Μια άγνωστη κινητοποίηση των πεινασμένων χωρικών, 
όπως αποτυπώθηκε στον τύπο της εποχής.

 Γράφει ο ερευνητής Γιώργος Γούσιας.

Η αμερικάνικη κρίση του 1929 και η ελληνική χρεωκοπία του 1932

Το 1932 ήταν μια άσχημη χρονιά για τη χώρα μας. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 στις Η.Π.Α. έφτασε και στην Ευρώπη. Η Μεγάλη Βρετανία, η ισχυρότερη οικονομική δύναμη, επί δύο χρόνια κατόρθωσε και απέτρεψε στο εσωτερικό της την εκδήλωση της κρίσης. Επειδή η δραχμή ήταν άμεσα συνδεμένη με την αγγλική λίρα, για όσο διάστημα η λίρα ήταν μετατρέψιμη ελεύθερα σε χρυσό, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από μια σταθερότητα απέναντι στην κρίση, η οποία διατηρήθηκε ως τον Σεπτέμβριο του 1931, οπότε η Αγγλία εγκατέλειψε τη χρυσή βάση και επέβαλε την αναγκαστική κυκλοφορία του νομίσματός της.

Από την περίοδο εκείνη η Ελλάδα μπήκε σε περίοδο δοκιμασίας. Αυξήθηκε η δυσπιστία απέναντι στη δραχμή, η ζήτηση συναλλάγματος και χρυσού ανέβηκε πάρα πολύ και για το λόγο αυτό έκλεισε το Χρηματιστήριο Αθηνών και τα αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος σχεδόν εξανεμίσθηκαν. Αυτό οδήγησε στον περιορισμό των εισαγωγών και στην αύξηση του χρόνου ολοκλήρωσής των, που σε συνδυασμό με την πτώση των εξαγωγών προς τον κύριο οικονομικό εταίρο -την Αγγλία- και τη σημαντική διαφυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, έφερε την Ελλάδα και το λαό της σε δύσκολη κατάσταση. Ο Βενιζέλος μάταια απευθύνθηκε στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Κοινωνία των Εθνών για να τον βοηθήσουν με δάνεια στη στήριξη του εθνικού νομίσματος, γεγονός που οδήγησε σε μια σειρά δραματικών μέτρων, που ουσιαστικά σήμαιναν με μια λέξη τη χρεωκοπία της χώρας μας.
Την εποχή εκείνη η ελληνική κοινωνία βίωνε τις δικές της δύσκολες καταστάσεις. Η μαζική εγκατάσταση προσφύγων τα προηγούμενα χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την υπερπροσφορά εργατικής δύναμης και την συμπίεση των μισθών. Από την άλλη, λόγω των περιορισμών που επέβαλε η Αμερική στην είσοδο μεταναστών και τον εγκλωβισμό του εργατικού δυναμικού στη χώρα και παρά τα βήματα εκβιομηχάνισης που σημειώθηκαν, το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση του αριθμού των ανέργων από 75.000 το 1928 σε 237.000 το 1932 σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου (ΑΟΣ) και της ΓΣΕΕ. Οι αμοιβές ήταν πολύ χαμηλές και ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο μέσος εργαζόμενος έπρεπε να διαθέσει το ½ του ημερομισθίου του για ένα κιλό κρέας και το 1/5 για ένα κιλό γάλα, ενώ οι αντίστοιχες αναλογίες για τον Άγγλο εργάτη ήταν το 1/10 και το 1/20. Στα χαμηλά εργατικά εισοδήματα η αγορά ψωμιού αντιπροσώπευε το 40% των συνολικών οικογενειακών δαπανών. Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη στον πολυπληθή αγροτικό πληθυσμό. Ενώ το όριο συντήρησης μιας αγροτικής οικογένειας υπολογιζόταν στις 28 χιλ. δρχ., τα πραγματικά εισοδήματα δεν ξεπερνούσαν τις 18,5 έως 21 χιλ. δραχμές και το έλλειμμα του οικογενειακού ισοζυγίου καλυπτόταν με εμβάσματα μεταναστών, αύξηση των χρεών προς την ΑΤΕ και κυρίως με την υπερεντατικοποίηση της εργασίας.

Οι αγρότες πεινούν

Το κυριότερο μέλημα κάθε αγροτικής οικογένειας ήταν να εξασφαλίσει το «ψωμί της χρονιάς», κάτι που όμως σπανίως κατάφερναν ιδιαίτερα τα νοικοκυριά των ορεινών χωριών.  Κι όταν λέμε «ψωμί» δεν εννοούμε βέβαια το σιταρένιο ψωμί, αλλά το κριθαρένιο και και τη μπομπότα, αυτό που γίνεται με καλαμποκίσιο αλεύρι. Το σιταρένιο ψωμί ως και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 λεγόταν και «καθάριο» και δεν είναι λίγες οι αναμνήσεις ανθρώπων που το προσφάιζαν με μπομπότα! Για να συγκρατείται η πείνα και να  αποφεύγεται η κατανάλωση ψωμιού από τα παιδιά τις απογευματινές ώρες της ημέρας, επινοήθηκε η «άνωθεν» τιμωρία, πως αν φάνε το δειλινό, θα πεθάνει η μάνα τους ή ο πατέρας τους!

Η παραγωγή του καλαμποκιού δεν κάλυπτε τις ανάγκες των νοικοκυριών και οι τελευταίες εβδομάδες πριν αρχίσει η νέα συγκομιδή ήταν πολύ δύσκολες. Οι εισαγωγές καλαμποκιού, κυρίως από τη Ρουμανία ήταν συχνές και οι ποσότητες μεγάλες. Το 1932 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά. Η παραγωγή της προηγούμενης χρονιάς δεν ήταν καλή, τα αποθέματα είχαν εξαντληθεί από νωρίς και καλαμπόκι στην αγορά δεν υπήρχε.

Κοντά σ΄αυτά πρέπει να προστεθεί και η κερδοσκοπία των αλευροβιομηχάνων, που καθώς μας πληροφορεί η Βραδυνή της 26/5/1932, στο Βόλο και στον Πειραιά οι μύλοι είχαν μεγάλα αποθέματα σιταριού αγορασμένα με τιμή δολαρίου 78 δρχ. και τα πούλησαν με τιμή δολαρίου 125 δραχμές. Εξ άλλου, η Ακρόπολις της προηγούμενης ημέρας είχε ένα καυστικό άρθρο, όπου με τίτλο «Στάχτη και νερό το ψωμί του λαού» έγραφε: «Μία νέα ανάλυσις αλεύρων απέδειξεν, ότι η νοθεία των συνεχίζεται συστηματική. Διότι άλλα μεν άλευρα απεκαλύφθησαν, ότι περιείχον τέφραν, άλλα δε πάλιν υγρασίαν. Και συνεχίζεται ούτω εις βάρος του λαού η ιστορία αυτή της νοθεύσεως των αλεύρων και του ψωμιού, του οποίου εν τούτοις η τιμή υψώνεται διαρκώς. …Οπωσδήποτε, είνε χαρακτηριστικόν, ότι οι νοθευταί έρριψαν εις τα άλευρα την στάκτην, την οποίαν συνήθως ρίπτουν εις τους οφθαλμούς του Κράτους. Όσον αφορά εξ άλλου την υγρασίαν, αύτη είνε γνωστόν, ότι σηκώνει… πολύ νερό, το οποίον πληρώνει ο λαός διπλά πλέον, εις την Ούλεν δηλαδή και εις τους αλευροβιομηχάνους».

Στα πρακτικά της Βουλής της συνεδρίασης Π της 8/6/1932, ο βουλευτής «κ.Π.Φλώρος, λέγει, ότι κατά τηλεγραφήματα και επιστολάς εκ Κονίτσης, δεν υπάρχει εκεί ούτε μία οκά αλεύρι για να αγοράσουν οι άνθρωποι, οι οποίοι αναγκάζονται και φεύγουν από τα χωριά των δια να αγοράσουν τοιούτον χωρίς να ευρίσκουν όμως».
 

Νωρίτερα, στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του 1932, ο Ριζοσπάστης, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από «χτεσινές αστικές εφημερίδες» και με τίτλο «ΨΩΜΙ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ! ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΑΖΕΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ» γράφει στην πρώτη σελίδα :

Τρίκκαλα – Καθ’ ά τηλεφωνούν εκ Καρδίτσης οι κάτοικοι των ορεινών χωρίων Μαστρογιάννη, Καταφυγίου, Κεγκλίδα,[;] Ζογλόπη κλπ κατήλθον εις την πόλιν κρατούντες σημαίας. Οι χωρικοί συγκεντρωθέντες μετέβησαν εν διαδηλώσει  και κραυγάζοντες «Ψωμί ή θάνατος», «Καλαμπόκι ή θάνατος»  εις την υποδιοίκησιν της χωροφυλακής, επιτροπή δε εξ αυτών παρουσιασθείσα εις τον υποδιοικητήν εζήτησε την άμεσον χορήγησιν αραβοσίτου, καθ’  όσον αι οικογένειαί των πένονται και προτιμούν να αποθάνουν εις τους δρόμους της Καρδίτσας παρά να επιστρέψουν με κενάς χείρας εις τα χωρία των. Ο υποδιοικητής  ανεκοίνωσεν ότι θα συνεννοηθεί μετά του διευθυντού του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τραπέζης,  εις τον οποίον απευθύνθησαν και οι χωρικοί λαβόντες απάντησιν να …αναμείνουν τας συνεννοήσεις μετά του κεντρικού καταστήματος της Αγροτικής. Οι χωρικοί εγκατεστάθησαν εις τας οδούς και εις τα διάφορα υπόστεγα εν αναμονή της απαντήσεως της Τραπέζης. Αι αρχαί προς πρόληψιν σκηνών έλαβον μέτρα τάξεως. Συνελήφθησαν δύο κομμουνισταί οι οποίοι είχον εισχωρήσει μεταξύ των χωρικών….
 

Τα προβλήματα αυτού του είδους πολλαπλασιάστηκαν τους επόμενους μήνες και κορυφώθηκαν στις αρχές του καλοκαιριού του 1932, όταν τα αμπάρια των αγροτόσπιτων της Θεσσαλίας άδειασαν τελείως, ο θερισμός αργούσε και η πείνα μάστιζε ακόμα και τους κατοίκους των πεδινών περιοχών. Οι εισαγωγές, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης όπως προαναφέρθηκε, καθυστερούσαν και ο κόσμος άρχισε να βρίσκεται σε απόγνωση. «Δια τους ορεινούς πληθυσμούς καθιερούται ο κρίθινος άρτος» μας πληροφορεί η εφημερίδα Μακεδονικά Νέα της Θεσσαλονίκης της 6/4/1932 και ότι «μεταξύ του Υπουργείου Γεωργίας και της Αγροτικής Τραπέζης διεξάγονται συνεννοήσεις δια την καθιέρωσιν κριθαροψώμου προς διατροφήν των κατοικούντων εις τα ορεινά διαμερίσματα».
 

Αυτό ήταν το γενικό πλαίσιο της κατάστασης στην Ελλάδα πριν από 81 χρόνια. Ας δούμε τώρα πώς αποτυπώθηκαν στις εφημερίδες της εποχής ορισμένα γεγονότα που έχουν σχέση με τον αγροτικό πληθυσμό της Δυτικής Θεσσαλίας και ειδικότερα της περιοχής Μουζακίου.
Σώθηκε το καλαμπόκι

Στο φύλλο της 27/4/1932 o Ριζοσπάστης έχει ανταπόκριση από το Μολεντσικό (Καλή Κώμη) Καρδίτσας και με αφορμή κάποιες διενέξεις στον τοπικό συνεταιρισμό σχετικά με την προμήθεια και τη διάθεση καλαμποκιού από την Αγροτική Τράπεζα, καταλήγει: «Οι κύριοι αυτοί για να εκδικηθούν τους χωριάτες δεν δώσανε πληρεξουσιότητα για να κατέβουν στην Τράπεζα για καλαμπόκι. Θέλουν να πάνε πάλι οι ίδιοι για να συνεχίσουν τις κλεψιές. Μάλιστα διαδίδουν πως το καλαμπόκι το δίνει σ’ αυτούς ο Αλεξανδρής, ο οποίος λένε δεν αναγνωρίζει άλλους.  Όμως εμείς κάνουμε δουλειά για να κινητοποιήσουμε τους χωριάτες να κατέβουμε όλοι μαζί στο Μουζάκι για ΔΩΡΕΑΝ καλαμπόκι και αλεύρι. Μόνο έτσι θα υποχωρήσει κι ο Αλεξανδρής και η Αλεξανδρίνα. Με τη γροθιά». Ο Απόστολος Αλεξανδρής με καταγωγή από την Αργιθέα, ήταν βουλευτής του ενιαίου τότε νομού Τρικάλων στον οποίο υπαγόταν και η Καρδίτσα και από τις 22/12/1930 έως τις 26/5/1932 χρημάτισε υπουργός Γεωργίας. Στις τελευταίες προτάσεις του τοπικού ανταποκριτή είναι φανερός ο επηρεασμός των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος για δράση, από τη δυναμική του νεαρού τότε σοβιετικού κράτους.
Με υπέρτιτλο «Από το δράμα της Θεσσαλίας» και τίτλο «Η απογοήτευση εκυρίευσε τον λαόν της Καρδίτσης», η εφημερίδα Ταχυδρόμος του Βόλου φιλοξενεί στην πρώτη σελίδα του φύλλου της 31/5/1932 μακρά ανταπόκριση του Φαίδωνα Μακρή από την Καρδίτσα, ο οποίος, με φιλοσοφική διάθεση, ξεκινά ως εξής:

Καρδίτσα, 30 – Όπως και εις τα Τρίκκαλα, έτσι και εδώ, μια αποπνικτική ατμόσφαιρα κορεσμένη με απόγνωσι έχει καλύψει την ζωήν της πόλεως. Ο κόσμος υποφέρει από τρομερές οικονομικές στενοχώριες, μ΄ακόμη περισσότερον από τον φόβον της επικειμένης αύριον. Δεν ελπίζουν πια σε καμμία καλλιτέρευσι της καταστάσεως. Το λαϊκόν απόφθεγμα “Κάθε χρόνο και χειρότερα κάθε πέρυσι και καλλίτερα” έχει αναχθή εις την αντίληψιν του κοσμάκη εις περιωπήν μαθηματικού αξιώματος.

Στις αρχές Ιουνίου του 1932 η απογοήτευση έδωσε τη θέση της στην οργή και οι αγρότες όχι μόνο των ορεινών περιοχών μα και των πεδινών ακόμα συγκεντρώνονταν στις  πόλεις και διαμαρτύρονταν για την έλλειψη ψωμιού. Στη Βέροια, την Κατερίνη, τα Γρεβενά και σε πολλες ακόμα πόλεις, οι αγρότες κατέβαιναν και απαιτούσαν από τις αρχές και κυρίως από την Αγροτική Τράπεζα την παραλαβή λίγων οκάδων καλαμποκιού για τις πεινασμένες οικογένειές τους. Τέτοιες αυθόρμητες συγκεντρώσεις έγιναν στο Μουζάκι και στα Τρίκαλα, και αποτέλεσαν ειδησεογραφικό θέμα για όλες  σχεδόν τις εφημερίδες, εκ των οποίων το πλουσιότερο ρεπορτάζ είχε η  Αναγέννησις των Τρικάλων και ο Ριζοσπάστης των Αθηνών.

 

Φόβοι  στα Τρίκαλα «δια διασάλευσιν της τάξεως»

Η εφημερίδα Θάρρος των Τρικάλων που αντιπολιτεύεται τον νομάρχη, τον κατηγορεί στις 4/6/1932 ότι «δεν είχε λάβει πρόνοιαν, καίτοι του υπεδείχθη να στείλη [στο Μουζάκι όπου κάθε Σάββατο γίνεται εβδομαδιαία αγορά] ουδέ την ελαχίστην ποσότητα, καίτοι εγνώριζε ότι θα κατήρχοντο οι ορεινοί να ζητήσουν καλαμπόκι».

Την ίδια ημέρα (Σάββατο 4/6/1932), η άλλη εφημερίδα των Τρικάλων, Η Αναγέννησις,  υπερασπίζεται τις ενέργειες του νομάρχη και παραθέτει εκτενέστατο ρεπορτάζ, στο οποίο κύριο στοιχείο αποτελεί, όχι η πείνα και η εξαθλίωση του πληθυσμού, αλλά ο φόβος για την «διασάλευσιν της τάξεως!»

«Κατόπιν ενεργειών του κ.Νομάρχου, αρχίζει η εφημερίδα, η Αγροτική Τράπεζα προέβη εις την αγοράν 2.250 τόννων αραβοσίτου παρ’ εισαγωγέων της πόλεώς μας, υπογράψασα και το σχετικόν συμβόλαιον». Ήδη στο λιμάνι του Βόλου είχαν φτάσει 550 τόνοι, αλλά τόσο από αυτούς  όσο και από τους υπόλοιπους 1700, μεγάλες ποσότητες άρχισαν να αποστέλλονται στην Πρέβεζα, τη Στυλίδα, το Καρπενήσι, τα Γρεβενά, την Καβάλα κλπ. Αυτό επιδείνωσε την έλλειψη και οι αγρότες άρχισαν να περιφέρονται στους δρόμους «με κενούς τους σάκκους των και να διαμαρτύρονται απειλούντες διατάραξιν της τάξεως». Στις 31 Μαίου ο νομάρχης έστειλε το «εξαιρετικώς επείγον» τηλεγράφημα στην Αγροτική. «Αποσταλέντες υπο Αγροτικής Τραπέζης Βόλου 100 τόννοι αραβοσίτου εξαντλήθησαν τελείως Στοπ. Παρακαλώ διαταχθή επειγόντως εντός της σήμερον Αγροτράπεζα Βόλου φορτώση σήμερον 100 τόννους ίνα κατορθωθή διανομή αυτών αύριον Στοπ. Συγχρόνως Μουζάκιον, Σοφάδες, Καρδίτσα ζητούν αραβόσιτον Στοπ. Απαραιτήτως δέον εντός ελαχίστων ημερών συγκεντρωθή ποσότης 1500 τόννων αραβοσίτου δια νομόν μου Στοπ. Αναμένω επείγουσαν απάντησιν προς καθησύχασιν πνευμάτων. Νομάρχης Τρικκάλων».
 

Την επόμενη ημέρα το κεντρικό της Αγροτικής απαντά ότι έδωσε εντολή στο Βόλο να στείλει 50 τόνους στα Τρίκαλα, 50 στην Καρδίτσα και 30 στην Καλαμπάκα και δηλώνει ότι μέχρι να έρθουν οι 1700 τόνοι δε μπορεί να στείλει άλλες ποσότητες. Ο νομάρχης επανέρχεται στις 2/6/01932 επικαλούμενος τηλεγράφημα και προφορική παράκληση του ειρηνοδίκη Μουζακίου, και τηλεγραφεί: «Επειδή εις Μουζάκιον ημέραν εβδομαδιαίας αγοράς κατέλθουν εκεί ορεινοί, παρακαλώ ευαρεστηθήτε διατάξητε υποκατάστημα Βόλου αποστείλει εις σταθμόν Καλυβίων δια Μουζάκιον 1 ή 2 βαγόνια αραβοσίτου, διότι ειρηνοδίκης Μουζακίου δηλοί απεκδύεται ευθύνης δια τα συμβησόμενα».
 

Η Ομοσπονδία Επαγγελματιών εκφράζει φόβους διαρπαγής των καταστημάτων τους από τους πεινασμένους  αγρότες και δηλώνει την πρόθεση των μελών της να κλείσουν τα καταστήματά τους. Παράλληλα στέλνει κι αυτή τηλεγράφημα στην Αγροτική και τονίζει: «Αναμείνατε πράγματα τάξεως εφ’ όσον μέχρι 5ης τρέχοντος δεν αποσταλή σοβαρά ποσότης αραβοσίτου. Κόσμος νομού μας πεινών δεν αντέχει πλέον. Αναλάβατε ευθύνην. Πρόεδρος Ομοσπονδίας Σ.Καταφυγιώτης, Γ.Γραμματεύς Ι.Καλμπογκίνης». Ο νομάρχης συναντιέται με τους εμπόρους, αποτρέπει το κλείσιμο των καταστημάτων τους και στέλνει αμέσως στο Υπουργείο Εσωτερικών με κοινοποίηση στην Αγροτική το ακόλουθο τηλεγράφημα:  «Εμπορικός και Επαγγελματικός κόσμος συγκεντρωθείς εις Νομαρχίαν ζητεί άμεσον αποστολήν αραβοσίτου εις Τρίκκαλα προβλέπει διατάραξιν δημοσίας τάξεως εάν Δευτέραν δεν υπάρχει τοιούτος εις Τρίκκαλα Στοπ. Απηύδησε πλέον αποστέλλων εκκλήσεις εις Αγροτράπεζαν Αθηνών η οποία ασυγκίνητος δεν συναισθάνεται κρισιμότητα στιγμών ας διερχόμεθα Στοπ. Και προφορικώς και δια σωρείας τηλεγραφημάτων επιχειρώ προκαλέσω συγκίνησιν Αγροτικής η οποία εξακολουθεί δίδουσα εντολάς εις υποκατάστημα Βόλου προς αποστολήν εκείθεν αραβοσίτου εις άλλας περιφερείας του κράτους ενώ νομός μας διέρχεται τραγικάς στιγμάς πείνης Στοπ. Προς καταμερισμόν ευθυνών προειδοποιώ Κυβέρνησίν μου ότι εάν μέχρι Κυριακής εσπέρας δεν φθάσουν εις Τρίκαλα τουλάχιστον 20 βαγόνια αραβοσίτου, την Δευτέραν διασάλευσις δημοσίας τάξεως επέλθη πλήρως Στοπ. Παρακαλώ διατάξατε. Νομάρχης Τρικκάλων».
 

Συλλαλητήριο στο Μουζάκι!

Κι ενώ αυτά καταγράφονται στα τρικαλινά φύλλα των εφημερίδων το Σάββατο 4/6/1932, την ίδια ημέρα στο Μουζάκι κατέβηκε πλήθος αγροτών από τα πιο κοντινά ως τα πιο απομακρυσμένα χωριά της περιοχής και συγκρότησαν μια αυθόρμητη διαδήλωση  απαιτώντας καλαμπόκι.«Χιλιάδες πεινώντων ορεινών Δήμων Αγράφων, Απεραντίων, Ιθώμης και Γόμφων κατήλθον ενταύθα να προμηθευθώσιν αραβόσιτον και μη ευρόντες συνεκρότησαν συλλαλητήριον αυθόρμητον, μετέβησαν Ειρηνοδίκην Αστυνόμον, ηπειλήθη διασάλευσις τάξεως, …χιλιάδες παραμένουν λιπόθυμοι εκ πείνης αναμένοντες αποστολήν αραβοσίτου…» τηλεγραφεί από το Μουζάκι ο ανταποκριτής της εφημερίδας Θάρρος με το ψευδώνυμο Καίσαρ.
Η κάλυψη των γεγονότων του Μουζακίου είναι εκτενέστερη στην εφημ. Η Αναγέννησις, της οποίας ο ανταποκριτής γράφει: «Δύο χιλιάδες περίπου ορεινοί, άνδρες, γυναίκες, παιδιά και κοράσια εκ διαφόρων ορεινών διαμερισμάτων, από πρωίας κατέκλυσαν την αγοράν μας, ίνα προμηθευθώσιν αραβόσιτον. Καθ’ ομάδας δε και με κενούς σάκκους επ’ ώμου και ανά χείρας περιήρχοντο την αγοράν μας ίνα εύρωσιν έστω και ολίγας οκάδας αραβοσίτου. Δυστυχώς όμως αι αποθήκαι ήσαν όλαι κεναί καθ’ όσον  από τριών περίπου εβδομάδων αραβόσιτος δεν υπάρχει εις την αγοράν μας. Τούτου ένεκεν καθ΄ομίλους συγκεντρωμένοι άλλοι μεν εσχολίαζον, αλλοι εμεμψιμοίρουν και άλλοι εφώναζον «καλαμπόκι» «πεινάμε». Εκείνο το οποίον μας έκαμε εξαιρετικήν εντύπωσιν είναι ότι στα πρόσωπα πολλών τούτων ήσαν ευδιάκριτα τα ίχνη των αποτελεσμάτων της πείνης. Δεν ήσαν οι συνήθεις ορεινοί τους οποίους άλλοτε εβλέπαμεν με ζωήν και ενεργητικότητα. Ομοίαζον με σκελετούς ή σκιάς ανθρώπων εις ους  καταφανή ήσαν τα σημεία της απογνώσες ως και ευδιάκριτα τα ίχνη της εξαντλήσεως, τέλος άνθρωποι μόλις συγκρατούμενοι εις τα πόδια των. Το ροδόχρουν χρώμα όπερ εστόλιζε άλλοτε τα παρειάς των ορεινών γυναικών και κορασίων είχε αντικατασταθεί από το αποκρουστικόν πράσινον τοιούτον λόγω της ανεχείας και της κακής και πλημμελούς διατροφής».
 

Λιποθυμίες από την πείνα

Αυτό επισημαίνει και ο ανταποκριτής της εφημερίδας Ριζοσπάστης, σε κείμενο που δημοσιεύεται λίγες μέρες αργότερα. «Στα πρόσωπα όλων αυτών έβλεπε κανείς έκδηλα τα σημεία της πείνας που μας έχει ρίξει η κεφαλαιοκρατική κυβέρνηση. Δεν ήταν οι παληοί ορεινοί που τους γνώριζε κανείς με ροδαλό πρόσωπο, αλλά σκελετωμένοι άνθρωποι που έμοιαζαν με σκιές. Δεν είναι καθόλου υπερβολή όταν πούμε ότι πολλοί απ΄ αυτούς αρκετές μέρες δεν έχουν φάει ούτε ένα κομμάτι μπομπότα. Από την πείναν  λιποθύμησε ένας γέρος έξω από το φαρμακείο του Κούρτη και μια κοπέλλα έξω από το ειρηνοδικείο. Έτσι μας κάνει η κυβέρνηση, αγνώριστους».
 

Καλαμπόκι, πεινάμε, θέλουμε να φάμε!

Και συνεχίζει με τα γεγονότα της ημέρας:

«Από πολύ νωρίς οι αρχές όταν είδαν τόσους αγρότες, πήραν έκτακτα μέτρα. Ολόκληρη η χωροφυλακή κινητοποιήθηκε και με περιπολίες διέτρεχε όλο το χωριό. Ο σταθμάρχης, ο έφορος, ο ειρηνοδίκης, προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τους χωρικούς, λέγοντάς τους ότι θα μοιραστεί καλαμπόκι, αλλά επειδή δεν βρίσκεται στις αποθήκες, πρέπει να περιμένουν. Τηλεφωνούσαν διαρκώς στην Καρδίτσα να στείλουν καλαμπόκι, τονίζοντας πως δεν μπορούν να κρατήσουν την εξέγερση των αγροτών. Οι αγρότες, όσο περνούσε η ώρα και δεν έφτανε το καλαμπόκι, ξεσπούσαν σε εκδηλώσεις αποδοκιμασίας. Πολλές ομάδες άρχισαν να φωνάζουν: «ΠΕΙΝΑΜΕ», «ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ», «ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΦΑΜΕ».

Στη ζωαγορά συγκεντρώθηκε μια μεγάλη μάζα αγροτών και ξεσπούσε σε εκδηλώσεις αποδοκιμασίας κατά του κράτους και της Αγροτικής Τραπέζης. Διαρκώς ακούονταν οι φωνές «πεινάμε, θέλουμε να φάμε». Η αστυνομία επενέβη και άρχισε να τρομοκρατεί τους αγρότες, ότι θα τους στείλει στον εισαγγελέα, σύγχρονα δε προσπαθούσε να τους καθησυχάσει με υποσχέσεις, πως σε λίγο θα φτάσει καλαμπόκι.

Στις 6 το απόγευμα έφεραν ένα βαγόνι καλαμπόκι από το σταθμό Καλυβίων με αυτοκίνητα. Ένα βαγόνι όμως σε τόσο πεινασμένο κόσμο δεν είνε τίποτα. Το διατίμησαν προς 3,80 την οκά και έδιναν 10 οκάδες σε κάθε οικογένεια. Δέκα οκάδες όμως σε μια οικογένεια που το χωριό της απέχει απ’ εδώ 2 και 3 μέρες είνε μια φανερή κοροϊδία. Τι να πρωτοκάνουν με δέκα οκάδες καλαμπόκι; Πρέπει να σημειωθεί πως πολλοί έφυγαν χωρίς να πάρουν γιατί δεν είχαν τις 38 δραχμές που χρειάζονταν για τις 10 οκάδες. Κάθε μέρα και η πείνα παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Πολλοί αγρότες πήγαν στο Μητροπολίτη και τον παρεκάλεσαν να μεσολαβήσει όπως τους σταλεί καλαμπόκι για να μην πεθάνουν από την πείνα. Μα αυτός, όπως και ο σταθμάρχης και τα άλλα τσιράκια του κεφαλαίου, τους σύστησε υπομονή».

Ταυτόσημα είναι και τα συμπεράσματα του συντάκτητης Αναγέννησης, ο οποίος διαπιστώνει ότι «Εν βαγόνιον αραβοσίτου δια τόσας χιλιάδας οικογενείας πεινώσας, αποτελεί σταγώνα εν τω ωκεανώ. Τι να κάνει τας δέκα οκάδας ο ορεινός χωρικός και μάλιστα όταν το χωρίον του απέχει 2 και 3 ημέρας απ’ εδώ. Αυτός να φάγη ή η οικογένειά του; Δεν σώζεται η κατάστασις με ένα βαγόνιον ουδέ χορταίνουν αι οικογένειαι των ορεινών με δέκα οκάδας καλαμπόκι. Χρειάζεται καλαμπόκι αρκετό δια να χορτάσωσιν οι άνθρωποι μέχρις ότου αρχίση ο θερισμός της κριθής, ότε και εξοικονομούνται τότε μεταξύ των και αυτό πρέπει να το εννοήση η Αγροτική Τράπεζα, άλλως θα έχωμεν λυπηρά γεγονότα τα οποία εξ ολοκλήρου θα βαρύνουν αυτήν».

Και σε διαφορετική -αγωνιστική- λογική ο Ριζοσπάστης, δεν παρέλειψε να επισημάνει, ότι «αν[οι αγρότες] κινητοποιόντουσαν πιο οργανωμένα, αν σε κάθε χωριό είχανε επιτροπές αγώνα, όπως τους λέει το Κομμουνιστικό Κόμμα και είχανε επικεφαλής τους κομμουνιστές, τότες όχι μόνο το ένα βαγόνι θα φέρνανε οι αρχές, αλλά και θα αναγκαζόντουσαν να το μοιράσουν δωρεάν».

«Οι Θεσσαλοί αγρόται ζητούν καλαμπόκι επί πληρωμή και δεν βρίσκουν – Το χθεσινόν συλλαλητήριον στο Μουζάκι»  είναι ο τίτλος τηλεγραφήματος της Ακροπόλεως, η οποία ανφέρει ότι «oι πεινώντες χωρικοί, μη ευρίσκοντες αραβόσιτον, συνεκρότησαν αυθόρμητον συλλαλητήριον, κατά το οποίον ηπειλήθη η διασάλευσις της τάξεως, λόγω του κρατούντος ζωηρού ερεθισμού» και παρατηρεί ότι το ποσόν του αραβοσίτου που εστάλη «τυγχάνει τελείως ανεπαρκές, δεδομένου ότι χιλιάδες αγροτών έχουν φθάσει εις το σημείον να λιποθυμούν εκ πείνης».

«Η κατάστασις είνε απελπιστική» γράφει η αθηναϊκή εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος και συμπληρώνει πως «εάν δεν αποσταλή εκ Βόλου αρκετή ποσότης αραβοσίτου, δεν  αποκλείεται να λάβουν ώραν αιματηραί σκηναί».
 

Δυο φορτώματα ξύλα, τρεις οκάδες καλαμπόκι!

Κάπως έτσι καλύφθηκαν από τον τύπο τα γεγονότα που συνέβησαν στο Μουζάκι, που αποτελούν ίσως τη μεγαλύτερη κινητοποίηση πληθυσμού στην ιστορία του. Και θα κλείσουμε την αναδρομή αυτή -στην οποία προσπαθήσαμε να κρατήσουμε την ορθογραφία των πρωτότυπων κειμένων- με ένα άλλο απόσπασμα από τον Ριζοσπάστη, από το οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει πόσο πραγματικά άξιζαν οι 3,80 δραχμές που απαιτούνταν για την αγορά μιας οκάς καλαμποκιού. Δημοσιεύτηκε στις 7/6/1932 με την υπογραφή «Χωρικός» και τίτλο:

Καρδίτσα, Δύο φορτώματα ξύλα 12 δραχμές«Τις μέρες αυτές ένας φτωχός αγρότης έφερε δύο φορτώματα ξύλα από το χωριό του, 5-6 ώρες μακρυά, για να πάρει καμιά οκά καλαμπόκι. Περνώντας απ’ το φόρο, δεν βρήκε εκεί το φορατζή και μπήκε στην πόλη. Επί τέλους ξαίρετε πόσο πούλησε και τα δυο φορτώματα; Μόλις ΔΩΔΕΚΑ δραχμές. Σε λίγο όμως φτάνει αγριεμένος κι  ο φορατζής, ο οποίος του πήρε 4 δραχμές για το φόρο και δυο για πρόστιμο.Του έμειναν μονάχα 6 δραχμές. Τι να τις κάνει; Πολλοί εργάτες και χωρικοί που παρακολούθησαν το γεγονός αυτό καταγανάχτησαν και ελεύθερα καταφέρονταν ενάντια στην κυβέρνηση και την κεφαλαιοκρατία».
Και για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό το μέγεθος της αναντιστοιχίας του εισοδήματος των χωρικών παραθέτουμε ενδεικτικά τις τιμές από ορισμένα τρόφιμα του καθημερινού δελτίου τροφίμων, όπως το πήραμε από την Βραδυνή της 27/5/1932: Έλαιον γ’ ποιότητος 28, ζυμαρικά α’ ποιότητος 32.50 ζυμαρικά εγχώρια κοινά 13, όρυζα γλασσέ Ιταλίας 16, φακές 11.50, ελαίαι μαύραι χονδραί 18, ζάκχαρις Τσεχοσλοβακίας 22, ρεβύθια εγχώρια 11, φασόλια σειράς 7.80, πατάτες ντόπιες 7, ντομάτες Αιγύπτου 13, κρέας αμνού 40, κρέας μόσχου 34, κοτόπουλα 65.

Επίλογος

Αφορμή για τούτη την ιστορική αναδρομή, που συμπίπτει χρονικά με την επέτειο του Κιλελέρ, εκτός από τις δυσκολίες που βιώνει καθημερινά ολόκληρος ο Ελληνικός λαός, εκτός από τις εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, τους απολυμένους, αυτούς που αναγκάζονται να κλείσουν τα μαγαζιά τους, τους άστεγους, εκείνους που καθημερινά ψάχνουν στους κάδους απορριμάτων, αποτέλεσε και ένα ειδησάριο για δημιουργία κοινωνικού παντοπωλείου στο Μουζάκι καθώς και η διανομή τροφίμων σε 602 οικογένειες της Αργιθέας. Δυστυχώς ο καιρός έχει γυρίσματα!

Γιώργος Γούσιας 
Μάρτης 2013

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ