Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.
Μήνας Δεκέμβρης στην ορεινή πατρίδα, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Μια παλάμη χιόνι και δυνατός βοριάς μες στο χωριό. Είχε νυχτώσει για καλά. Στο μαγαζί του Βασίλη Ούζου κάνα δεκαριά νοματαίοι συζητούσαν ήσυχα, πίνοντας το κρασάκι τους.
Σε μια γωνιά καθόταν ο Πάνο-Κόκκινος με την παρέα του. Καλοσυνάτος ο μπάρμπα-Πάνος, ανοιχτόκαρδος, γεμάτος αγάπη, φιλότιμος, κουβαρντάς και μερακλής. Έπιναν και σιγοτραγουδούσαν τσουγκρίζοντας  πότε – πότε τα ποτήρια τους. Έλεγαν τραγούδια της τάβλας, «σε τούτ’ την τάβλα πού ’μαστε», «Διαμαντούλα», «χαριτωμένη συντροφιά»  και μέσα – μέσα κάνα κλέφτικο. Τη λιγοστή σύνταξη που έπαιρνε ο μπάρμπα-Πάνος τη χάλαγε στο μαγαζί, γιατί κάθε βράδυ το είχε γλέντι, πανηγύρι.
Αφού είπαν αρκετά τραγούδια, μερακλώθηκε ο μπάρμπα-Πάνος και φώναξε:
– Βασίλ’, βάλι νια γύρα κρασί σε ολουνούς κι βάλι κανιά πλάκα στου πικάπ. Θέλου να χορέψου τ’ «Μαυριδιρούλα», γιατί τ’ν έχου καημό.
Σε λίγα λεπτά το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Το πικάπ στη διαπασών, ο χορός πήγαινε γαϊτάνι και ο μπάρμπα-Πάνος φώναζε δυνατά πότε «όπα» και πότε «να πεθάνει ο χάρος».
Αφού χόρεψε αρκετή ώρα, έκατσε στην καρέκλα, κέρασε μια γύρα και λέει: «Αϊ! Φχαρεστήθ’κα, αυτή είνι ζουή. Ακούτι ιδώ χουριανοί. Ιδώ είνι η κόλασ’, ιδώ κι ου παράδεισους. Ιμείς κάνουμι τουν Παράδεισου, ιμείς κι τ’ κόλασ’. Άμα πάμι στουν Παρασκευούλ’ (εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο νεκροταφείο), τιλίουσαν ούλα, δε σ’ χρειάζιτι τίπουτα. Η κακία μαναχά θα μείν’ στουν άνθρουπου. Πάντους ιγώ σι Παράδεισου που δεν έχ’ χουρό κι κρασί δεν πάου, που να μι κάν’ς χ’σό».
Εκείνη την ώρα ξεκάμπισε στο μαγαζί η Πάναινα, η γυναίκα του, η θεια-Πανάιω. Καλή και άγια γυναίκα. Ήρθε για να τον πάρει, επειδή είχε πιει λίγο παραπάνω.
– Έλα, Πάνου, φτάν’ αυτό του συναγώι, πάμι στου σπίτ’, πέρασι η ώρα. Δε νύσταξις;
– Θα ν’στάξου νια κι καλή, άμα πάου στουν Παρασκευούλ’. Κάνε μ’ τη χάρ’ και κάτσι να σι κιράσου ό,τ’ θέλ’ς.
Έτσι περνούσε τα βράδια στο χωριό ο μπάρμπα-Πάνος, και όταν ήρθε η ώρα του να ξαποστάσει, πήγε στον «Παρασκευούλη», επιβεβαιώνοντας το τραγούδι:
«Φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι, βρε παιδιά,
όποιος πάει στον άλλο κόσμο δεν ξαναγυρνά».

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι  Χοροδιδάσκαλος,  λαογράφος,  τηλεοπτικός παραγωγός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ