O Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε επίσημα στις 8 Μαΐου 1945. Ο Άντον Ντέρντμπαχ έζησε για τρία χρόνια ως αιχμάλωτος πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Περνούσε τις μέρες του ζωγραφίζοντας τον Τίτο, αφηγείται στη DW.Έρχονται κάποιες στιγμές στη ζωή που οι μνήμες του παρελθόντος βγαίνουν στην επιφάνεια. Ακόμη και οι πρώτες λέξεις μιας ξένης γλώσσας που κάποιος αναγκάστηκε να μάθει κάποτε για να επιβιώσει. «Doran Da!» σημαίνει «καλημέρα» στα Σερβικά. Ο Άντον Ντέρνμπαχ από το Μάιντς, 92 ετών, χαιρετά έτσι την οικιακή βοηθό του κάθε πρωί. Πού και πού σιγοτραγουδά κομμουνιστικά τραγούδια για τον «σύντροφο Τίτο». Το πρόσωπό του όμως αλλάζει όταν αρχίζει να εξιστορεί πώς και γιατί έμαθε Σερβικά. Ήταν 17 ετών όταν στρατολογήθηκε στη Βέρμαχτ, στη γενέτειρά του, την πόλη Μάιντς. Ήταν ασυρματιστής στο ναυτικό, αρχικά εστάλη στη Νορβηγία κι έπειτα στην Τεργέστη, το ιταλικό λιμάνι στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Η ζωή εκεί ήταν καλή, έμοιαζε σαν να μην υπάρχει πόλεμος, ο καιρός ήταν πάντα γλυκός. «Είχαμε μια υπέροχη θέα από το λιμάνι της Τεργέστης» θυμάται ο ίδιος.

«Ξαφνικά όλα σίγησαν»

Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι τον Μάιο του 1945. Τότε άρχισαν να πληθαίνουν οι φήμες ότι «έρχονται οι αντάρτες». Ξαφνικά όλα σίγησαν, μια εκκωφαντική σιωπή απλώθηκε στο λιμάνι. «Ο πόλεμος τέλειωσε. Ο Αδόλφος είναι νεκρός», αφηγείται στη DW o Άντον Ντέρντμπαχ. Στις 3 Μαΐου 1945 ο γιουγκοσλαβικός στρατός μπήκε στην Τεργέστη. Χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. «Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα κομμουνιστές. Ταλαιπωρημένοι, με βρώμικα μαλλιά και σκισμένα ρούχα». Οι Γερμανοί στρατιώτες φορούσαν καλές στρατιωτικές ενδυμασίες και κρατούσαν σακίδια. «Μας ξέντυσαν, δεν είχαμε πια τίποτα».

Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες φοβήθηκαν ότι θα εκτοπιστούν στη Σιβηρία. Ωστόσο τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν άλλες προτεραιότητες την ίδια περίοδο και δεν έφτασαν μέχρι την Αδριατική. Έτσι ο Άντον Ντέρνμπαχ, όπως και πολλοί άλλοι Γερμανοί, κατέληξαν μαζί με τους κομμουνιστές στη Γιουγκοσλαβία, η οποία είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Άντον έφτασε στη μικρή πόλη Βρόβινε, όπου μαζί με άλλους αιχμαλώτους άρχισε αμέσως να δουλεύει καταναγκαστικά στην κατασκευή δρόμων. «Ήταν δύσκολοι καιροί. Δουλεύαμε πολύ, τρώγαμε λίγο. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν πολύ άσχημες. Είχαμε ψείρες, πολλοί έπαθαν τύφο, άλλοι πέθαναν», θυμάται ο ίδιος. Αλλά υπήρχαν και ανθρώπινες στιγμές. «Καμιά φορά εργάτριες από την Κροατία μας έδιναν ένα κομμάτι ψωμί. Κι αυτό το 1945! Το μίσος ακόμη για μας ήταν μεγάλο, ήμασταν ένοχοι για όλα».

Αναμνήσεις ενός αιχμαλώτου

Ο ακριβής αριθμός των Γερμανών αιχμαλώτων που μεταφέρθηκαν στη Γιουγκοσλαβία δεν είναι γνωστός. Ο ιστορικός Μπόγιαν Ντιμιτρίεβιτς κάνει λόγο για 110.000 στρατιώτες. Μεταξύ 3 και 25 Μαΐου 1945 έγιναν μαζικές εκτελέσεις Γερμανών, κυρίως μελών των SS, σημειώνει ο Ντιμιτρίεβιτς. Το επόμενο διάστημα πολλοί αιχμάλωτοι πέθαναν από τύφο. Τελικά στη Γιουγκοσλαβία αμέσως μετά τον πόλεμο κατέληξαν να βρίσκονται περίπου 90.000 αιχμάλωτοι. Ο Άντον Ντέρνμπαχ ήταν ένας από αυτούς. Από το Βρόβινε μεταφέρθηκε στο Τσέμουν έξω από το Βελιγράδι, όπου προσβλήθηκε και ο ίδιος από τύφο. Στάθηκε όμως τυχερός. Έπειτα μεταφέρθηκε στο Βούτσγιε της νότιας Σερβίας, όπου έζησε αιχμάλωτος για τρία χρόνια μέχρι να επιστρέψει στο Μάιντς.

Εκεί έμαθε τη σερβική γλώσσα. Στην αρχή το μίσος για τους Γερμανούς ήταν τεράστιο, σιγά σιγά όμως άρχισε να μετριάζεται. Τότε άρχισαν και οι επαφές με τους Γιουγκοσλάβους, οι πρώτες κοινωνικές συναναστροφές. Ο Άντον άρχισε να εργάζεται σε τεχνικά επαγγέλματα, ως οδηγός, εργάτης, μηχανικός. Στο Βούτσγιε ζούσε μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους σε ένα παλιό σχολείο. Στον λίγο ελεύθερο χρόνο του άρχισε να ζωγραφίζει. Ένας υπεύθυνος εργοστασίου παρατήρησε μια μέρα το ταλέντο του Άντον στη ζωγραφική και του πρότεινε να ζωγραφίσει σε μια μεγάλη επιφάνεια. «Από εκεί που εργαζόμουν στο δρόμο, μεταφέρθηκα σε γραφείο», λέει ο ίδιος. Του ανέθεταν έκτοτε να ζωγραφίζει πολιτικά σλόγκαν όπως «Ο φασισμός πέθανε» ή «Ελευθερία στον Λαό», σε κυριλλικό αλφάβητο. Μάλιστα ζωγράφισε και προσωπογραφίες του Τίτο και του Στάλιν. «Ζωγράφιζα τα πάντα, ό,τι μου ζητούσαν, ακόμη και τον Χίτλερ». Σύντομα βάσει νόμου οι Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου εντάχθηκαν στη γιουγκοσλαβική κοινωνία, έπαιρναν ακόμη κι έναν συμβολικό μισθό. «Απέκτησαν δικαιώματα σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης. Πήραν γιουγκοσλαβική ταυτότητα και απέκτησαν κανονικό ωράριο εργασίας», σημειώνει ο Μπόγιαν Ντιμιτρίεβιτς. Πολλοί απέκτησαν φίλους και είχαν μια σχεδόν κανονική κοινωνική ζωή.

Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι περί τα τέλη του 1948. Ο Άντον, όπως και πολλοί άλλοι, επέστρεψε στη Γερμανία.

Ζόραν Αρμπούτινα / Δήμητρα Κυρανούδη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ