Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α. αύξησε εκ νέου τα επιτόκια. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και αυτής των τιμών.«Ποιος θα είναι ο επόμενος;» Τόσο απλό είναι το ερώτημα που θέτει ο οικονομικός επιστήμονας Φόλκερ Βίλαντ στο συνέδριο «Η Ε.Κ.Τ. και οι παρατηρητές της» στη Φρανκφούρτη. Ο Βίλαντ διερωτάται ποια τράπεζα θα μπορούσε να είναι η επόμενη που θα καταρρεύσει, όπως η Silicon Valley Bank ήη Credit Suisse.

Η μεγάλη αίθουσα διαλέξεων του πανεπιστημίου είναι γεμάτη, με πολλά γνωστά ονόματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πρώτη ομιλήτρια: η πρόεδρος της Ε.Κ.Τ. Κριστίν Λαγκάρντ, εμφανώς ανυπόμονη να διαλύσει τις αμφιβολίες. Στο τέλος όμως αυτό ανατρέπεται από τον συμπατριώτη της Βολταίρο. «Η αμφιβολία δεν είναι ευχάριστη, όμως η βεβαιότητα είναι παράλογη». H περαιτέρω πορεία των επιτοκίων είναι αμφίβολη, κυρίως λόγω των αβεβαιοτήτων στο τραπεζικό σύστημα, αν και το ευρωπαϊκό είναι σταθερό και ασφαλές.

Ποιος είναι ο επόμενος ασταθής υποψήφιος;

Η Λαγκάρντ λέει το πρωί το ίδιο που τονίζει το βράδυ και ο συνάδελφός της της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας Τζερόμ Πάουελ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: «Το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα είναι σταθερό και ανθεκτικό», διαβεβαιώνει – παρά ή ακριβώς λόγω της χρεωκοπίας της Silicon Valley και της Signature Bank, αλλά και παρά την αναταραχή στον περιφερειακό τραπεζικό τομέα. Αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να προκύψει στη συνέχεια.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δηλώσεις προέρχονται από τις κορυφαίες νομισματικές αρχές της ζώνης του δολαρίου και του ευρώ. Διότι η τρέχουσα αναταραχή έχει αιτία και αυτή είναι οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες, καθώς με τις δυναμικές και αποφασιστικές αυξήσεις των επιτοκίων τους πέρυσι, οι τιμές των σημερινών ομολόγων στους ισολογισμούς των τραπεζών έχουν μειωθεί. Όποιος δεν εξαρτάται επί του παρόντος από τη ρευστότητα, μπορεί να μετατρέψει τα ομόλογα σε χρήματα στην ονομαστική τους αξία κατά την ημερομηνία λήξης τους. Όμως όταν οι πελάτες – όπως στην περίπτωση της Silicon Valley Bank – ξαφνικά θέλουν τις καταθέσεις τους πίσω μαζικά, αυτό είναι πρόβλημα για ορισμένες τράπεζες.

Από την άλλη, η αύξηση των επιτοκίων παρουσιάζει και άλλα, απολύτως επιθυμητά αποτελέσματα. Τα υψηλά επιτόκια καθιστούν τα δάνεια ακριβότερα, αποδυναμώνοντας τη ζήτησή τους. Ως αποτέλεσμα, οι δαπάνες και οι επενδύσεις μειώνονται. Και αυτός ακριβώς είναι ο στόχος, επειδή οι κεντρικές τράπεζες θέλουν να τιθασεύσουν τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Ο κεντρικός μοχλός τους είναι τα επιτόκια, τα οποία τους επιτρέπουν να περιορίζουν το χρήμα, γεγονός που μειώνει την πίεση των τιμών.

«Οι πρόσφατες εξελίξεις είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, επιβαρύνοντας την οικονομική δραστηριότητα και τα ποσοστά προσλήψεων», δήλωσε ο Πάουελ. Με αυτό εννοεί όχι μόνο τα αυξανόμενα επιτόκια, αλλά και την αβεβαιότητα που προκύπτει από τις χρεωκοπίες τραπεζών. «Η έκταση αυτών των επιπτώσεων είναι άδηλη».

Εκ νέου αμφιβολίες

Παρομοίως, η Κριστίν Λαγκάρντ υποστήριξε πως για παράδειγμα οι επενδύσεις στον επιχειρηματικό και κατασκευαστικό τομέα μειώθηκαν αισθητά τα τελευταία τρία τρίμηνα, ως συνέπεια της απότομης μεταστροφής από την προηγούμενη πολιτική μηδενικών επιτοκίων. Τώρα εξετάζεται το εάν θα υπάρξει αυξημένη «μετάδοση» τους επόμενους μήνες, δηλαδή επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στην πραγματική οικονομία. Αφ’ ετέρου ενδέχεται η αβεβαιότητα στον τραπεζικό τομέα να οδηγήσει σε αυστηρότερους πιστωτικούς όρους. Τότε, η πρόσφατη κρίση ουσιαστικά θα απάλλασσε την Κεντρική Τράπεζα από μέρος του έργου της, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν δεσμεύεται εξαρχής για περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων.

Η Ε.Κ.Τ. ακολουθεί μια σταθερή στρατηγική, η οποία «βασίζεται στην κατάσταση των δεδομένων και εδραιώνει την προθυμία για δράση, αλλά δεν γνωρίζει συμβιβασμούς σε σχέση με τον πρωταρχικό μας στόχο», δήλωσε η Λαγκάρντ. Πρωταρχικός στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών ή ο περιορισμός του πληθωρισμού στο 2%. Ομοίως, ο Τζερόμ Πάουελ αναφέρει: «Η επιτροπή θα παρακολουθεί στενά τις πληροφορίες που λαμβάνει και θα αξιολογεί τον αντίκτυπο στη νομισματική πολιτική». Ωστόσο, υποθέτει ότι μια πρόσθετη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να είναι κατάλληλη προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός στο 2% με την πάροδο του χρόνου.

Οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού κινούνται τώρα σε ομιχλώδες τοπίο: Από τη μία πλευρά, ο υψηλός πληθωρισμός είναι απειλητικός. Από την άλλη, υπάρχουν τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και οι οικονομικές συνέπειες της ανοδικής πορείας των επιτοκίων. Προσφάτως, είχαν ανακοινωθεί επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα. Τώρα οι Κεντρικές Τράπεζες τονίζουν πως εφ’ εξής επιθυμούν να λαμβάνουν αποφάσεις αναλόγως με τα υπάρχοντα δεδομένα και τις πληροφορίες. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν ένα περιθώριο κινήσεων. Με άλλα λόγια, προχωρούν προσεκτικά.

Μίσα Έρχαρντ (Φρανκφούρτη)

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ