Εδώ και δεκαετίες η Κύπρος αγωνίζεται για να επαναπατριστούν χιλιάδες αρχαία και θρησκευτικά κειμήλια που είχαν εξαχθεί παράνομα. Η επιστροφή δυο έργων τέχνης από τη Γερμανία δείχνει πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία.Η περιήγηση σε ιστοσελίδες μουσείων, γκαλερί και οίκων δημοπρασίας ανήκει στις καθημερινές συνήθειες του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου. Πρόκειται για γκαλερί και ιδρύματα για τα οποία είναι γνωστό ότι δημοπρατούν, πωλούν ή συλλέγουν κυπριακά έργα τέχνης. Θρησκευτικά και αρχαία κειμήλια που μετά την τουρκική εισβολή το 1974 στην Κύπρο είχαν εξαχθεί παράνομα στο εξωτερικό. Εκείνη την εποχή είχαν κλαπεί εικόνες, μωσαϊκά, λειτουργικά αντικείμενα, ευαγγέλια αλλά και αρχαία έργα τέχνης από μουσεία, προσωπικές συλλογές ή από παράνομες ανασκαφές.

Η διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου Μαρία Σολομίδου-Ιερωνυμίδου εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η ομάδα της κινεί τη διαδικασία επιστροφής των αρχαιοτήτων: «Όταν εντοπίσουμε κάποιο αντικείμενο για το οποίο είμαστε σίγουροι ότι είναι κυπριακής προέλευσης ή υποθέτουμε ότι είναι, προστρέχουμε στις συλλογές φωτογραφιών των δικών μας ή και άλλων αρχείων για αποδείξεις για να το τεκμηριώσουμε». Εάν μπορεί να τεκμηριωθεί η υποψία, τότε κατατίθεται μήνυση στο Γραφείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της κυπριακής αστυνομίας. Στη συνέχεια μέσω της Ιντερπόλ ενεργοποιούνται η εισαγγελία και η αστυνομία της χώρας στην οποία εντοπίστηκε το αντικείμενο.

Επιστροφή δυο αρχαιοτήτων

Στα τέλη Μαρτίου στην κυπριακή πρεσβεία του Βερολίνου έγινε μια μικρή δεξίωση κατά την οποία ένας έμπορος έργων τέχνης από την νοτιοδυτική Γερμανία παρέδωσε στον κύπριο πρέσβη Ανδρέα Χατζηχρυσάνθου ένα αγαλματίδιο και ένα αγγείο. Πρόκειται για το ειδώλιο ενός πολεμιστή από τον 7ο π.Χ. αιώνα και ένα πήλινο κύπελλο 4.000 ετών, που χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Οι δυο αρχαιότητες ανήκουν σε συλλογή από τη Βόρεια Κύπρο που εκλάπη μετά την τουρκική εισβολή.

Η υπόθεση έφτασε μέχρι τα δικαστήρια αλλά ο έμπορος αθωώθηκε γιατί μπόρεσε να αποδείξει ότι απέκτησε και τα δύο αντικείμενα νόμιμα τη δεκαετία του ‘80 σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο. Εάν τα είχε αγοράσει μετά το 1993 θα είχε καταδικαστεί, εκτιμά ο κύπριος πρέσβης: «Εκείνη τη χρονιά η Γερμανία υιοθέτησε την ευρωπαϊκή οδηγία για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών τα οποία εξήχθησαν παράνομα από χώρες της ΕΕ. Ωστόσο αυτή η οδηγία δεν ισχύει αναδρομικά. Και αφού ο έμπορος μπόρεσε να αποδείξει ότι αγόρασε τις αρχαιότητες πριν το 1993 αθωώθηκε και μπόρεσε να τα κρατήσει».

Η συμβολή της γερμανικής πλευράς

Η πρεσβεία όμως επέμεινε και απευθύνθηκε στα υπουργεία Εξωτερικών και Πολιτισμού της Γερμανίας τα οποία με τη σειρά τους έπεισαν τον γερμανό έμπορο τέχνης να επιστρέψει τα αντικείμενα. Μάλιστα τα επέστρεψε χωρίς να ζητήσει κάποια χρηματική αμοιβή. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κυπριακό κράτος αναγκάζεται να καταβάλει μεγάλα χρηματικά ποσά για τον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων.

Η ευτυχής κατάληξη της συγκεκριμένης υπόθεσης δημιουργεί ελπίδες στην κυπριακή πλευρά ότι θα της επιστραφούν και άλλα έργα τέχνης που βρίσκονται σε γερμανικά χέρια, όπως τα εκκλησιαστικά κειμήλια που εξακολουθούν να βρίσκονται στην κατοχή ενός τούρκου εμπόρου τέχνης που ζει στο Μόναχο. «Από τις συζητήσεις με τα υπουργεία Εξωτερικών και Πολιτισμού έχω την εντύπωση ότι οι γερμανικές αρχές θα βοηθήσουν να επιστραφούν έργα πολιτιστικής κληρονομιάς στην Κύπρο» λέει χαρακτηριστικά η κ. Σολομίδου-Ιερωνυμίδου.

Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ