ποντιακή, η της Σίλης Ικονίου και όλες σχεδόν οι παλαιότερες φορεσιές των αστικών κέντρων και τη νεότερη φορεσιά δυτικού αστικού τύπου, της οποίας χαρακτηριστικό είναι το μακρύ πολύπτυχο φόρεμα από μεταξωτή πολυτελή στόφα, το οποίο αντικαθιστά τα καβάδια ή πέφτει από πάνω και ντύνει τα παλιά βαμβακερά πουκάμισα. Έχει ως πανωφόρι είτε ένα μάλλινο κεντημένο σεγκούνι όπως η φορεσιά της Βοβούσας, του Μετσόβου της Βλάστης, είτε ένα τσόχινο κεντημένο με λεπτό χρυσογαϊτανο γιλέκο, όπως της Βέροιας, της Νάουσας, της Καστοριάς, της Σαμαρίνας και της «Αμαλίας».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ