Η μάχη της ΔΕΗ: Η διάχυτη ατμόσφαιρα μίας κρίσης χρέους προσφέρει τα αναγκαία προσχήματα, έτσι ώστε να ακολουθήσει μία ολοκληρωτική εκποίηση επιχειρήσεων και να παραδοθεί η χώρα-στόχος στον έλεγχο των πολυεθνικών εισβολέων.

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος *
Αθήνα, 25 Απριλίου 2011,
viliardos@kbanalysis.com.

Προβλέποντας ότι, η μεγάλη «μάχη» των αποκρατικοποιήσεων στη χώρα μας θα δοθεί σύντομα στο «πεδίο» της ΔΕΗ, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε πως, “Τα τραυματικά γεγονότα, τα οποία προκαλούν την εξασθένηση των αντιστάσεων μίας κοινωνίας, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνονται υπ’ όψιν από τους κυβερνώντες οι επιθυμίες των ψηφοφόρων τους, δεν βασίζονται πλέον στη βία – όπως κάποτε συνέβαινε με τη βοήθεια των δικτατορικών καθεστώτων. Οι κρίσεις του χρέους υποχρεώνουν πια τις χώρες «να προβαίνουν σε ιδιωτικοποιήσεις ή να πεθαίνουν», σύμφωνα με αξιωματούχο του ΔΝΤ, ο οποίος αναφερόταν στη μεγαλύτερη εκποίηση επιχειρήσεων, σε εξευτελιστικές τιμές, η οποία έγινε ποτέ στον κόσμο – σε αυτήν δηλαδή που ακολούθησε την ασιατική κρίση”.

Κατά τον M. Gandhi τώρα, “Μία ένοπλη σύρραξη ανάμεσα σε έθνη μας προκαλεί φρίκη. Όμως ο οικονομικός πόλεμος δεν είναι καλύτερος από μία ένοπλη σύρραξη – είναι σαν μία χειρουργική επέμβαση. Ένας οικονομικός πόλεμος αποτελεί ένα παρατεταμένο μαρτύριο, ενώ οι καταστροφές του δεν είναι λιγότερο τρομακτικές από εκείνες του καθαυτού, του συμβατικού δηλαδή πολέμου”.

Ας μην ξεχνάμε δε ότι, “Όταν μία αντιπροσωπεία του ΔΝΤ «επισκέπτεται» μία χώρα, θέτοντας σαν προϋπόθεση για την εκχώρηση δανείων τον περιορισμό των κοινωνικών και λοιπών δαπανών, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που θα προκαλούσε ένας βομβαρδισμός εκ μέρους του ΝΑΤΟ. Το ΔΝΤ απαιτεί το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και βιομηχανιών, με ένα πολύ χαμηλότερο κόστος «εισβολής» για τη Δύναμη που εκπροσωπεί, από αυτό που θα είχε ο ανελέητος βομβαρδισμός των νοσοκομείων, των σχολείων και των βιομηχανιών – όπως στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Το αποτέλεσμα όμως, για τη χώρα «υποδοχής» του, είναι σχετικά το ίδιο: Η απόλυτη καταστροφή της” (M.Chossudovsky).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την Simone de Beauvoir, σε συνδυασμό με τη σημερινή θέση της Ελλάδας και τη σκιώδη διακυβέρνηση της, “Η κατοχή δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη. Υπάρχουν επομένως δύο επιλογές: ή αποδέχεσαι την κατοχή και όλες τις μεθόδους που είναι αναγκαίες για την επιβολή της ή, διαφορετικά, την απορρίπτεις εξ ολοκλήρου και όχι μόνο κάποια συγκεκριμένα μέρη της”

Επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδας, είτε αποδεχόμαστε την ξένη κατοχή με όλες τις «μεθόδους» της (μνημόνια, εκποίηση ιδιωτικών και δημοσίων περιουσιακών στοιχείων, περιορισμός των αμοιβών, στασιμοπληθωρισμός, ανεργία, εξαθλίωση κλπ), είτε την απορρίπτουμε εξ ολοκλήρου – «εκδιώκοντας» τους εισβολείς (ανάπτυξη ή χρεοκοπία). Δεν υπάρχει μεσαίος δρόμος λοιπόν, όπως αυτός που θέλουν να μας πείσουν κάποια πολιτικά κόμματα μας.

Ολοκληρώνοντας, “Όπως δεν υπάρχει ήπιος τρόπος για να θέσεις μία χώρα υπό κατοχή εναντίον της θέλησης των πολιτών της, δεν υπάρχει ειρηνικός τρόπος για να στερήσεις από τους ανθρώπους όσα χρειάζονται για να ζουν με αξιοπρέπεια – εκτός ίσως από μία μεθοδική, σκόπιμα «ενορχηστρωμένη» κρίση δημοσίου χρέους, η οποία έχει δρομολογηθεί, σιωπηλά και μυστικά, αρκετά χρόνια πριν, με την ενδοτική βοήθεια ορισμένων ιθυνόντων της”.

Ο νεοφιλελεύθερος επεκτατισμός

Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία (M.Friedman), στην οποία στηρίχθηκε η επέλαση του μονοπωλιακού καπιταλισμού (Wall Street), “Μόνο μία κρίση – είτε είναι πραγματική, είτε απλώς εκλαμβάνεται ως τέτοια – οδηγεί σε ουσιαστικές αλλαγές. Όταν ξεσπάει μία κρίση, οι δράσεις που αναπτύσσονται εξαρτώνται από τις περιρρέουσες ιδέες. Πιστεύουμε ότι αυτή πρέπει να είναι η βασική λειτουργία μας: να αναπτύσσουμε εναλλακτικές πολιτικές, οι οποίες να μπορούν να αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες – να τις διατηρούμε ζωντανές και διαθέσιμες, έως εκείνη τη στιγμή που το πολιτικά αδύνατον (όπως η λεηλασία μίας χώρας με τη θέληση της), θα καταστεί πολιτικά αναπόφευκτο”.

Η κρίση, στην οποία αναφέρεται η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, αυτή δηλαδή που υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού (πολυεθνικές, τράπεζες), δεν είναι προφανώς στρατιωτική, αλλά οικονομική. Αυτό που εννοεί είναι ότι, οι οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως από μία εκλεγμένη κυβέρνηση, η οποία ευρίσκεται μεταξύ των τριών παρακάτω αντικρουόμενων ομάδων και συμφερόντων:

(α) Η πρώτη ομάδα είναι οι εργαζόμενοι στη χώρα της, οι οποίοι επιθυμούν θέσεις εργασίας, αυξήσεις στους μισθούς τους, κοινωνικές παροχές, περισσότερο ελεύθερο χρόνο κλπ.

(β) Η δεύτερη ομάδα είναι οι «ιθαγενείς» επιχειρηματίες, οι ιδιοκτήτες δηλαδή των μέσων παραγωγής, οι οποίοι επιθυμούν χαμηλούς φόρους, χαλαρές ρυθμίσεις (διευκόλυνση των απολύσεων κλπ), περιορισμένες αυξήσεις μισθών κα.

(γ) Η τρίτη ομάδα είναι οι ξένοι επενδυτές, πολυεθνικές και χρηματοπιστωτικός κλάδος, οι οποίοι επιθυμούν πλήρη ελευθερία κινήσεων – έτσι ώστε να μπορούν να λεηλατούν ανενόχλητοι τον εθνικό πλούτο, χωρίς να πληρώνουν φόρους και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος λειτουργίας.

Η Πολιτική λοιπόν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτές τις αντικρουόμενες δυνάμεις, εκ των οποίων η πολυπληθέστερη (εργαζόμενοι) αποτελεί τους ψηφοφόρους της, ενώ η μειοψηφία (επιχειρηματίες, πολυεθνικές) τους χρηματοδότες της (σε αντίθεση με άλλες διαδικασίες, όπως αυτές που καθορίζουν τις αποφάσεις στο ΔΝΤ, στη Δημοκρατία οι ψήφοι δεν είναι ανάλογοι με τον πλούτο των εκλογέων – μία ψήφο δηλαδή έχει ο πάμπλουτος και μία ο πάμπτωχος).

Εάν όμως ξεσπάσει μία σοβαρή οικονομική κρίση, όπως αυτή σήμερα στη χώρα μας, η οποία προκλήθηκε (αφορμή) από την απίστευτα καταστροφική διαχείριση του δανειακού μας προβλήματος, αμέσως μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης μας, ενώ επιδεινώθηκε από την οικονομικά παράλογη υφεσιακή πολιτική του ΔΝΤ (το οποίο όμως είναι εκπαιδευμένο να αντιμετωπίζει τις κρίσεις όχι ως προβλήματα προς επίλυση, αλλά ως ευκαιρίες επέκτασης και εισβολής), επισκιάζονται όλα τα άλλα – οπότε οι ηγέτες είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι είναι αναγκαίο, ή ισχυρίζονται αυθαίρετα ότι είναι αναγκαίο, «στο όνομα» της αντιμετώπισης μίας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.

Συμπερασματικά λοιπόν, κατά μία έννοια οι κρίσεις είναι περίοδοι αναστολής της Δημοκρατίας – αποτελούν δηλαδή «κενά» στο συνηθισμένο πολιτικό βίο, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν φαίνεται να υφίσταται η ανάγκη για συγκατάθεση των πολιτών και για συναίνεση.

Τέλος, σύμφωνα με τη «θεωρία της κρίσης», την οποία φαίνεται να αντέγραψε ο νεοφιλελευθερισμός από τον κομμουνισμό (όπως συνέβη με τις κεντρικά κατευθυνόμενες τράπεζες – άρθρο μας), «Όπως τα κραχ στις αγορές μπορούν να επιφέρουν μία κομμουνιστική επανάσταση, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως φασιστικές αντεπαναστάσεις» – οδηγώντας προφανώς στην βασιλεία των αγορών, μέσα από την αποκρατικοποίηση της πολιτικής εξουσίας, συχνά με τη βοήθεια κάποιων διατεταγμένων ΜΜΕ.

Η επίθεση στα συνδικάτα

Η Μ. Βρετανία υπό την M.Thatcher, όπως οι Η.Π.Α. υπό τον R.Reagan, ήταν οι πρώτες χώρες, στις οποίες κυριάρχησε το νεοφιλελεύθερο «δόγμα» – με την πλήρη αποκρατικοποίηση του δημοσίου τους, η οποία οδήγησε σήμερα τις δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις αφενός μεν στην υποταγή τους στο Καρτέλ, αφετέρου στα πρόθυρα της χρεοκοπίας (το συνολικό χρέος της Μ. Βρετανίας υπερβαίνει το 500% του ΑΕΠ της, με το δημόσιο να έχει μηδενικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ στις Η.Π.Α., τη «βασίλισσα» των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των αγορών, τόσο το δημόσιο χρέος, όσο και τα ελλείμματα έχουν εκτοξευθεί στα ύψη).

Περαιτέρω, επειδή ο δρόμος προς την ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση του δημοσίου «διέρχεται» υποχρεωτικά μέσα από τον «πόλεμο» με τα εργατικά συνδικάτα, στις Η.Π.Α. απολύθηκαν 14 χιλιάδες περίπου ελεγκτές της εναέριας κυκλοφορίας, ενώ στη Μ. Βρετανία διεξήχθη ο «πόλεμος» εναντίον του συνδικάτου των ανθρακωρύχων – από τους οποίους εξαρτιόταν ολόκληρη η χώρα για το φωτισμό και τη θέρμανση της (όπως συμβαίνει με τη ΔΕΗ στην Ελλάδα).

Η ευκαιρία για την πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας παρουσιάστηκε με την επιτυχή έκβαση του πολέμου των νησιών Φόκλαντ. Όταν λοιπόν το 1984 απέργησαν οι ανθρακωρύχοι, η αντιπαράθεση της κυβέρνησης μαζί τους παρουσιάστηκε ως συνέχεια του πολέμου με την Αργεντινή – ενώ απαιτήθηκε μία εξ ίσου βίαιη λύση. «Έπρεπε να πολεμήσουμε τον εξωτερικό εχθρό στα Φόκλαντ και τώρα πρέπει να πολεμήσουμε τον εσωτερικό εχθρό, ο οποίος είναι ένας πολύ πιο δύσκολος αντίπαλος, αλλά εξίσου επικίνδυνος για την ελευθερία», είχε ανακοινώσει τότε με θράσος η βρετανίδα πρωθυπουργός – «καταγράφοντας» τους βρετανούς εργάτες ως «εσωτερικό εχθρό» και εξαπολύοντας όλη την ισχύ του κράτους εναντίον των απεργών.

Φυσικά είχε φροντίσει προηγουμένως, με τη βοήθεια των αμερικανών συμβούλων της, να «αποδομήσει» μεθοδικά τους ανθρακωρύχους-συνδικαλιστές, διοχετεύοντας έντεχνα σκάνδαλα στα ΜΜΕ σχετικά με ατασθαλίες, καθώς επίσης με διάφορες άλλες ενέργειες ορισμένων ιδιοτελών συνδικαλιστών, οι οποίοι ήταν διεφθαρμένοι (παραλληλισμός με τη ΔΕΗ – ξαφνικό «πόρισμα» του επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης κλπ). Προφανώς, η πληροφόρηση προερχόταν από τις μυστικές υπηρεσίες, αφού μέσα στα συνδικάτα διείσδυσαν πολλοί πράκτορες και πληροφοριοδότες, οι οποίοι παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα και τις κατοικίες όλων των συνδικαλιστών – ακόμη και το λαϊκό εστιατόριο, στο οποίο σύχναζαν οι ηγέτες του συνδικάτου.

Ο απώτερος στόχος της μεθοδικής, της ύπουλης καλύτερα «επίθεσης», ήταν ο διασυρμός των συνδικαλιστών, στα μάτια της κοινής γνώμης. Όπως έχει πει άλλωστε ο J.Schumpeter, «Ο διασυρμός αντικαθιστά την αντίκρουση, καθώς το μέσο ακροατήριο αγνοεί κατά κανόνα πλήρως το γεγονός ότι, ένας διασυρμός καλύπτει συχνά την αδυναμία διάψευσης».

Για παράδειγμα, όταν ο λαός ακούει ότι κάποιοι συνδικαλιστές είναι διεφθαρμένοι, έχοντας αποκομίσει μεγάλες αμοιβές, ότι χρηματίζονται κλπ, σχηματίζει τη γνώμη ότι, όλοι οι συνδικαλιστές είναι διεφθαρμένοι – οπότε δεν αντιτίθεται στο ξεπούλημα της επιχείρησης, το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα αφενός μεν την αύξηση της ανεργίας, αφετέρου τον τριπλασιασμό των τιμών του ρεύματος (όπως συμβαίνει σήμερα με τη ΔΕΗ στην Ελλάδα, προφανώς στα πλαίσια των σχεδίων εκποίησης της – η οποία είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα όσο αμύνονται οι συνδικαλιστές, ενώ είναι μια κερδοφόρα κοινωφελής επιχείρηση).

Συνεχίζοντας, αφού η κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας είχε εξωθήσει έντεχνα τους ανθρακωρύχους σε απεργία, έτσι ώστε να τοποθετηθεί εναντίον τους «σύσσωμη» η κοινή γνώμη, λόγω των προβλημάτων στην ηλεκτροδότηση και στη θέρμανση, παράλληλα με την «διοχέτευση» σκανδάλων (είχε ισχυρισθεί ακόμη και ότι ο ηγέτης του συνδικάτου ήταν πράκτορας της Μ15, έχοντας ως αποστολή του να αποσταθεροποιήσει και να υπονομεύσει το συνδικάτο), εισήλθε στο δεύτερο στάδιο του σχεδίου της – την αστυνομική βία, με την οποία «κατεστάλησαν» οι απεργιακές κινητοποιήσεις.

Όπως συνέβη με τον πόλεμο των Φόκλαντ, δεν υπήρχε το παραμικρό ενδιαφέρον για διαπραγματεύσεις, αλλά μία «στοχευμένη» αποφασιστικότητα να συντριβεί το συνδικάτο, ανεξαρτήτως κόστους – το οποίο, αφού κινητοποιήθηκαν πάνω από 3.000 αστυνομικοί, ήταν τεράστιο. Τελικά τα σχέδια της κυβέρνησης πέτυχαν, αφού οι εργάτες πεινούσαν και δεν μπορούσαν να αντέξουν τη μαζική επίθεση εναντίον τους.

Η συντριπτική αυτή ήττα του συνδικάτου των ανθρακωρύχων έστειλε ουσιαστικά ένα καθαρό μήνυμα στις υπόλοιπες συνδικαλιστικές οργανώσεις λέγοντας τους έμμεσα ότι: “Αφού η κυβέρνηση έφτασε στα άκρα για να λυγίσει τους ανθρακωρύχους, από τους οποίους ολόκληρη η χώρα εξαρτιόταν για το φωτισμό και τη θέρμανση της, θα ήταν αυτοκτονία για τα ασθενέστερα συνδικάτα, τα μέλη των οποίων εργαζόταν σε λιγότερο κρίσιμους τομείς της οικονομίας, να αμφισβητήσουν τις «διαρθρωτικές» αλλαγές”.

Στο παράδειγμα της Ελλάδας έχουμε την άποψη ότι, εάν τελικά «υποταχθεί» το συνδικάτο της ΔΕΗ, το οποίο θεωρούμε ως ένα από τα ισχυρότερα στη χώρα μας, «επιτρέποντας» το ξεπούλημα μίας επιχείρησης, η οποία «έχει πρόσβαση» ουσιαστικά σε όλα τα σπίτια των Ελλήνων, η εκποίηση των υπολοίπων κερδοφόρων εταιρειών του Δημοσίου (ΕΥΔΑΠ, ΟΠΑΠ, Διεθνής Αερολιμένας κλπ) δεν θα συναντήσει καμία αντίσταση εκ μέρους των εργαζομένων τους – ενώ θα έχει δυστυχώς τη σύμφωνη γνώμη των Ελλήνων Πολιτών, οι οποίοι έχουν υποφέρει πράγματι στο παρελθόν από την κάκιστη συμπεριφορά πολλών συνδικαλιστικών οργανώσεων (μη εξαιρουμένης της ΔΕΗ).

Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η ΔΕΗ δεν θα κάνει ακόμη περισσότερα λάθη και δεν θα εξωθηθεί σε απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες θα προκαλέσουν την οργή των Πολιτών – οδηγώντας την επιχείρηση στο ξεπούλημα. Επίσης ότι θα μπορέσει να εξυγιάνει τα εργατικά συνδικάτα της, εκδιώκοντας άμεσα και τιμωρώντας παραδειγματικά όλους όσους υπέπεσαν σε σφάλματα ή είναι συνεργοί των «κατακτητών».

Τέλος ότι, οι συνδικαλιστές θα λειτουργήσουν με σύνεση, κινητοποιούμενοι για θέματα που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Για παράδειγμα, τοποθετούμενοι εναντίον της είσπραξης των δημοτικών τελών εκ μέρους της εισηγμένης επιχείρησης, τα οποία δίνουν μία εσφαλμένη εικόνα ακρίβειας στους λογαριασμούς ρεύματος – παρά το ότι η χρέωση της κιλοβατώρας είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη.

Η ΔΕΗ και η κοινή Γνώμη

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι πολύ σωστή η ελληνική κοινή γνώμη, όταν τάσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου υπέρ της καταπολέμησης της διαφθοράς – με τη βοήθεια και των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν όμως τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών δηλαδή, δεν παραμείνουν στη χώρα μας, αλλά «διαφύγουν», μέσω των πολυεθνικών, στο εξωτερικό (φοροαποφυγή), ταυτόχρονα με την αύξηση των τιμών, τότε όχι μόνο δεν θα υπάρξει αντικειμενικό όφελος για την Ελλάδα αλλά, αντίθετα, η ζημία θα πολλαπλασιασθεί.

Όσον αφορά ειδικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων, εάν η βελτίωση της αυξάνει μόνο τα κέρδη των πολυεθνικών και δεν συμβάλλει στη μείωση των τιμών καταναλωτή, στην παραγωγή εθνικού πλούτου ή στην αύξηση των θέσεων εργασίας, δεν έχει καμία ουσιαστική ωφέλεια για τους Πολίτες. Για παράδειγμα, όλοι είμαστε εναντίον της εικόνας κάποιων υπαλλήλων στις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εργάζονται – δεν παράγουν δηλαδή.

Όμως, εάν οι επιχειρήσεις αυτές ιδιωτικοποιηθούν από το διεθνές Καρτέλ, μειώνοντας το προσωπικό τους και αυξάνοντας την παραγωγικότητα τους, αυτό που στην πραγματικότητα θα απομείνει στη χώρα μας θα είναι η ανεργία, ο περιορισμός των δημοσίων εσόδων, καθώς επίσης η πτώση των μέσων ελληνικών εισοδημάτων – με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (αύξηση των φόρων, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ).

Επομένως, γιατί θα έπρεπε η ΔΕΗ να προβεί σε αθρόες απολύσεις, αυξάνοντας την ανεργία στη χώρα μας, η οποία «εκβάλλει» τελικά στα ελλείμματα του προϋπολογισμού; Σε τι θα ωφελούσε την Ελλάδα η εκποίηση της – πόσο μάλλον όταν το κράτος εισπράττει μεγάλα μερίσματα (φορολογικά έσοδα, υπεραξίες) από τη συμμετοχή του; Ποιο θα ήταν το υλικό όφελος των καταναλωτών, από την κατάργηση του «μονοπωλιακού οχυρού», εάν εξαιρέσουμε την εύλογη ηθική ικανοποίηση τους από την «τιμωρία» κάποιων «διαπλεκομένων» συνδικαλιστών ή αντιπαραγωγικών εργαζομένων; Ας μην ξεχνάμε ότι, μετά την «εισβολή» του ΔΝΤ στη Βραζιλία, μόνο η Petrobras παρέμεινε στην ιδιοκτησία του δημοσίου (χάρη στους συνδικαλιστές της) – ενώ η Χιλή υποφέρει από έλλειψη ακόμη και πόσιμου νερού, μετά την άλωση της από τις πολυεθνικές.

Συμπερασματικά λοιπόν, δεν είμαστε σε καμία περίπτωση αντίθετοι με την ανάγκη εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας, με την καταπολέμηση της διαφθοράς ή με τη ριζική αντιμετώπιση της διαπλοκής των πολιτικών, των ιδιοτελών ψηφοφόρων τους, των επιχειρηματιών και των συνδικάτων. Εν τούτοις, δεν συμφωνούμε με την κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας, με την ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων μας, με την εγκληματική εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης με την επέλαση του Καρτέλ στη χώρα μας.

Πόσο μάλλον αφού, η ενδεχόμενη πώληση όλων των εισηγμένων επιχειρήσεων του δημοσίου σήμερα, δεν θα αποφέρει παραπάνω από 7 δις € στα ταμεία του κράτους – το έλλειμμα μας δηλαδή για περίπου τρεις μήνες (!) ή τους τοκογλυφικούς τόκους που πληρώνουμε (άρθρο μας) για περίπου 5 μήνες. Ταυτόχρονα θα επιβαρύνει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, αφού δεν θα εισπράττονται πλέον μερίσματα, θα αυξηθεί η ανεργία και θα περιορισθούν τα φορολογικά έσοδα – λόγω της διαδεδομένης «φοροαποφυγής» των πολυεθνικών.

Επίλογος

Η επιτυχία της επέκτασης των πολυεθνικών με τη βοήθεια των κρίσεων χρέους στη Ν. Αμερική, στην Ασία κλπ, έχει αποφέρει στις ίδιες τόσο εντυπωσιακά κέρδη, ώστε να διψούν για συνεχώς νέες κατακτήσεις – πλέον, όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, αλλά στις πλούσιες χώρες της Δύσης, όπου τα κράτη ελέγχουν ακόμη πιο προσοδοφόρα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν επικερδώς οι ιδιωτικές εταιρείες: τηλεφωνικές επικοινωνίες, λιμάνια, μεταφορές, αεροδρόμια, εταιρείες ηλεκτρισμού, εταιρείες ύδρευσης κλπ”.

Με βάση τα παραπάνω, η επέλαση του Καρτέλ στη χώρα μας, αποκτά μία εντελώς διαφορετική εικόνα – αφού πρόκειται για μία χώρα της Ευρωζώνης, η οποία αποτελεί ένα εξαιρετικά πλούσιο «λάφυρο» για τους κυρίαρχους των αγορών. Επομένως, ο πόλεμος εναντίον των πανίσχυρων δυνάμεων κατοχής, έτσι όπως αυτές «επιτίθενται» με τα καταστροφικά οικονομικά «εργαλεία» τους (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, Εταιρείες Αξιολόγησης, Επενδυτικές Τράπεζες, Διεθνείς επενδυτές, Οικονομολόγοι, Οικονομικός Τύπος, εσωτερικές ολιγαρχίες κλπ), είναι πολύ δύσκολο να κερδηθεί – εκτός εάν δεν καταστραφεί η κοινωνική συνοχή και δεν μεσολαβήσουν εμφύλιοι πόλεμοι (ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον δημοσίων, πολίτες εναντίον συνδικαλιστών, μισθωτοί εναντίων ελευθέρων επαγγελματιών, μεσαίες επιχειρήσεις εναντίον μικρών κλπ).

Ας μην ξεχνάμε ότι, η «ορθόδοξη» προσέγγιση του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην επίλυση των προβλημάτων χρέους, συνίσταται στη «μετακύλιση» ολόκληρου του κοινωνικού κόστους στα ασθενή εισοδηματικά στρώματα, τα οποία αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία.

Κλείνοντας είναι ίσως σκόπιμο να προσθέσουμε ότι, η εγκατάσταση του μονοπωλιακού καπιταλισμού στη Βολιβία δρομολογήθηκε από μία σοσιαλιστική κυβέρνηση – με τα μέλη του κόμματος της να αγνοούν εντελώς ότι, ο ηγέτης τους είχε κλείσει μία συμφωνία πολύ πριν στο «παρασκήνιο». Με εξαίρεση τον υπουργό οικονομικών, καθώς επίσης τον υπουργό σχεδιασμού, οι οποίοι ανήκαν στην ενδοτική «μυστική ομάδα», ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός δεν είχε καν αναφέρει στο νεοεκλεγμένο υπουργικό του συμβούλιο την ύπαρξη της «ομάδας έκτακτης ανάγκης» – της «σκιώδους εξουσίας» δηλαδή στη χώρα του, ισχυριζόμενος ότι ό ίδιος λαμβάνει ελεύθερα τις τελικές αποφάσεις.

Βασίλης Βιλιάρδος ©,
viliardos@kbanalysis.com

* Ο Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ