Η παρουσίαση του βιβλίου από τον φιλόλογο Αλέξανδρο Βαναργιώτη.

36 χρό­νια με­τά την ε­πί­ση­μη κα­θι­έ­ρω­ση της δη­μο­τι­κής, μπο­ρού­με να πού­με ό­τι η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα βρί­σκε­ται στην πιο πλού­σια και υ­γι­ή μορ­φή της, αν την πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με στην πο­ρεί­α της τα τε­λευ­ταί­α ε­κα­τό χρό­νια. Η δη­μο­τι­κή α­φο­μοί­ω­σε έ­ναν όγ­κο λέ­ξε­ων και τύ­πων της κα­θα­ρεύ­ου­σας και δια­ρκώς ε­ξε­λίσ­σε­ται και βελ­τι­ώ­νε­ται. Ό­μως, αν θέ­λου­με να εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς, ο πλού­τος της γλώσ­σας εί­ναι οι άν­θρω­ποι που τη μι­λά­νε, ό­χι τα εγ­χει­ρί­δια γραμ­μα­τι­κής που την προσ­δι­ο­ρί­ζουν ού­τε τα λε­ξι­κά που την πε­ρι­γρά­φουν. Στο δι­α­δί­κτυ­ο α­να­κα­λύ­πτει κα­νείς ά­πει­ρες συ­ζη­τή­σεις αν­θρώ­πων που α­γω­νιούν για το μέλ­λον της γλώσ­σας μας. Τα ε­ρω­τή­μα­τα που τί­θεν­ται εί­ναι: Χά­νε­ται τε­λι­κά η γλώσ­σα μας; Τα αγ­γλι­κά στα­δια­κά αν­τι­κα­θι­στούν και δι­α­βρώ­νουν τα ελ­λη­νι­κά; Τα γκρί­κλις εί­ναι η γρα­φή του αύ­ριο; Ό­λα τα προ­η­γού­με­να, αν και με­ρι­κές φο­ρές φτά­νουν στην υ­περ­βο­λή, δεί­χνουν την ύ­παρ­ξη ε­νός προ­βλή­μα­τος ή μια ε­περ­χό­με­νη α­πει­λή. Ε­κτί­μη­σή μου εί­ναι ό­τι η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο κιν­δυ­νεύ­ει α­πό βί­αι­ες με­τα­τρο­πές ε­πι­βαλ­λό­με­νες α­πό κυ­βερ­νη­τι­κές α­πο­φά­σεις, ό­πως ε­κεί­νη του 1982, που σε μια νύ­χτα κα­τάρ­γη­σε τους τό­νους,  και λι­γό­τε­ρο α­πό τις δι­α­δι­κτυα­κές μό­δες που συ­χνά τις ε­πέ­βαλ­λε και η α­νάγ­κη. Το γε­γο­νός στο ο­ποί­ο πρέ­πει να στα­θού­με εί­ναι ό­τι με την κα­κή χρή­ση της γλώσ­σας και τη δια­ρκή κα­κο­ποί­η­σή της το αι­σθη­τι­κό μέ­ρος της χει­ρο­τε­ρεύ­ει. Οι εκ­φρα­στι­κές ε­πι­λο­γές των νέ­ων γί­νον­ται φτω­χό­τε­ρες. Ε­πί­σης ο εκ­φυ­λι­σμός της γλώσ­σας, κα­τά την χρή­ση της, την κά­νει πιο χυ­δαί­α, λι­γό­τε­ρο ό­μορ­φη.

Ο Χα­ρά­λαμ­πος Ζορ­μπάς στο βι­βλί­ο του «Η σω­στή χρή­ση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας», ξε­κι­νών­τας α­πό τη θε­με­λι­ώ­δη αρ­χή ό­τι η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα εί­ναι μί­α και ε­νια­ία α­πό τον Ό­μη­ρο μέ­χρι σή­με­ρα, η ο­ποί­α α­πλώς με­τα­βάλ­λε­ται και ε­ξε­λίσ­σε­ται, προ­τεί­νει να αν­τλού­με ά­φο­βα και ε­λεύ­θε­ρα α­πό ό­λες τις πε­ρι­ό­δους της γλώσ­σας μας, α­πο­φεύ­γον­τας α­πλώς τις α­κρό­τη­τες. Δεν μπο­ρού­με σή­με­ρα, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, να πού­με «με­τέ­βην εις τας Α­θή­νας», λέ­με ό­μως «του α­πηύ­θυ­να τον λό­γο, ήρ­θη η α­πα­γό­ρευ­ση, χάρ­μα ο­φθαλ­μών, άλ­μα ε­πί κον­τώ, πε­πι­ε­σμέ­νος α­έ­ρας κ.α. Στό­χος του εί­ναι να μι­λά­με σω­στά και ω­ραί­α ελ­λη­νι­κά. Γι’ αυ­τό α­πό τη μί­α με­ριά ο συγ­γρα­φέ­ας υ­πο­δει­κνύ­ει σύμ­φω­να με τη Γραμ­μα­τι­κή και το Συν­τα­κτι­κό την ορ­θή χρή­ση της γλώσ­σας και δι­ορ­θώ­νει κά­ποι­α, α­πό σύγ­χυ­ση ή ά­γνοι­α, γλωσ­σι­κά α­το­πή­μα­τα των σύγ­χρο­νων Ελ­λή­νων, και α­πό την άλ­λη κα­τα­θέ­τει τις α­πό­ψεις και τις θέ­σεις του για μια αι­σθη­τι­κά δό­κι­μη χρή­ση της γλώσ­σας. Στο θέ­μα αυ­τό ο Χα­ρά­λαμ­πος Ζορ­μπάς δη­λώ­νει ξε­κά­θα­ρα στον πρό­λο­γο ό­τι σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις οι προ­τά­σεις του εί­ναι υ­πο­κει­με­νι­κές και μπο­ρούν να αμ­φι­σβη­τη­θούν α­πό τον α­να­γνώ­στη. Το βι­βλί­ο «Η σω­στή χρή­ση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας» δεν εί­ναι έ­να εγ­χει­ρί­διο με α­πό­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα. Δεν δι­εκ­δι­κεί το α­λά­θη­το. Η α­ξί­α του πέ­ρα α­πό τα άλ­λα έγ­κει­ται στην πρό­τα­ση και στο δι­ά­λο­γο που θα προ­κύ­ψει α­πό αυ­τή.

Εί­ναι χρή­σι­μο ε­δώ να ση­μει­ω­θεί ό­τι η νέ­α ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα ε­ξε­λίσ­σε­ται, α­να­βα­πτι­ζό­με­νη δια­ρκώς στη γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση και α­να­τρο­φο­δο­τού­με­νη α­πό αυ­τή. Ε­πί­σης για το θέ­μα της μει­κτής γλώσ­σας μπο­ρού­με να ρί­ξου­με μια μα­τιά στους με­γά­λους συγ­γρα­φείς. Οι ση­μαν­τι­κοί δη­μι­ουρ­γοί έ­χουν ξε­πε­ρά­σει τα αν­τι­θε­τι­κά σχή­μα­τα λό­γω της βα­ρύ­τη­τας των έρ­γων τους. Αν α­να­φέ­ρω ως πα­ρα­δείγ­μα­τα τον Κάλ­βο και τον Πα­πα­δι­α­μάν­τη, θα κα­τα­λά­βε­τε τι εν­νο­ώ. Κά­τι α­νά­λο­γο έ­κα­νε κι ο Κα­βά­φης.  Προ­χώ­ρη­σαν στη σύν­θε­ση των αν­τι­θέ­των ε­πι­δι­ώ­κον­τας να ε­πι­τύ­χουν το αι­σθη­τι­κό τους ό­ρα­μα. Πέ­τυ­χαν την αρ­μο­νί­α μέ­σα α­πό τα αν­τί­θε­τα. Κι αν σε κά­ποι­ους υ­πο­στη­ρι­κτές του εκ­συγ­χρο­νι­σμού κά­τι τέ­τοι­ο φαί­νε­ται συν­τη­ρη­τι­κό, σας θυ­μί­ζω ό­τι σε κοι­νω­νί­ες πε­ρι­φε­ρεια­κές σαν τη δι­κή μας, πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νε­τέ­λε­σαν στον εκ­συγ­χρο­νι­σμό οι υ­πο­στη­ρι­κτές των πα­ρα­δό­σε­ων πα­ρά οι με­τα­πρά­τες των νε­ω­τε­ρι­σμών.

Να πού­με και δύ­ο λό­για τώ­ρα για τη δο­μή του βι­βλί­ου. «Η σω­στή χρή­ση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας» ξε­κι­νά με πρό­λο­γο του συγ­γρα­φέ­α και ακολουθούν ο­κτώ κε­φά­λαι­α. Ου­σι­α­στι­κά, ρή­μα­τα, φρά­σεις, ε­πιρ­ρή­μα­τα, αν­τω­νυ­μί­ες, ε­πί­θε­τα, με­το­χές εί­ναι το πε­ρι­ε­χό­με­νο των πρώ­των ε­πτά κε­φα­λαί­ων, ε­νώ το ό­γδο­ο α­σχο­λεί­ται με τα γλωσ­σι­κά λά­θη που πα­ρα­τη­ρούν­ται κα­τά την τέ­λε­ση των ι­ε­ρών α­κο­λου­θι­ών. Στο τέ­λος πα­ρα­τί­θε­ται έ­να πο­λύ εύ­χρη­στο ευ­ρε­τή­ριο και το βι­βλί­ο κλεί­νει με τις βι­βλι­ο­γρα­φι­κές πη­γές.

Θα α­να­φερ­θώ ε­δώ εν­δει­κτι­κά σε δύ­ο θέ­μα­τα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται το βι­βλί­ο, τα ε­πιρ­ρή­μα­τα και τη χρή­ση πε­ρι­φρά­σε­ων με το ρή­μα «κά­νω» αν­τί των σω­στών ρη­μα­τι­κών τύ­πων, για να έ­χε­τε και μια πιο α­πτή αίσθηση α­πό το πε­ρι­ε­χό­με­νο του βι­βλί­ου.

Α­πό όσα λέ­ει η σχο­λι­κή γραμ­μα­τι­κή, σχη­μα­τί­ζει κα­νείς την εν­τύ­πω­ση ό­τι ε­πιρ­ρή­μα­τα σε -ως πα­ρά­γον­ται στη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή μό­νο α­πό ε­πί­θε­τα σε -ης, -ες, ό­πως ε­πι­με­λής-ε­πι­με­λώς, ε­πι­ει­κής-ε­πι­ει­κώς, δια­ρκής-δια­ρκώς. Κά­που μά­λι­στα η γραμ­μα­τι­κή ση­μει­ώ­νει ό­τι “με­ρι­κά α­πό τα ε­πιρ­ρή­μα­τα σε -α μπο­ρούν να σχη­μα­τι­στούν και σε -ως”. Έ­τσι ό­μως δη­μι­ουρ­γεί­ται η ε­σφαλ­μέ­νη εν­τύ­πω­ση ό­τι κα­νο­νι­κά στη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή τα ε­πιρ­ρή­μα­τα έ­χουν γε­νι­κώς κα­τά­λη­ξη σε -α και ό­τι η κα­τά­λη­ξη σε -ως εί­ναι κά­τι σπα­νι­ό­τε­ρο ή εί­ναι τύ­πος της καθαρεύουσας που πρέ­πει να α­πο­φεύ­γε­ται. Και ό­μως! Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι στη γλώσ­σα μας υ­πάρ­χει παράλληλα ο λό­γιος σχη­μα­τι­σμός ε­πιρ­ρη­μά­των σε -ως και ο λα­ϊ­κός σχη­μα­τι­σμός σε -α. Π.χ. “ορ­θώς έ­πρα­ξες” ή “ορ­θά έ­πρα­ξες”. Πολ­λά  ε­πιρ­ρή­μα­τα σχη­μα­τί­ζον­ται α­δι­α­κρί­τως και με τους δυ­ο τρό­πους: αν­τι­θέ­τως και αν­τί­θε­τα, α­δί­κως και ά­δι­κα, χω­ρίς δι­α­φο­ρά ση­μα­σί­ας. Με­ρι­κά ό­μως α­πό τα λό­για ε­πιρ­ρή­μα­τα, προ­τι­μούν την κα­τά­λη­ξη -ως και φαί­νον­ται α­φύ­σι­κα αν τα με­τα­πλά­σου­με σε -α. Κα­νο­νι­κά λοι­πόν λέ­με: τα­κτο­ποι­ή­θη­κα τα­μεια­κώς, τε­λω­νεια­κώς, θα τα­ξι­δέ­ψω α­ε­ρο­πο­ρι­κώς, α­πο­δεί­χτη­κε ερ­γα­στη­ρια­κώς… Λέ­με: ε­ξε­τά­στη­κε γρα­πτώς, γράψ­τε το πο­σόν α­ριθ­μη­τι­κώς και ο­λο­γρά­φως… Λέ­με: προ­η­γου­μέ­νως, ε­πο­μέ­νως,.. Και κα­κώς με­ρι­κοί, ως ε­πί το πλεί­στον πο­λι­τι­κοί και δη­μο­σι­ο­γρά­φοι, λέ­νε: προ­η­γού­με­να, ε­πό­με­να, κύ­ρια, κλπ.

Ό­μως οι δύ­ο τύ­ποι (σε και σε -ως) δεν εί­ναι πάν­τα ταυ­τό­ση­μοι. Σε κά­ποι­α ζεύ­γη ε­πιρ­ρη­μά­των εμ­φα­νί­ζον­ται να έ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α:

Για παράδειγμα στα επιρρήματα:

α­δι­ά­κρι­τα, α­δι­α­κρί­τως

έ­κτα­κτα, ε­κτά­κτως

ά­με­σα, α­μέ­σως

Η βου­λή συ­νε­δρί­α­σε ε­κτά­κτως. (χω­ρίς να το εί­χε προ­γραμ­μα­τί­σει)

Αλ­λά: Χτες το βρά­δυ βγή­κα­με και πε­ρά­σα­με έ­κτα­κτα. (θαυ­μά­σια, πο­λύ ευ­χά­ρι­στα)

Θα σας ε­ξυ­πη­ρε­τή­σου­με α­μέ­σως. (χω­ρίς κα­θυ­στέ­ρη­ση)

Αλ­λά: Του προ­σέφε­ραν βο­ή­θεια ά­με­σα. (α­πευ­θεί­ας, χω­ρίς με­σο­λά­βη­ση)

Ό­λοι οι α­πό­φοι­τοι θ’ αρ­χί­σουν να ερ­γά­ζον­ται, α­δι­α­κρί­τως φύ­λου και η­λι­κί­ας. (χω­ρίς δι­α­κρί­σεις)

Αλ­λά: Να μη συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι α­δι­ά­κρι­τα. (χω­ρίς δι­α­κρι­τι­κό­τη­τα, με α­γέ­νεια)

Και δύ­ο λό­για για το ρή­μα «κά­νω» και τις πε­ρι­φρά­σεις του.

Κα­θη­με­ρι­νά χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται κα­τά κό­ρον πε­ρι­φρά­σεις του «κά­νω» αν­τί για τον ορ­θό ρη­μα­τι­κό τύ­πο. Ο συγ­γρα­φέ­ας στο βι­βλί­ο πα­ρα­θέ­τει έ­ναν ε­κτε­τα­μέ­νο πί­να­κα τέ­τοι­ων πε­ρι­φρά­σε­ων έ­χον­τας δί­πλα και μια πρό­τα­ση αν­τι­κα­τά­στα­σης των πε­ρι­φρά­σε­ων α­πό την ορ­θή έκ­φρα­ση.

Λέ­με «κά­νω αί­τη­ση», ε­νώ πρέ­πει να πού­με «υ­πο­βάλ­λω αί­τη­ση»,

«κά­νω πα­ρέ­λα­ση», αν­τί «πα­ρε­λαύ­νω»,

«κά­νω γυ­μνα­στι­κή», αν­τί «γυ­μνά­ζο­μαι»,

«κά­νω έ­ρα­νο», ε­νώ το σω­στό εί­ναι «δι­ε­νερ­γώ έ­ρα­νο»,

«κά­νω μα­θή­μα­τα», αν­τί «πα­ρα­κο­λου­θώ μα­θή­μα­τα», κ.α.

Αυ­τά εί­ναι σε γε­νι­κές γραμ­μές ό­σα α­πο­κό­μι­σα με­λε­τών­τας το βι­βλί­ο.  Και ο­μο­λο­γώ πως α­νέ­τρε­ξα σε αυ­τό αρ­κε­τές φο­ρές στο διάστημα που το έχω στα χέρια μου.  Πρό­κει­ται για έ­να βι­βλί­ο χρή­σι­μο για τους αν­θρώ­πους που θέ­λουν να μι­λούν σω­στά ελ­λη­νι­κά ή να προ­βλη­μα­τι­στούν για την ποι­ό­τη­τα των ελ­λη­νι­κών που χρη­σι­μο­ποι­ούν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ