Το γιατί ενός μετανάστη που δεν βρίσκει απάντηση  – Του Γρηγόρη Γ. Καλύβα.

Αποτραβηγμένος στο χωριό του, την Μεγάλη Κερασιά ο μπάρμπα – Θύμιος διάγει την έβδομη δεκαετία της ζωής του ήσυχα πια γεμάτος από εμπειρίες ζωής με το βαθύ αποτύπωμα στα κατάβαθα της ψυχής του τη βίωση του σκληρού ξενιτεμού στα νεανικά του χρόνια . Αναπολεί το χθες, συγκινείται, πεισμώνει, οργίζεται αλλά ταυτόχρονα χαίρεται, τραγουδά τη ζωή και την ξενιτιά, όλα αυτά τα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σημάδι ότι ζει, ότι έχει δύναμη μεγάλη ακόμα μέσα του.

«Στις φάμπρικες της Γερμανίας
και στου Βελγίου τις στοές
πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν
και κλαίνε οι μάνες μοναχές

Κακούργα μετανάστευση
κακούργα ξενιτιά
μας πήρες απ’ τον τόπο μας
τα πιο καλά παιδιά…»

Οι στίχοι αυτοί του γνωστού τραγουδιού του Κώστα Βίρβου σε μουσική Θόδωρkalibas_DCEου Δερβενιώτη, που τόσο δυνατά και μοναδικά τραγούδησε ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης, έρχονται συχνά στα χείλι του και σιγοτραγουδάει πότε ασυναίσθητα και πότε συνειδητά.

Θυμάται τις στιγμές της μεγάλης απόφασης να μεταναστεύσει στη Γερμανία, τη μέρα της αναχώρησης, την απογοήτευση του για τον αναγκαστικό ξενιτεμό να τον πλημμυρίζουν και να τον συγκλονίζουν, για τους φόβους του άγνωστου και την βιωτή στην ξένη γη, για τα σαράντα χρόνια σκληρής δουλειάς, για τη ζωή που έφυγε μακριά απ’ την γενέθλια γη, για την μεγάλη επιστροφή, για το δύσκολο σήμερα που πάλι εξαναγκάζει τους νέους να φύγουν απ΄ τον τόπο τους.

Σε μια τέτοια στιγμή, απολογισμού ζωής και συναισθημάτων, υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας που διαμορφώνει η κρίση, η μνημονιακή Ελλάδα, συνάντησα τον μπάρμπα – Θύμιο έχοντας, όπως διαπίστωσα λίγο αργότερα ,κατάστηθα ένα μάτσο παλιές φωτογραφίες, από εκείνα τα σκληρά χρόνια της νιότης του, και ένα άλλο μάτσο χαρτιά σε ένα φάκελο.

Τι είναι αυτά μπάρμπα-Θύμιο; Τον ρωτάω.

-Αυτά (οι φωτογραφίες) είναι η ζωή μου στη Γερμανία, στεναχώριες, απογοητεύσεις, δάκρυα, δουλειά σκληρή, μια ζωή που έφυγε και δεν την κατάλαβα, λες, κι απ’ εδώ (ο φάκελος με τα φορολογικά) η κατάντια μας η σημερινή, μου απαντά και τα βάζει όλα πάνω στο τραπέζι.

-Πάρτα και δες τι τραβήξαμε, τι περάσαμε, τι καταφέραμε και τώρα έρχεται το κράτος και σου λέει διπλή φορολογία της σύνταξής σου, συμπληρώνει.

-Τι θες να πεις μπάρμπα – Θύμιο; Επιμένω φυλλομετρώντας ταχύτατα τη ζωή του μέσα από τις φωτογραφίες.

-Τι θέλω να πω; Χμ….μμμμ, μουρμουρίζει.

Θέλω να πω για το κράτος μας που δεν φτάνει που μας έστειλε στην ξενιτιά, έρχεται τώρα και σου ζητάει διπλή φορολογία για την σύνταξή σου.
Φόρο στη Γερμανία, φόρο στην Ελλάδα…, γιατί; Ρωτάει ο μπάρμπα – Θύμιος με την αγανάκτηση να έχει πλημμυρίσει την ύπαρξή του.
Ναι, οι συνταξιούχοι εξωτερικού φορολογούνται για την σύνταξη που λαμβάνουν από τον γερμανικό ασφαλιστικό φορέα και από το Γερμανικό κράτος και από το Ελληνικό!!!
Πως και γιατί ; Μάλλον οι νομοθέτες έτσι το σκέφτηκαν, έτσι το νομοθέτησαν. Και ύστερα ήρθε η κρίση, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, όπως λένε οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί, και το πράγμα ήρθε και έδεσε.

-Θα ζήσουμε, δε θα πεθάνουμε, δε θα τους κάνουμε τη χάρη να παραιτηθούμε, παλέψαμε τη ζωή μας εκείνα τα χρόνια τα δύσκολα και θα την παλέψουμε και τώρα, φτωχότερα, ναι, δυσκολότερα, ναι, αλλά θα επιβιώσουμε. Λεφτά θα μας πάρουν, την ψυχή δεν μπορούν να μας την πάρουν. Μαθημένα τα βουνά απ΄ τα χιόνια…, ζήσαμε και άσχημα, ζήσαμε και καλά, ζήσαμε φτωχά, ζήσαμε και πλούσια, θα ξαναζήσουμε πάλι φτωχά, αλλά όχι, δεν θα τους περάσει…, καταλήγει ο μπάρμπα – Θύμος σε μια πεισμωμένη άρνηση να αποδεχθεί μοιρολατρικά την αφηνιασμένη λογική της πραγματικότητας που βιώνει η χώρα με τις πολιτικές του μνημονίου και των αγορών.
Μπάρμπα – Θύμιο, πράγματι καημός δυσβάσταχτος η ξενιτιά, για το λαό μας, έκανε πολλές ελληνικές οικογένειες κομμάτια. Μέγα παράπονο για τους γονιούς και, κυρίως, για τη μάνα, να χάνει το παιδί της. Παλαιότερα, το ταξίδι για μακρινά μέρη διαρκούσε πολύ, τα μέσα και οι τρόποι επικοινωνίας ήταν ελάχιστα, κι αυτό έκανε τον πόνο αβάσταχτο. Μόνο ένα γράμμα έφτανε κάπου – κάπου, κι αυτό αποτελούσε το μοναδικό σημείο επαφής με τα αγαπημένα πρόσωπα στην ξενιτιά, γι’ αυτό και ο ταχυδρόμος έπαιζε, παλαιότερα, σημαντικό ρόλο στην ελληνική ύπαιθρο.
Γονείς δε γνώρισαν τις συζύγους των παιδιών τους, ούτε αγκάλιασαν, ποτέ, τα εγγόνια τους. Αδέλφια, μέχρι και σήμερα, έχουν να ανταμώσουν 40 ή και 50 χρόνια. Πολλοί από τους ξενιτεμένους μας δε γύρισαν ποτέ και θάφτηκαν σε ξένο χώμα, καθώς η ξενιτιά, σαν άλλη Κίρκη, τους κράτησε, για πάντα, κοντά της.
Όλα αυτά συναποτελούν πια την ιστορική πορεία του λαού μας μέσα στο χρόνο . «Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα, και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι, άφησε να πάρω κάτι κι από σένα, γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη», έγραφε ένας μεγάλος των Ελληνικών γραμμάτων, αλλά, όπως είπες σωστά δεν μας πτοούν δε θα αφήσουμε να μας διαλύσουν.
Είμαστε εδώ, υπάρχουμε, παλεύουμε φόρους μνημονίων, αντιστεκόμαστε, θα νικήσουμε!!!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ