Για πρώτη φορά οι απόδημοι είχαν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές. Δύσκολα βγαίνουν συμπεράσματα για την εκλογική τους συμπεριφορά και αυτό είναι λογικό, σχολιάζει ο Γιάννης Παπαδημητρίου.Πολλοί απόδημοι ήθελαν να ψηφίσουν, αλλά δεν μπορούσαν. Άλλοι τόσοι θα μπορούσαν να ψηφίσουν, αλλά δεν ήθελαν. Και όσοι ψήφισαν, μας οδήγησαν πολλές φορές σε αναπάντεχα αποτελέσματα και συμπεράσματα. Όπως συνέβη στη Γερμανία, για παράδειγμα, με το ΚΚΕ να παίρνει 13%. Έχει τόσο μεγάλο «ρεύμα» στη Γερμανία το ΚΚΕ; Μάλλον ναι, αν περιοριστούμε σε μία πρώτη ανάγνωση του αποτελέσματος. Μάλλον όχι, αν αναλογιστούμε ότι στη Γερμανία ζουν σχεδόν 500.000 Έλληνες, αλλά στους εκλογικούς καταλόγους γράφτηκαν το πολύ 3.000, από τους οποίους δεν προσήλθε το 1/3, με αποτέλεσμα το 13% να αντιστοιχεί τελικά σε …187 άτομα (μετά την καταμέτρηση του 75% των ψήφων μεταξύ των αποδήμων της Γερμανίας).

Για τους δημοσκόπους τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Στα παραδοσιακά μυστήρια των εκλογών, όπως οι μονοεδρικές περιφέρειες και η απρόβλεπτη (πρώην) Β' Αθήνας, έρχεται να προστεθεί ένα ακόμη μέγα μυστήριο: Πώς ψηφίζει ο απόδημος Έλληνας; Η απάντηση είναι δύσκολη και εύκολη ταυτόχρονα. «Ο απόδημος Έλληνας» δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστον δεν υπάρχει ως μία ενιαία μάζα ψηφοφόρων με αποκλειστικό κριτήριο τη συναισθηματική νοσταλγία.

Η δεκαετία του '60 έχει παρέλθει .

Δύσκολα θα μπουν στο ίδιο «καλούπι»- πόσο μάλλον στο καλούπι των δημοσκόπων- η ακμάζουσα ακαδημαϊκή κοινότητα σε Μ. Βρετανία και ΗΠΑ, οι βιομηχανικοί εργάτες της Γερμανίας και του Βελγίου, οι απανταχού φοιτητές, οι κοινοτικοί υπάλληλοι των Βρυξελλών, οι ελεύθεροι επαγγελματίες που αυξάνονται και πληθύνονται τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία και την Ελβετία, οι ελευθερόφρονες και παράτολμοι Έλληνες που αναζητούν την τύχη τους σε κάθε γωνιά της γης.

Το σίγουρο είναι ότι η δεκαετία του '60 αποτελεί παρελθόν. Ευτυχώς για όλους. Ο απόδημος δεν είναι απόκληρος. Δεν φεύγει για ένα κομμάτι ψωμί, δεν μπαίνει στο πλοίο της ξενιτιάς για να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και να επιστρέψει συνταξιούχος. Εξακολουθεί όμως να φεύγει ελπίζοντας σε μία καλύτερη ζωή, σε ένα περιβάλλον ευημερίας και αξιοκρατίας, το οποίο στην Ελλάδα είναι μάλλον σπάνιο. Διαχωρίζει την πατρίδα, που έχει αγαπήσει για πάντα, από την κυβέρνηση, την οποία μπορεί και να αποστρέφεται, ανάλογα με τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Ιδιαίτερα τα νέα παιδιά, που έφυγαν από την Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης, προσέδωσαν μία πιο σύγχρονη και ευέλικτη ερμηνεία στην έννοια του «απόδημου» και του «μετανάστη». Σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές επωφελούνται στον μέγιστο βαθμό από τις ευκαιρίες που προσφέρει η ΕΕ (την οποία ενίοτε περιφρονούν…). Δοκιμάζουν και πειραματίζονται. Ίσως μείνουν στο εξωτερικό, ίσως επιστρέψουν. Μπορεί και να μοιράσουν τον χρόνο τους ή τις δραστηριότητές τους ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες χώρες. Πολλά είναι τα παραδείγματα των ιατρών με ελληνική καταγωγή που εργάζονται και στην Ελλάδα για λίγες ημέρες τον μήνα ή των εύπορων αποδήμων που επενδύουν σε ακίνητα προς εμπορική εκμετάλλευση στην Ελλάδα.

Ο σύγχρονος «απόδημος» θέλει να διατηρήσει σχέσεις με την πατρίδα, αλλά και να αναπτύξει σχέσεις στη «δεύτερη» πατρίδα του. Και κάτι πολύ σημαντικό: Θέλει να αποφασίσει ο ίδιος πότε θα έρθει πιο κοντά στη γη των προγόνων του και πότε θα αφοσιωθεί περισσότερο στην νέα πατρίδα του γιατί μόνο έτσι θα προχωρήσει στον δύσκολο και ανταγωνιστικό στίβο της επαγγελματικής καταξίωσης. Διότι, καλό είναι να μην εξωραίζουμε τις συνθήκες στο εξωτερικό: Αξιοκρατία δεν σημαίνει έλλειψη προσπάθειας και ανταγωνισμού. Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αλλά με σαφείς κανόνες για όλους, ανεξαρτήτως οικογενειακής καταγωγής και κομματικής προέλευσης.

Μπορεί το θεσμικό πλαίσιο της μητέρας-πατρίδας για την ψήφο των αποδήμων (και όχι μόνον) να συμπεριλάβει, ει δυνατόν, όλες αυτές τις περιπτώσεις νέων και παλαιών «μεταναστών»; Ευχής έργον θα ήταν. Οι απόδημοι θα το ανταποδώσουν στο πολλαπλάσιο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ