(Ούλ’ εμείς χωρίς αφέντη)

Δρ Αντώνης Κακαράς

Καλά ρε συ Σάββα, σαν παρουσίαζαν το κεφάλι του Γιάννη του Πρόδρομου σε πιατέλα, δεν ήταν που χόρευε εκείνη με τα πέπλα, Ε, και λοιπόν, Σε τι ρε Σάββα διαφέρουμε εμείς, έξω απ’ τα πέπλα, και ποιανού το κεφάλι θα ζητήσουμε επί πίνακι, σήμερα που θα χορεύουμε μ’ αφορμή τον αποκεφαλισμό του καλού τού ανθρώπου επειδής, λέει, μίλαγε πολύ, Τι με μπερδεύεις τώρα, εγώ καίγομαι που χω να ετοιμάσω τέσσερα καζάνια διαφορετικό φαΐ μέχρι να τελειώνει η λειτουργία, κι αυτό που ξέρω για την άλλη τη γκόμενα που ανέφερες είναι, πως η Σαλώμη ήταν πράμα πρώτο, αν την είχαμε δω σήμερα, θα σου ‘λεγα εγώ πόσος κόσμος θα ρχότανε, τ’ άλλα…άσ’ τα κι έχει σηκώσει αέρα γαμώ το φελέκι μου, που ‘ναι κι αυτός ο Αλέξης, άμα θες να φύγεις πάγαινε, όπου να ‘ναι θα ‘ρθει, ξέρω ‘γω, εν τω μεταξύ πιάσε ένα λεφτό τούτονά για τη φωτιά, άαα μπράβο, ρίξε και λίγο αλάτι …φτάνει μωρέ γαμώτο, τι το πέρασες; Μα πώς θα πίνουνε κρασί αλλιώτικα, Βρε φτάνει σου λέω τ’ αλάτι, έλα Παναγία μου, Πρόθεση είναι για να τη φάμε, δεν είναι για κατάπλασμα, αμάν πια, Καλά ρε Σάββα, δε με όρισες βοηθό σαν τέλειωσα τη σκάλα, άαα καλώς τονε που φάνηκε να ‘ρχεται απ’ τ’ αλώνι, τι κάνεις Αλέξη, κοιμήθηκες καλά ή σε καθυστέρησε η Λεμονιά;

Καλή σας μέρα πανηγυριώτες, τι ετοιμάζετε χωρίς να με περιμένετε, και συ τι κάνεις εδώ πέρα, Πρώτο βοηθό όρισε εμένα ο Σάββας κι όχι σένανε, γιατί του λόγου μου ήρθα από χαράματα, Καλά τώρα, σε δούλεψε για να πλύνεις το καζάνι, τίποτα δεν κατάλαβες, Ποιο πλένεις πρώτο ρε Γρίβα, μα τι όνομα είναι τούτονά, δεν εύρισκες κάνα άλλο, και ποιος σου ‘πε να πλύνεις αυτό στην αρχή παιδάκι μου, Εσύ ρε Σάββα δε μου το ‘δειξες, Εγώ σου το ‘δειξα, εγώ σου πα για κείνο κει όχι αυτό, τέλος πάντων τέλειωσέ το τώρα, αλλά αμέσως μετά πιάσε κείνο γιατί πρέπει να ρίξουμε το ζουμί απ’ το χταπόδι, εν τω μεταξύ πρώτα άδειασέ το, όχι βρε στο πάτωμα, το χρειαζόμαστε το ζουμί, καλά στο χωριό σου δεν κάνετε πανηγύρι με χταποδοπίλαφο, βράσαμε τριάντα κιλά χταπόδι για τούτο το ζουμί, και συ πήγες να το χύσεις, αλλά πώς να δείτε χταπόδι στα Χάνια, τα ψάρια τα ξέρετε πώς είναι; Σάββα μη με …

Κοίτα ο αέρας να πάρει ο διάολος να πάρει, Σάββα άσε ήσυχο το χωριό μου και πες μου τι θες να κάνω με το ζουμί, Να το αδειάσεις μετρώντας πόσους κουβάδες θα βγάλεις, χρειαζόμαστε πέντε για το πιλάφι. Και αν δε βγαίνουν πέντε τι να κάνω; Τι να κάνει ρωτάει, ξέρω γω τι να κάνεις, κατούρα να γίνουνε πέντε, άντε μπράβο που θες ορμήνιες, τέλειωνε πρώτα το πλύσιμο, μετά άδειασε μετρώντας το ζουμί, πλύνε το άδειο το καζάνι και φέρτο να ρίξεις πάλι το ζουμί και ύστερα σαν σου πω το ρύζι, όχι τώρα κεφάλα, όχι τώρα που θες να σε λέω και πρώτο βοηθό μου, πλύνε μετά και τους κουβάδες για την Πρόθεση. Δεν έχω κακές προθέσεις ρε συ Σάββα, κι ας μου ‘πες δήθεν να φύγω τα χαράματα που ‘ρθα και καθάριζα τη σκάλα, αυτό δε μετράει δηλαδή, ο Αλέξης ήρθε μιάμιση ώρα μετά από μένα γιατί είχε, λέει, να κανονίσει τα μανάρια, εγώ βλέπεις δεν έχω μανάρια, και καπάκι δεν του δίνεις και δουλειές, ενώ εμένα με ρήμαξες …

Πρόθεση, δεν κατέεις τι είναι, άκου να δεις τι είναι: έχουμε το ζουμί αυτό από βραστό κατσικάκι ρασκό, δεν έτυχε να πιεις ποτές σου ζουμί από βραστό κατσικάκι, εμ έτσι εξηγείται… Τι εξηγείται ρε Σάββα που δεν έφαγα ποτές μου Πρόθεση, για πες μου κι έχασε η Βενετιά βελόνι, Χα χα χα τα Χάνια Βενετιά, που δεν κατέεις με τι σειρά πρέπει να πλύνεις τα καζάνια, να αυτό δεν εξηγείται, κατάλαβες τώρα, άντε τέλειωνε με τούτο πρώτα για το βραστό που ‘παμε, ύστερα αυτό για το κοκκινιστό, μετά εκείνο για το στιφάδο και τέλος το άλλο για … είναι και οι πλαστικές οι λεκάνες, και οι κουβάδες που θα μοιράζουμε το ζουμί, τίποτα απ’ αυτά δεν πρέπει να μυρίζει σαν τελειώσεις, πρόσεξε τι σου λέω, πρόσεξε καλά πώς θα τα πλύνεις, Ρε συ Σάββα … Κατάλαβες, άντε μπράβο, δεν έπλυνες ποτές σου στο στρατό καζάνια, άντε στραβάδι και μου θες να λέγεσαι ναύαρχος, Σάββα σου ‘χω πει χίλιες φορές δεν είμαι ναύαρχος, είμαι ένας απλός …

Καλά, καλά άντε τώρα δουλειά γιατί πρέπει να βγάλεις τα κρεμμύδια, να τα κόψεις στα τέσσερα, να πλύνεις και τις λεκάνες που λέγαμε, ά ξέχασα τις κουτάλες, τα τρυπητά, τα κουταλοπήρουνα και τα μικρά τεντζερέδια, καθάρισε λίγο το πάτωμα από τα λάδια και που ‘σαι, μην ξεχάσεις τους πάγκους, γιατί χθες τους κάνανε λίμπα … αυτά μόνο και να ρίξεις τα κρεμμύδια … μα δεν σου ‘πα να τ’ αδειάσεις τώρα, ά, δεν ακούς κιόλας, πώς σε κάνανε ναύαρχο δεν καταλαβαίνω, Σάββα είπα… Εν τάξει, εν τάξει δε θες να σε λέμε ναύαρχο, τέλειωνε πρώτα βρε παιδί μου με το βραστό και τα καζάνια και μετά τα κρεμμύδια και τις λεκάνες, ά μα πια … άσε κάτω και το χταπόδι δεν είναι δικιά σου δουλειά, ή θες κάνα μεζεδάκι, γιατί δε μιλάς βρε, αν καθόσουνα χθες βράδυ θα ‘βλεπες τι μεζέ φτιάξαμε, στις τρεις φύγαμε από εδωνά, ορίστε η κατσαρόλα, κάτι έχει μείνει και για σένα, Θες να πεις Σάββα πως πρέπει να πλύνω κι αυτή την κατσαρόλα και μου το περνάς ως μεζεδάκι, αυτό δεν εννοείς ξύπνιε άντρα, Όχι βρε παιδί μου αλλά αν προτιμάς αντί το μεζεδάκι να πλύνεις την κατσαρόλα, εγώ κάνω πίσω …

Τέλος πάντων πρέπει τώρα να κάνουμε το στιφάδο, τα κρεμμύδια βράσανε πρέπει να βάλω λίγη βάγια, Αλέξη φέρε μου τη βάγια, πού πας βρε, δεν έχουμε αγοράσει βάγια; Πάω να κόψω λίγη, τέσσερα δέντρα έχουμε γύρω γύρω θ’ αγοράζαμε βάγια, βρε σε καλό σου, Σάββα γιατί βάζεις τα εύκολα του Αλέξη και σε μένα τα δύσκολα; Ο Αλέξης είναι από παιδάκι και βοηθάει στα πανηγύρια, εσύ πότε μας ήρθες, έ, πότε, Νααα, πριν τέσσερα χρόνια, Μη μιλάς λοιπόν, εξάλλου αυτός είναι και ηλεκτρολόγος, είναι τεχνίτης χρήσιμος, όχι γαλονάς να πίνει μόνο και να κάνει κριτική, άσε που θα καθαρίσει τώρα με σαπουνάδα όλα τα τραπέζια, ξέρεις πόσα είναι, να μη σου πω. Εγώ θα καθαρίσω τα τραπέζια, γιατί μωρέ Σάββα, εγώ είμαι μέλος του Δέλτα Σίγμα. Μπα και γω είμαι συνταξιούχος του Πολεμικού Ναυτικού. Και λοιπόν, μπορείς να συνδέσεις είκοσι λάμπες εν σειρά, δεν μπορείς, ενώ ο Αλέξης, βρε Αλέξη πάλι κόπηκε το ρεύμα, τι κάνεις ρε παιδάκι μου και γω σε διαφημίζω εδώ πέρα, μπα σε καλό σου, τι έκανες λέει, έβαλες το Γρηγόρη να τα φτιάξει, γρηγορότερα μεταξύ μας τα καταφέρνει ο Γρηγόρης, τέλος πάντων …

Γρηγοράκη βάψε αγόρι μου με τον ασβέστη τη σκάλα, την καθάρισε ο κύριος Γρίβας από δω, είναι σήμερα βοηθός μου και θέλει να γίνει και μάγειρας αύριο μεθαύριο, τι είπες, πρέπει να καθαρίσεις τα νερά απ’ την αυλή, έ, μετά τα νερά βάψε και τη σκάλα, φέρε και τις πατάτες που καθαρίσανε χθες οι γυναίκες. Δεν τις καθάρισαν μόνον οι γυναίκες καθάρισα και γω κοντά ένα τσουβάλι. Μπα Γρίβα, εσύ ή η κυρά σου η Μενεμένη το καθάρισε, και λοιπόν, εδώ καθαρίσανε και κόψανε οχτώ τσουβάλια με πατάτες το λιγότερο και άλλα δυο με κρεμμύδια μόνος του ο κακομοίρης ο Θωμάς. Καλά τώρα, ο Θωμάς δείχνει μόνιμα κλαμένος, γι’ αυτό τον πάνε κι όλες οι γυναίκες, επομένως σωστά καθάρισε τα κρεμμύδια. Μην είσαι βάρβαρος, Δεν είμαι βάρβαρος, εγώ τον αγαπάω το Θωμά, αφότου μάλιστα τον είδα και για πρώτη φορά ξυρισμένο στο γάμο της θυγατέρας του, άλλη κούκλα κι αυτή, έ, τέσσερις έχει εκεί μέσα μαζωμένες, άσε τα εγγόνια του, όλο χαρές ο δικός σου, να δεις μπουγάδα για στέγνωμα να καταλάβεις!

Ρε συ Αλέξη αυτή η κούκλα με το σορτσάκι ποιανού είναι ρε Αλέξη, τι κορίτσι είναι αυτό ρε φίλε. Δικιά μου είναι γεροπόρνε, και σταμάτα να σου τρέχουν τα σάλια, κόρη μου είναι. Μπα, έτσι εξηγείται και το καμάρι, και πώς ρε μεγάλε σου φάνηκε πως μου τρέχουν τα σάλια και με πληγώνεις, εγώ τιμάω την ομορφιά, ακόμα και τη θυγατέρα μου την κιαλάρω. Καλά τώρα, άσε τα λιμά και καθάριζε και τούτους τους πάγκους. Γιατί ρε Αλέξη, τι είπα για το παιδί και μου βάζεις και συ αγγαρεία, δε φτάνει ο Σάββας. Ο Σάββας μου ‘κανε νόημα, μπρος καθάριζε να μάθεις να ρωτάς ποιανού είναι οι κούκλες, το χωριό μας διαθέτει μόνο κούκλες, δεν έχεις δει τη θυγατέρα της Έφης της ξαδέλφης σου και τη μικρή του Μιχάλη και της Ηλιάννας, το ζαρκάδι που λες και συ, και την …

Νάτες όλες μαζί κόβουν τις πατάτες, να δεις τα βράδυ στο πανηγύρι τι γλυκές που θα ‘ναι, Οι κούκλες λες να ‘χουν ομορφύνει πόσο περισσότερο, Βρε οι πατάτες οι τηγανητές, που ‘χεις το νου σου στα θυλικά μας ξεκούτη, Εγώ ξεκούτης ρε Σάββα, για εσύ που μου ‘λεγες … Τι σου ‘λεγε για λέγε, για λέγε …Ο αέρας ρε γαμώτο μου, πάλι σηκώθηκε, Σου σηκώθηκε είπες Σάββα, τα εξήντα πατάς ρε συ και σου σηκώνεται σαν ανακατεύεις κοκκινιστό, φαντάσου δηλαδή….

Έτοιμο το στιφάδο μάγκες, πιάστε να κατεβάσουμε το καζάνι, να βάλουμε το χταποδοπίλαφο, άντε μπράβο, Αλέξη λίγο αλατοπίπερο ακόμα στην Πρόθεση, δυο βράσεις και το κατεβάζουμε κι αυτό, το κοκκινιστό είναι έτοιμο, το ψητό θα ‘ρθει από το φούρνο … τι μας μένει, ρε σεις οι σαλάτες, που ναι τα πιτσιρίκια να πάρει η ευχή, πρέπει να κόψουν τις σαλάτες, ν’ αριθμήσουν τα δώρα, να κάνουν τους λαχνούς, ωχούουουου, Η Θάλεια και η Σουζάνα θα τηγανίζουν πατάτες, ο Παντελής με την κούκλα … την Μαρία ήθελα να πω, Σάββα, άσε τις εξυπνάδες μη σε κάνω Πρόθεση. Ρε συ Αλέξη με παρέσυρε αυτός ο σώγαμπρος. Είμαι μέλος του συλλόγου από χτες, εσείς με γράψατε και σταμάτα να με λες σώγαμπρο μην αφήσω την κατσαρόλα άπλυτη. Καλά ρε Γρίβα, εσύ συνέχεια λες τον εαυτό σου έτσι, εγώ φταίω; Ναι εσύ, σαν το λέω εγώ το λέω για… για αυτοσαρκασμό, γι’ αυτό το λέω. Καλά τέλειωνε τώρα την κατσαρόλα και ρίξε λίγο αυτοσαρκασμό στο στιφάδο όλο φλυαρείς και ξέχασα … θέλω να πω λίγο πιπέρι και το κατεβάζουμε …

Πώς το τρίβουν το πιπέρι, οι γριές κι οι καλογέροι
Με τον άγκωνα το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν
Με το γόνυ το ιτρίβουν … με την πλάτη … με τη μύτη
Με το πράμα τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν …

Αλαλαγμοί, ζητωκραυγές, ξύπνησαν κι άλλα κοκόρια, ώρα έξη χαράματα κι άρχισε να ροδίζει, η θάλασσα φανερώνει το ένα μετά τ’ άλλο τα νησιά του Ελύτη ενώ ρυτιδιάζει απ’ τους ήχους του βιολιού και το ποδοκρότημα των χαροκόπων, ο ορίζοντας παίρνει φωτιά εκεί κατά τις χαμένες πατρίδες, ξεκινάν και τα πρώτα πουλιά το δικό τους γλεντοκόπι κι ο κόκορας που ευτυχώς δε χάθηκε στην εσχατιά τούτη, ούτε κι οι πέρδικες όμως, ενώ αντηχεί το τραγούδι σε χορευτικό ρυθμό:

Είναι όμορφα σου λέω, σαν χαράζει στο Αιγαίο …

Δεν πείσθηκαν οι πανηγυριώτες να σταθούν ρεμβάζοντας, θέλανε κι άλλο γλέντι, κι άλλη χαρά να βγει πέρα αυτή η πίκρα της αναθεματισμένης της κρίσης και … ξαφνικά άναψε το βιολί, σύγκορμα ανατρίχιασαν οι πελώριες βελανιδιές κι οι καρυδιές:

Δόστου πέρα δόστου πέρα δόσ’ τού φουστανιού σου αέρα …

Είκοσι εννιά του Αυγούστου του 2011 τ’ Αϊ Γιάννη του Πρόδρομου, στο Μαυράτο στη Νικαριά, δέκα εννιά σπίτια κατοικημένα, όλοι του χωριού μικροί μεγάλοι, απ’ το δυο μηνών εγγονάκι του Θωμά μέχρι … τον άλλο Σάββα και το Ζαχαριά που κόβανε ανελέητα τα σφαχτά αλλά και τον απόστρατο σώγαμπρο που φέρνει, και σωστά, με καμάρι τον τίτλο του βοηθού μαγείρου, και το Γιάννη το Μούγιαννη εκατόν δύο χρόνων με εκπρόσωπο τη Σουζάννα, με τη Λεμονιά, τη Βάσω, μ’ όλους μαζί … να ετοιμάσουν το πανηγύρι, να μαγειρέψουν, να ταΐσουν, να πιούν κρασί ντόπιο Καριώτικο και να γλεντήσουν με χίλιους τόσους στο ξεφάντωμα και …

Ναι, ούλ’ εμείς αντάμα στήνουμε το πανηγύρι, το ίδιο γίνεται σε κάθε χωριό, ναι εμείς από τότες πολύ παλιά.

Μαζί στον πόνο και στην ανάγκη του γείτονα, στην κάθε συμφορά, στο γλέντι …

Ούλ’ εμείς χωρίς αφέντη …

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ