Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Τα περισσότερα χωριά, κυρίως τα ορεινά, έχουν τη δική τους μοίρα. Τον ξενιτεμό, τη νοσταλγία για την πατρίδα και το όνειρο της επιστροφής.  Αυτοί που έφυγαν από τα χωριά με ένα μαντήλι και λίγες ευχές, αφήνοντας πίσω τους πέτρες και βράχια, και πήγαν στα ξένα, γεμάτοι όνειρα για μια καλύτερη ζωή, νοσταλγούν τον τόπο που τους γέννησε και γυρίζουν πότε-πότε να προσκυνήσουν τη γενέθλια γη.  Οι μικρές μας πατρίδες για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ο μεγάλος αιμοδότης της ξενιτιάς, με χιλιάδες μετανάστες να είναι διασκορπισμένοι εκείνα τα χρόνια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ήταν μεγάλη η αιμορραγία για τα μέρη αυτά, γιατί έφευγε ο νέος πληθυσμός, ερήμωναν ολόκληρα χωριά και μαράζωνε ο τόπος με τη μοναξιά των γερόντων που ζούσαν μονάχα για να περιμένουν. Δεν υπήρχε σπίτι να μην έχει και έναν ξενιτεμένο. Όσοι έμεναν πίσω δε σταματούσαν να τους σκέφτονται, να προσμένουν την επιστροφή τους και να πονούν. Και ο πόνος τους έγινε τραγούδι, και το τραγούδι βάλσαμο που τους γλυκαίνει κάπως τις πικραμένες τους καρδιές.

Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που είσαι;
Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι.
Το δάκρυ μου είναι καυτό και καίει το μαντήλι.
Το «Ξενιτεμένο μου πουλί» είναι το πιο γνωστό τραγούδι, που αναφέρεται στον ξενιτεμένο νέο. Το άκουσμά του σκορπάει ρίγη συγκίνησης. Το τραγουδούν σε πολλές περιοχές της Ηπείρου, για να εκφράσουν το μεγάλο τους πόνο γι’ αγαπημένα τους πρόσωπα που βρίσκονται μακριά. Η λαϊκή μούσα παρομοιάζει τον ξένο με αποδημητικό πουλί, που έφυγε και βρίσκεται μόνος κι έρημος, με το παράπονο να τον πνίγει κάθε μέρα. Η ξενιτιά χαίρεται τα νιάτα του, ρουφώντας τα μέρα με τη μέρα, κρατώντας τον σφιχτά στην αγκαλιά της και πίνοντας καθημερινά τον τίμιο ιδρώτα του προσώπου του, ενώ οι δικοί του πίσω λιώνουν απ’ τον καημό του γυρισμού.
Αυτά που θέλουν να του στείλουν για να του δείξουν πως τον σκέφτονται και πως πονούν γι’ αυτόν, δεν φτάνουν γιατί είναι μακριά. Το μόνο που μπορούν να του στείλουν νοερά είναι ο πόνος, το δάκρυ της ψυχής, η σκέψη και η αμέριστη αγάπη τους, που είναι πολύτιμη σαν χρυσοκέντητο μαντήλι. Μα το μαντήλι καίγεται απ’ το μεγάλο πόνο, που σαν το δάκρυ είναι καυτός και καίει.
Πολλά παιδιά εκείνα τα χρόνια από τα χωριά της Άρτας πήγαιναν στα καράβια. Πήγαιναν από μικρή ηλικία, με την προϋπόθεση να κάνουν ένα κομπόδεμα και μετά από κάμποσα χρόνια να γυρίσουν πίσω, για να συνεχίσουν τη ζωή τους είτε αγοράζοντας κάποια ακίνητα, είτε ανοίγοντας κάποια επιχείρηση. Επίσης κάποιοι που είχαν αδερφάδες για παντρειά, έπρεπε να τις προικίσουν κιόλας. Οι περισσότεροι από αυτούς πήγαιναν στα καράβια και μετά από κάποια χρόνια επέστρεφαν, ενώ λίγοι ήταν αυτοί που επέστρεφαν σε μεγάλη ηλικία. Κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις  από αυτούς ξεγελιόνταν από τον τρόπο ζωής και έμεναν για πάντα εκεί, αφού παντρεύονταν κιόλας γυναίκα ξένη.

Κίνησαν τα καράβια να παν στην ξενιτιά.
Κίνησε κι ο καλός μου να πάει κι αυτός  μαζί.
Μα ούτε γράμμα στέλνει μα ούτε και γραφή.
Λαμπρή ανήμερα μου στέλνει, μου λέει να παντρευτώ.

Από τα πιο συνηθισμένα τραγούδια που χόρευαν στα πανηγύρια αυτοί που είχαν στα καράβια αγαπημένα πρόσωπα. Το χόρευαν επίσης και οι ίδιοι οι ναυτικοί, ή οι καραβίσιοι όπως τους έλεγαν, όταν τύχαινε να ξεμπαρκάρουν εκείνες τις μέρες που ήταν το πανηγύρι.

«Ξεμπαρκάρισα, νάααουμε (να πούμε), γιατί άλλαξα βαπόρι, νάααουμε, και θα την αράξω, νάααουμε, στο χωριό όλο το καλοκαίρι, νάααουμε», έλεγαν.   Θα ’ταν κάπου στα 1970 όταν ο αδερφός της μάνας μου, μου έστειλε από τα καράβια που ήταν, 100 δολάρια και την παραγγελία να χορέψω στο πανηγύρι το τραγούδι «Κίνησαν τα καράβια».
Τα τραγούδια της ξενιτιάς συγκινούν τους πάντες στο άκουσμά τους, αναδεικνύοντας μέσα από τους λιγοστούς στίχους την όλη πραγματικότητα.

Από μικρός στην ξενιτιά, στα έρημα τα ξένα,
χωρίς να έχω συντροφιά, παρηγοριά κανένα.
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, εσύ και τα καλά σου,
χωρίζεις μάνες με παιδιά και τα κρατάς κοντά σου.
Η λαϊκή μούσα αναθεματίζει την ξενιτιά και τα υποτιθέμενα καλά της. Γιατί χωρίζει αγαπημένα πρόσωπα και τα κρατάει κοντά της. Χωρίζει οικογένειες, ερωτευμένους νέους, φίλους, αφήνοντας πίσω την ποθεινή πατρίδα, αλλά και πόνο, στενοχώρια, δάκρυα, τη λαχτάρα της προσμονής, αλλά και την ελπίδα της επιστροφής.
Στη σημερινή εποχή, με τα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας, οι αποστάσεις έχουν μικρύνει ή και έχουν μηδενιστεί. Εκείνα τα χρόνια όμως, ξενιτιά δεν ήταν μόνο η ξένη χώρα, αλλά και η εσωτερική μετανάστευση, γιατί οι αποστάσεις θεωρούνταν μακρινές, ακόμα και από το χωριό στην πόλη. Δυο μέρες έκαναν να πάνε από το χωριό στην Άρτα και πολύ περισσότερο σε άλλες πόλεις. Πολλοί από τους κατοίκους, κυρίως οι άντρες, έφευγαν τους χειμερινούς μήνες και πήγαιναν να δουλέψουν σε εποχιακές δουλειές. Έβγαζαν λίγα χρήματα για να ξεχρεώσουν τα προηγούμενα βερεσέδια, έβγαζαν και καμιά μπούγλα (μικρός τενεκές) λάδι για να περάσουν τη χρονιά και ήταν άρχοντες. Επέστρεφαν πριν το Πάσχα για να ασχοληθούν με τις αγροτικές δουλειές. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι άντρες έφευγαν από τα χωριά και γυρνούσαν μετά από χρόνια. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γυναίκες κρατούσαν ολόκληρη οικογένεια στις πλάτες τους, δουλεύοντας συγχρόνως και στις αγροτικές δουλειές. Ήταν οι ηρωίδες της οικογένειας και της κοινωνίας γενικότερα.
Κουμάντο στο σπίτι έκανε η πεθερά, που «κράταγε τη σακούλα» (οικονομία), κράταγε και τα παιδιά κυρίως τα μικρά, όταν η μάνα ήταν στις αγροτικές δουλειές. Και καμιά φορά όταν είχε και κάνα μικρό στην αγκαλιά, το έπαιζε στα γόνατα και του έλεγε χαριτολογώντας:

Πω, πω, πω και μια μηλιά,
είν’ η μάνα του γριά
κι ο μπαμπάς του παλικάρι,
πάει γυρεύοντας για άλλη.

Όσοι έφευγαν το χινόπωρο από την ορεινή πατρίδα, αποχαιρετίζονταν και εύχονταν «καλή αντάμωση». Μερικοί συγκινούνταν και έκλαιγαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός όταν ένας που έφευγε συγκινήθηκε, και κάποιος άλλος, για να τον παρηγορήσει, του είπε: «Μη στενοχουριέσι ουρέ χαζέ, κιο ιγώ έφτασα ως πέρα στ’ν  Κόπρινα (λιμάνι του Αμβρακικού) κι γεύκα τ’ν αρμύρα τ’ς θάλασσα κι ισύ απ’ θα πας ιδώια στου Πλατανόριμα» (σήμερα φράγμα Πουρναρίου).
Προσμένει την ώρα ο ξενιτεμένος, να γυρίσει πίσω στο μέρος που μεγάλωσε.

Τώρα είν’ ο Μάης κι άνοιξη τώρα το καλοκαίρι,
τώρα κι ο ξένος που ‘λειπε στον τόπο του να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο νύχτα το καλιγώνει,
βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια.

Περιμένει την άνοιξη και το μήνα Μάη, που η φύση είναι στο αποκορύφωμα, για να είναι όμορφη, λαμπερή και μυρωδάτη η μέρα της επιστροφής στις ρίζες, σαν τον Οδυσσέα που γυρίζει στην Ιθάκη. Από την μεγάλη του επιθυμία και χαρά για τη μεγάλη επιστροφή στη γενέτειρα, ετοιμάζει το άλογο από νωρίς τη νύχτα πριν το ξημέρωμα. Νύχτα το καλιγώνει, με τα πέταλα να είναι χρυσά και τα καρφιά ασημένια, γιατί θεωρεί τον γυρισμό του σαν μια λαμπρή και γιορτινή μέρα, ένα χαρμόσυνο γεγονός.

« Ο καθένας που γυρνά στον τόπο του δεν είναι νικητής.
Αλλά κανένας δεν είναι νικητής σα δε γυρνά στον τόπο του.»
(Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Το ομορφότερο χωριό στο κόσμο για κάθε άνθρωπο που μεταναστεύει, είναι εκείνο που είδε για πρώτη φορά τον ήλιο να ανατέλλει. Την ομορφιά της φύσης με τα υπέροχα χρώματα και αρώματα και τους γλυκούς της ήχους. Εκεί που μάτωσαν τα γόνατά του παίζοντας στα σοκάκια με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του. Εκεί που σκίρτησε για πρώτη φορά η καρδιά του, γνωρίζοντας τον πρώτο αγνό παιδικό του έρωτα. Εκεί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχοντας μέσα στην καρδιά και την ψυχή του τις πιο γλυκές αναμνήσεις, γεμάτες νόστο. Για τον κάθε άνθρωπο το χωριό του είναι μια μικρή Ιθάκη.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι  χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός –  τα κείμενα είναι από το βιβλίο του  ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ