Το Ελληνογερμανικό Θέατρο Κολωνίας του Κώστα Παπακωστόπουλου τόλμησε φέτος να ανεβάσει ένα σημαδιακό έργο του 20ού αιώνα, τις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ. «Πιστεύω», μας λέει ο σκηνοθέτης, «ότι σήμερα διανύουμε μια ιδιαίτερη περίοδο της ιστορίας. Βιώνουμε μια κλιματική αλλαγή με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον του πλανήτη μας, ένα πόλεμο στην Ευρώπη, που σύντομα θα μπορούσε να μετατραπεί σε παγκόσμιο, τρία χρόνια πανδημίας που τραυμάτισαν τις συνήθειές μας. Ένας κόσμος με συγκεκριμένες αξίες και αρχές, που χτίστηκε με επιτυχία με το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, φαίνεται να οδεύει προς το τέλος του. Έτσι το έργο του Μπέκετ, το ρέκβιεμ της κλασσικής αστικής κοινωνίας, μου φαίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο.» Και το κοινό στο θέατρο Ουρανία της Κολωνίας παρακολουθεί αυτή την παράσταση μαγκωμένο, άναυδο, καθηλωμένο. Τώρα που έρχεται αντιμέτωπο με μια σκαιά αλήθεια μέσα από τον παραληρηματικό λόγο της Γουίνι, αυτό το ψέλλισμα της ψυχής της, αυτό το μινύρισμα της ψυχής της.
΄Ξεκλειδώνοντας΄ ένα ιδιαίτερο κείμενο
Ο Κώστας Παπακωστόπουλος εδώ και δεκαετίες ανεβάζει συνήθως διασκευές ελληνικών μύθων αντλώντας από το αρχαίο υλικό παραλληλίες, νύξεις, νουθεσίες για το σήμερα. Η φετινή επιλογή του Μπέκετ, ενός κλασσικού του μοντέρνου θεάτρου, που διέγνωσε πολύ έγκαιρα και αποτύπωσε στα έργα του την κατάρρευση της αστικής ευαισθησίας, είναι μια εντελώς διαφορετική σκληραγωγία. «Ένας λόγος τόσο αυστηρά δομημένος, όπως αυτός του Μπέκετ», μας λέει, «αφήνει ελάχιστα περιθώρια στον σκηνοθέτη να παρέμβει και να αναπτύξει εύκολα τα δικά του οράματα. Γι’ αυτό και πολλοί αποφεύγουν να σκηνοθετήσουν τα έργα του. Για μένα προσωπικά ήταν μια μοναδική πρόκληση να ‘ξεκλειδώσω’ αυτό το ιδιαίτερο κείμενο, να ανακαλύψω τους ρυθμούς του και να το μεταφέρω σε μια υπερβατική, παραμυθένια εποχή ενός ερημωμένου κόσμου, που υπονοεί τον δικό μας.» Ο άλογος λόγος της Γουίνι έχει γραφεί για μια πενηντάρα και κατά προτίμηση ξανθιά και κάπως ευτραφή ηθοποιό. Αλλά μήπως είχε αυτές τις προδιαγραφές η Χριστίνα Τσίγκου που έπαιξε τη Γουίνι τη δεκαετία του 60 στο Παρίσι και την Αθήνα, συνεπαίρνοντας και τον ίδιο τον Μπέκετ; Ούτε η Λίζα Σοφί Κους διαθέτει αυτές τις προδιαγραφές, αλλά τη στόφα μιας καλής ηθοποιού που μας έπεισε.
Τώρα, στο δέλτα του καιρού που βρισκόμαστε, δεν είναι πια βέβαιο αν η εγκατάλειψη της πεπατημένης, η υπέρβαση των εσκαμμένων είναι ζήτημα γενναιότητας ή πνευματικής φινέτσας. «Νομίζω», καταλήγει ο Κώστας Παπακωστόπουλος, «ότι είναι ενδιαφέρον στη ζωή μας κάποιες φορές να αφήνουμε αυτά με τα οποία χρόνια καταπιανόμαστε και να δοκιμάζουμε τελείως διαφορετικούς δρόμους, έτσι ώστε να συναντήσουμε και πάλι το παρελθόν μας με ένα νέο βλέμμα. Αν και στην περίπτωση του Μπέκετ θα έλεγα ότι δεν βρισκόμαστε και τόσο μακριά από την αρχαία τραγωδία, την οποία εμείς ως Ελληνογερμανικό Θέατρο εδώ και χρόνια παρουσιάζουμε. Όπως έχει σωστά ειπωθεί, η ιστορία της αρχαίας τραγωδίας ξεκινά με τον επικό λόγο του Αισχύλου και κλείνει με τη σιωπή του Μπέκετ.» Σιωπή, τώρα που τέλειωσε και το σιρόπι στο μπουκαλάκι της Γουίνι, τώρα που σώθηκε κι η οδοντόκρεμά της στο σωληνάριο.
Σπύρος Μοσκόβου