Η αύξηση κρουσμάτων στο Λουξεμβούργο προβληματίζει το Βερολίνο που εκδίδει ταξιδιωτική οδηγία για τη γειτονική χώρα. Στο τραπέζι και πάλι τα σενάρια για συνοριακούς ελέγχους στην καρδιά της Ευρώπης.Το μικρό Λουξεμβούργο έχει έναν μεγάλο συμβολισμό για την ΕΕ: ήταν η πρώτη χώρα με την οποία η Γερμανία αποκατέστησε την πλήρη λειτουργία της ζώνης Σένγκεν τον Μάιο, αίροντας τους περιορισμούς της πανδημίας. Μάλιστα ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας δεν είχε διστάσει να μπει στο αεροπλάνο, μετά από μήνες, για να συναντήσει στα σύνορα με το Λουξεμβούργο τον ομόλογό του Γιαν Άσελμπορν. Το μήνυμα ήταν σαφές: Περάσαμε μία δύσκολη περίοδο, αλλά σταδιακά οι περιορισμοί καταργούνται και η ζώνη Σένγκεν θα λειτουργήσει όπως παλιά, χωρίς ταξιδιωτικές οδηγίες, συνοριακούς ελέγχους και αυτοπεριορισμούς.

Τις τελευταίες ημέρες ωστόσο η πανδημία αναζωπυρώνεται στο Λουξεμβούργο. Μόνο τη Δευτέρα εκδηλώθηκαν εκατό νέα κρούσματα, ακολούθησαν άλλα τόσα την Τρίτη. Την επόμενη μέρα το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ταξιδιωτική οδηγία, στην οποία καλεί τους Γερμανούς πολίτες να αποφεύγουν ταξίδια αναψυχής προς τη γειτονική χώρα. Δεδομένου ότι έχουν αρθεί αντίστοιχες οδηγίες για τη Σουηδία και την Ισπανία, το Λουξεμβούργο είναι σήμερα η μοναδική χώρα της ΕΕ για την οποία το Βερολίνο έχει εκδώσει ταξιδιωτική οδηγία-προειδοποίηση. Μία εξέλιξη ενδεικτική για το πόσο γρήγορα μπορούν να ανατραπούν τα δεδομένα. Αλλά και το Βέλγιο έχει εντάξει το Λουξεμβούργο στην «πορτοκαλί λίστα» με τις χώρες υψηλού κινδύνου, μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, χωρίς να κλείνει τα σύνορα. Ακόμη πιο αυστηρούς περιορισμούς επιβάλλουν Δανία και Λιθουανία, που απαγορεύουν πλέον τις αφίξεις από το Λουξεμβούργο.

Ναι στην καραντίνα, μάλλον όχι σε συνοριακούς ελέγχους

Αν το υπουργείο Εξωτερικών είναι αρμόδιο για τις ταξιδιωτικές οδηγίες, η επιβολή συνοριακών ελέγχων εμπίπτει στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εσωτερικών. Την Τετάρτη ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να επαναφέρει ελέγχους στα σύνορα με το Λουξεμβούργο. Η τοπική κυβέρνηση στο κρατίδιο του Ζάαρ εκτιμά επίσης ότι δεν χρειάζονται έλεγχοι, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο γιατί στο Λουξεμβούργο «υπάρχει μεγάλη αφθονία τεστ για τον κορωνοϊό, τα οποία διατίθενται δωρεάν». Ωστόσο, καθώς η γειτονική χώρα χαρακτηρίζεται «περιοχή υψηλού κινδύνου», όσοι επιστρέφουν από το Λουξεμβούργο στο κρατίδιο του Ζάαρ, αλλά και στο κρατίδιο της Ρηνανίας, θα πρέπει να περνούν από καραντίνα δύο εβδομάδων.

Πάντως και στα δύο γερμανικά κρατίδια οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν ένα νέο μοντέλο «καραντίνας λάιτ», σύμφωνα με το οποίο δεν είναι απαραίτητος ο αυτοπεριορισμός για όσους δεν έχουν συμπληρώσει 72 ώρες παραμονής στο γειτονικό Λουξεμβούργο. Εξαιρέσεις προβλέπονται και για όσους μεταβαίνουν καθημερινά στη γειτονική χώρα για δουλειά. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 10.000 άνθρωποι, αξιοποιώντας τις ελευθερίες της ζώνης Σένγκεν, εργάζονται στο Λουξεμβούργο, αλλά διαμένουν στο γερμανικό κρατίδιο του Ζάαρ και κάθε μέρα πηγαινοέρχονται. Σε αυτή την περίπτωση η επιβολή καραντίνας θεωρείται ανέφικτη. Αλλά και οι περιορισμοί στα σύνορα θα προκαλούσαν τεράστιες δυσκολίες. «Πρέπει να αποφύγουμε την επιβολή νέων συνοριακών ελέγχων», προειδοποιεί η πρωθυπουργός της Ρηνανίας Παλατινάτου Μάλου Ντράιερ.

Δεύτερο κύμα σε εξέλιξη;

Τί κάνει η ίδια η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου; Ο πρωθυπουργός Ξαβιέ Μπετέλ δηλώνει ότι τα στοιχεία «προκαλούν ανησυχία, αλλά δεν σοκάρουν» και υπενθυμίζει τη σύσταση της Κομισιόν προς όλα τα κράτη-μέλη να γίνονται περισσότερα τεστ. «Δεν μπορεί να τιμωρούμε όποιον ανταποκρίνεται σε αυτή τη σύσταση» λέει ο Μπετέλ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι άλλες χώρες μπορεί απλώς να μην έχουν εντοπίσει όλα τα κρούσματα. Εντείνοντας τα προληπτικά μέτρα πάντως, οι αρχές αποφάσισαν την αναβολή πολιτιστικών εκδηλώσεων που είχαν προγραμματιστεί για το καλοκαίρι, όπως η σειρά συναυλιών «Live aus dem Parc».

Η υπουργός Υγείας Πωλέτ Λενέρ δεν φαίνεται να συμμερίζεται τις εκτιμήσεις των ειδικών που κάνουν λόγο για ένα «δεύτερο κύμα της πανδημίας». Η ίδια επισημαίνει ότι οι νοσούντες στο Λουξεμβούργο είναι, κατά μέσο όρο, μόλις 35 ετών. Αυτό είναι από τη μία πλευρά καθησυχαστικό, γιατί συνήθως δεν παρουσιάζουν επιπλοκές και δεν χρειάζονται νοσηλεία, αλλά από την άλλη πλευρά είναι και ανησυχητικό, καθώς οι νέοι άνθρωποι έχουν περισσότερες κοινωνικές επαφές και κατά συνέπεια περισσότερες πιθανότητες να μεταδώσουν τον ιό.

Γιάννης Παπαδημητρίου (ARD, DPA, Luxemburger Wort)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ