50 χρόνια συμπληρώνονται από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ήταν η εποχή που η Deutsche Welle διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην έγκυρη ενημέρωση. Συνέντευξη του γενικού διευθυντή της DW Πέτερ Λίμπουργκ.50 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, όταν η χούντα των συνταγματαρχών κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα. Με τη βοήθεια των όπλων και των τανκς οι στρατιωτικοί θα καθόριζαν τις τύχες της χώρας για τα επόμενα 7 χρόνια.

Ήταν η εποχή που η Deutsche Welle ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενημέρωση των Ελλήνων. Κάθε βράδυ στις 21:40 εκατομμύρια Έλληνες μαζεύονταν γύρω από τα ραδιόφωνα τους για να ακούσουν κρυφά στα βραχέα τη φωνή που θα τους μετέφερε όλα όσα η χούντα των συνταγματαρχών δεν τους επέτρεπε να μάθουν: για τις δράσεις του αντιδικτατορικού αγώνα που ξεκινούσε από το εξωτερικό, για τις τύχες των κρατούμενων, για τα βασανιστήρια. Με ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριοδοτών, οι τότε συντάκτες της DW συγκέντρωναν και μετέδιδαν όλα εκείνα που λογοκρίνονταν από τη χούντα.

Πρέσβης της Ο.Δ. της Γερμανίας τότε στην Αθήνα ήταν ο πατέρας του νυν γενικού διευθυντή της Deutsche Welle, Πέτερ Λίμπουργκ, ο οποίος απελάθηκε τότε ως ανεπιθύμητος από το δικτατορικό καθεστώς.

Τα υπέροχα παιδικά χρόνια και η απέλαση

Την εποχή του πραξικοπήματος o Πέτερ Λίμπουργκ ήταν μόλις 12 ετών. «Καταρχήν είχα θαυμάσια παιδικά χρόνια στην Αθήνα», θυμάται σήμερα ο γενικός διευθυντής της DW, «διότι η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια υπέροχη χώρα για παιδιά, οι άνθρωποι είναι πολύ ζεστοί. Η πολιτική κατάσταση ήταν βέβαια ιδιαίτερη. Ζώντας υπό ένα δικτατορικό καθεστώς, ακόμη και στην ηλικία των 11 ή 12 ετών, αντιλαμβάνεσαι ότι οι γονείς και οι επισκέπτες στο σπίτι μιλάνε διαφορετικά για την πολιτική από ότι αλλού. Οι Έλληνες δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να μιλήσουν για την πολιτική διότι είχες τις μυστικές υπηρεσίες να κατασκοπεύουν παντού και γι΄ αυτό πολλοί Έλληνες άκουγαν το πρόγραμμά μας, τη Deutsche Welle».

Ο πατέρας Λίμπουργκ είχε μπει για τα καλά στο στόχαστρο της χούντας των συνταγματαρχών: «Η γερμανική κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα επικριτική έναντι του στρατιωτικού καθεστώτος και ο πατέρας μου έκανε κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είναι συνηθισμένο: μιλούσε και με τους ανθρώπους της αντιπολίτευσης. Εντέλει απελάθηκε ως persona non grata από το στρατιωτικό καθεστώς, κάτι ιδιαίτερα ασυνήθιστο για γερμανό πρέσβη σε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ. Ήταν ένα μεγάλο σκάνδαλο τότε, το 1972, και έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα επειδή βοήθησε πολιτικούς της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης να εγκαταλείψουν τη χώρα. (…) Για εμάς βέβαια ήταν η όλη υπόθεση ήταν ένα μικρό τραύμα αφού ο πατέρας έπρεπε να φύγει εντός 48 ωρών».

Επένδυση στην ελεύθερη ενημέρωση

Η Deutsche Welle είχε αναλάβει τότε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενημέρωση των Ελλήνων, ως μια φωνή ελευθερίας την οποία δεν μπορούσαν να ελέγξουν και να φιμώσουν οι πραξικοπηματίες παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν.

«Ήταν πριν από 50 χρόνια. Δεν υπήρχε ίντερνετ, δεν υπήρχαν διεθνείς τηλεοπτικοί σταθμοί. Έτσι το ραδιόφωνο μέσω βραχέων ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μεταδώσεις από τη μια χώρα στην άλλη. Την εποχή εκείνη η DW αποφάσισε να έχει ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα. Διότι οι Γερμανοί είχαν ζήσει υπό δικτατορίες και η νεαρή τότε (γερμανική) δημοκρατία γνώριζε ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Επιπλέον με τη DW και την ελληνική εκπομπή οι Γερμανοί επένδυσαν στην ελεύθερη ενημέρωση και στην ελευθερία του τύπου».

Εκείνη την εποχή η DW δεν ήταν βέβαια η μοναδική πηγή ενημέρωσης των Ελλήνων αφού υπήρχαν επίσης το BBC ή το Radio France International. Η Ντόιτσε Βέλλε ωστόσο, όπως σημείωσε ο Πέτερ Λίμπουργκ, ξεχώρισε αφού «υπογράμμιζε το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια χώρα του ΝΑΤΟ στην οποία επιβλήθηκε μια στρατιωτική δικτατορία. Το γεγονός αυτό δεν ήταν τόσο σημαντικό για χώρες όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ, γιατί βρισκόμασταν στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και επικρατούσε η σκέψη ότι μπορεί μεν να έχουμε να κάνουμε με μια δικτατορία, αλλά είναι μια δικτατορία στη δική μας πλευρά, των χωρών της Δύσης, είναι δηλαδή σύμμαχός μας. Όσο η Ελλάδα δεν πήγαινε με τους Σοβιετικούς, δεν υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα. Η Γερμανία όμως δεν αντιμετώπισε με αυτό τον τρόπο την κατάσταση. Δώσαμε στην αντιπολίτευση ένα βήμα ελευθερίας της έκφρασης μέσω της ελληνικής εκπομπής η οποία ήταν στις οκτώ το βράδυ και είχε διάρκεια 60 λεπτών».

Περί ισορροπημένης ενημέρωσης

Πόσο ισορροπημένη ήταν όμως τότε η ενημέρωση; «Σε μια χώρα όπου 23 ώρες την ημέρα δεν υπάρχει καμία απολύτως ισορροπία και η μοναδική φωνή είναι εκείνη των δικτατόρων, τότε είναι σωστό να πεις ότι δίνεις στην αντιπολίτευση περισσότερο χώρο. Η ισορροπημένη δημοσιογραφία είναι θεμιτή, ωστόσο σε αυτή την περίπτωση ήταν απολύτως ορθό να δίδεται περισσότερος χρόνος στην αντιπολίτευση. Ακόμη και σήμερα όταν επισκέπτομαι την Αθήνα ως γενικός διευθυντής της DW, πολλοί άνθρωποι μου λένε πόσο σημαντική ήταν η DW, ότι την άκουγαν οι γονείς τους, ότι ήμασταν μια αχτίδα ελπίδας γι’ αυτούς. Είναι κάτι για το οποίο η Deutsche Welle και τα δυτικά ελεύθερα μέσα μπορούν να είναι περήφανα. Είναι ένα μοντέλο για το πώς θα πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα».

Ποια είναι όμως τα διδάγματα του ελληνικού παραδείγματος για το ρόλο που πρέπει να παίζουν τα διεθνή δημόσια ΜΜΕ την εποχή μας; «Καταρχήν να μην σταματάμε ποτέ να μεταδίδουμε σαφείς και έγκυρες πληροφορίες, διότι αυτό είναι που χρειάζονται οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν έχεις μια δικτατορία, όταν δεν έχεις ελεύθερα μέσα, όταν δεν εμπιστεύεσαι τα δικά σου μίντια. Το θέμα δεν είναι η ανάμειξη στην εσωτερική πολιτική, αλλά να ενημερώνεις τους ανθρώπους. Είναι από τα σημαντικότερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε. Αποστολή της DW είναι και σήμερα, πόσο μάλλον σήμερα, να στηρίζει την ελευθερία της έκφρασης. Αυτό είναι το δίδαγμα που θα πρέπει να αντλήσουμε. Να πηγαίνουμε σε αυτές τις χώρες και δυστυχώς είναι πολλές. Ακόμη και δημοκρατικές χώρες γίνονται εν μέρει δικτατορικές. Συνεπώς πιστεύω ότι η αποστολή μας δεν θα τελειώσει ποτέ».

DW, Κώστας Συμεωνίδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ