Η κυβέρνηση Σούνακ πανηγυρίζει την συμμετοχή της Βρετανίας στην εμπορική συμφωνία CPTPP ως «απόδειξη των ελευθεριών του Μπρέξιτ». Tα οφέλη ωστόσο προβλέπονται πενιχρά.Βρισκόμαστε τρία χρόνια μετά την επίσημη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γνωστό σε όλους Brexit, δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει αν ήταν η σωστή ή η λάθος απόφαση για τη Βρετανία καθώς στοιχεία και απόψεις υποστηρίζουν και τις δυο πλευρές. Παρόλα αυτά, ως το βασικό μανιφέστο της συντηρητικής κυβέρνησης πρέπει να αποδείξει άμεσα ότι τα θετικά υπερισχύουν κατά πολύ τα αρνητικά. Σε αυτό το κλίμα ήρθε να προστεθεί η είσοδος της χώρας στη «Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για τη Διειρηνική Συνεργασία» (CPTPP).

Πρόκειται για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της Αυστραλίας, του Μπρουνέι, του Καναδά, της Χιλής, της Ιαπωνίας, της Μαλαισίας, του Μεξικό, της Νέας Ζηλανδίας, του Περού, της Σιγκαπούρης, του Βιετνάμ και πλέον και του Ηνωμένου Βασιλείου. Μάλιστα, η Βρετανία γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, η οποία συμμετέχει στη συμφωνία και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ θέλησε να το ανακοινώσει με ιδιαίτερα διθυραμβικό τρόπο καθώς υποστήριξε ότι είναι μια νίκη του Brexit και της κυβέρνησής του. Είναι όμως πράγματι έτσι;

Μικρή αύξηση ΑΕΠ σε βάθος δεκαετίας

Βρετανικά άρθρα γνώμης σήμερα, εμβαθύνουν στο περιεχόμενο της συμφωνίας ενώ στοιχεία της κυβέρνησης δείχνουν αύξηση του ΑΕΠ της χώρας κατά μόλις 0,08% σε βάθος 10ετίας, δηλαδή περίπου 1,8 δισεκατομμύρια λίρες.Χαρακτηριστικό του μεγέθους, ότι η συμφωνία της Βρετανίας με την Ινδία, που βρίσκεται ακόμα «στα σκαριά», υπολογίζεται ότι ενισχύσει τη βρετανική οικονομία κατά 0,12% έως 0,22%, μέχρι το 2035.

Οι Financial Times έγραψαν μάλιστα ότι ο Σούνακ «ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του απέδειξε ότι «αρπάζει τις ελευθερίες μετά το Μπρέξιτ». Και είναι αλήθεια, ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός δήλωσε ότι αυτή η συμφωνία «αποδεικνύει τα πραγματικά οφέλη της εξόδου από την ΕΕ» καθώς, όπως πρόσθεσε, η χώρα ως μέλος της εμπορικής ινδοειρηνικής συμφωνίας βρίσκεται σε προνομιακή θέση στην παγκόσμια οικονομία ώστε να εκμεταλλευτεί νέες θέσεις εργασίας, ανάπτυξης και καινοτομίας».

Η νέα εμπορική συμφωνία όντως θα εξαφανίσει τους δασμούς στο 99% των προϊόντων που εξάγει η Βρετανία προς τις χώρες αυτές, όπως τυρί, σοκολάτες, αυτοκίνητα, τεχνολογικά μηχανήματα αλλά και αλκοολούχα ποτά όπως το τζιν και το ουίσκι. Προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους (OBR) εκτιμούν ότι, σε βάθος χρόνου, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα συρρικνωθεί κατά 4%, σε σύγκριση με τις δυνατότητες της χώρας εντός της ΕΕ.

Εισαγωγή επικίνδυνων προϊόντων για το περιβάλλον και την υγεία

Παράλληλα, οικολογικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, χαρακτηρίζουν τη συμφωνία «εξοργιστική» καθώς θα ενισχύσει την εισαγωγή επικίνδυνων προϊόντων τόσο για το περιβάλλον, όσο και για την υγεία. Η Ντανιέλα Μοντάλτο, επικεφαλής προστασίας των δασών στη Greenpeace UK, δήλωσε στους Financial Times ότι «η εξαφάνιση των δασμών σε προϊόντα όπως το φοινικέλαιο θα προσθέσει μόνο κίνητρα για περαιτέρω καταστροφή».

Παράλληλα δε, θα υπάρξουν και αλλαγές στην εισαγωγή κρέατος. Για παράδειγμα, το καναδικό μοσχάρι, μέχρι στιγμής, δεν κυκλοφορούσε στη βρετανική αγορά λόγω των ορμονών που εμπεριέχει. Πλέον όμως υπολογίζεται ότι στη χώρα θα εισάγονται πάνω από 13.000 τόνοι ετησίως. Βέβαια, σε αυτό τον τομέα δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο πως θα λειτουργήσει στην πράξη η βρετανική κυβέρνηση. Σύμφωνα με την εφημερίδα Express, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα σεβαστεί την υπάρχουσα νομοθεσία που απαγορεύει την εισαγωγή και πώληση τέτοιου είδους κρεάτων. Η υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Κέιμι Μπέιντενοκ που ερωτήθηκε αν η περαιτέρω απελευθέρωση των εισαγωγών πλήξει τη βρετανική γεωργία, αρνήθηκε ότι θα έφερνε πρόβλημα, τονίζοντας ότι η συμφωνία «θα δημιουργήσει μια νέα αγορά για τους αγρότες».

Την ανησυχία του για την ασφάλεια των καταναλωτών εξέφρασε και ο σκιώδης υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Νικ Τόμας Σίμοντς, από το κόμμα των Εργατικών, λέγοντας πως «αν και ενθαρρυντική η συμφωνία με τα μέλη του CPTPP παραμένουν ερωτήματα για την ασφάλεια τροφίμων, την προστασία δεδομένων αλλά και τοπεριβάλλον».

Ζωή Κατζαγιαννάκη, Λονδίνο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ