Ομιλία στο 4ο Παγκόσμιο Συνέδριο του Δικτύου Αποδήμων Ιατρών και Βιοεπιστημόνων Ελλάδας και Κύπρου.

Δρ. Νίκος Ερρ. Ιωάννου Καρδιολόγος.

Κύπρος, το νησί της Αφροδίτης, είναι κοινή συνείδηση και βέβαια δεν υπάρχει λόγος να το αμφισβητήσει κανείς. Ήδη, το Συνέδριό μας, φιλοξενείται κοντά στο μέρος όπου ανεδύθη η θεά της ομορφιάς, εκτίστη ο ναός της και έγινε κέντρο που προσήλκυσε επισκέπτες από αρχαιοτάτων χρόνων. Κάτι που δεν είναι γνωστό είναι ότι σ’ αυτά τα μέρη συναντήθηκαν προς το τέλος του 5ου αιώνος δηλαδή περίπου το 400 π.Χ. δύο μεγάλοι Έλληνες. Ο Ιπποκράτης και ο Θουκυδίδης. Και σήμερα θα σας αποκαλύψω ένα μέρος της συνομιλίας τους που έτυχε να πέσει στα χέρια μου. Θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές,  γιατί γεννήθηκαν και οι δύο το 460 π.Χ. Ο ένας όμως στην νήσο Κω και ο άλλος στην Αθήνα. Ο πρώτος ήταν γόνος ιατρικής οικογένειας από γενιά σε γενιά και ο άλλος παιδί αριστοκρατικής οικογένειας που καταγόταν από τη Θράκη και συγγένευε με τον Μιλτιάδη.

Ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι η λαμπρότερη περίοδος της Ελληνικής ιστορίας εξ’ ου και αναφέρεται απ’ όλους σαν «ο χρυσούς αιώνας». Συνδυάζεται όμως και με τον Περικλή.  Με την εμπνευσμένη ηγεσία του, εκτίσθη ο Παρθενώνας, πολιτιστικό μνημείο της ανθρωπότητος και εθεμελιώθη η Δημοκρατία. Κατά ευτυχή συγκυρία έζησαν και εδημιούργησαν τότε, οι μεγάλοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευρυπίδης, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοφάνης, σπουδαίοι γλύπτες, ζωγράφοι και εγκαθιδρυθεί τρόπον τινά ο πολιτισμός του Λόγου. Σ’ αυτό τον αιώνα όμως, εξέσπασε και διήρκεσε 27 χρόνια, ο φοβερός πόλεμος Αθηνών-Σπάρτης, ο γνωστός ως Πελοποννησιακός Πόλεμος. Θα επανέλθω αμέσως τώρα στη συνάντηση και στα διαμειφθέντα μεταξύ Θουκυδίδη και Ιπποκράτη, αφού κάνω μία ιδιαίτερης σημασίας βιογραφική αναφορά στον πρώτο που σημάδεψε και αυτή την συνομιλία.

Τον 7ο χρόνο του πολέμου ήταν στρατηγός των Αθηναίων με αποστολή να προστατεύει την Αμφίπολη. Ενικήθη όμως από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα, εκατηγορήθη για προδοσία και ευτυχώς εξορίσθη αντί να εκτελεστεί και έτσι αφιέρωσε τη ζωή του στη συγγραφή του αριστουργήματος που έφθασε και στα χέρια μας. Αφού θαύμασαν την ομορφιά της φύσης και τον αρμονικό συνδυασμό της αμμώδους παραλίας που εκτείνονταν μπροστά τους με τους σκόρπιους τεράστιους βράχους και την ομαλή μετάπτωση στην ξηρά με τη χαμηλή βλάστηση και την υπέροχη πανίδα, ο Ιπποκράτης απευθύνθη στον Θουκυδίδη και του είπε: «Θαυμάζω ειλικρινά την οξυδέρκεια και την τόλμη σου, ενώ ακόμη εμαίνετο ο πόλεμος, να δηλώσεις εξ αρχής στο έργο σου ότι στον πόλεμο υπάρχουν επιφανειακά αλλά και βαθύτερα αίτια και πως, η ξεκάθαρη αλλά ανομολόγητη αιτία για να ξεσπάσει αυτός ο φοβερός πόλεμος ήταν η τεράστια ανάπτυξη και επέκταση της ισχύος της Αθήνας, που ανάγκασε τους Λακεδαιμόνιους να πολεμήσουν»

«Αν αυτό σου αρέσει, αγαπητέ μου Ιπποκράτη, θα σου εκμυστηρευθώ ότι από τα δικά σου έργα εμπνεύστηκα την έννοια του αιτίου, γιατί εσύ πρώτος έκανες διάκριση μεταξύ των πραγματικών αιτίων και των συμπτωμάτων μιας ασθένειας. Με δεδομένο ότι μέχρι πρότινος η Ιατρική ήταν φορτωμένη με δεισιδαιμονίες, ό,τι δεν μπορούσε να εξηγηθεί απεδίδετο στους Θεούς ή στην τύχη με αποτioannouέλεσμα να την ασκούν και ιερείς και τσαρλατάνοι και δεν ξέρω ποιοι άλλοι. Εσύ ανέδειξες την πρόληψη των νόσων ως ανώτερη της θεραπείας. Αξιοποίησες όλες τις πληροφορίες που σου δίνει ο ασθενής και οι συγγενείς το. Ερευνάς τις συνθήκες ζωής του και αγωνίζεσαι να πείσεις τους ανθρώπους να προσέχουν τη διατροφή τους να είναι, όσο το δυνατό, πιο κοντά στη φύση και να σέβονται το περιβάλλον. Έκανες αξιολόγηση και μετέφερες στους πάσχοντες την πίστη ότι μπορεί συχνά να αυτοθεραπευτούν ή να χρειάζεται κάποιας εκτάσεως παρέμβαση του ιατρού». Σεμνά και χωρίς έπαρση ο Ιπποκράτης απάντησε με την πασίγνωστη ρύση το: «Ο βίος βραχύς, η τέχνη μακρή, ο καιρός οξύς, η πείρα σφαλερή και η κρίσις χαλεπή». Και συ, φίλε Θουκυδίδη, ασχολήθηκες με τον πόλεμο αλλά δεν έμεινες στην ξηρή αναφορά συγκρούσεων, καταλήψεων πόλεων ή αριθμών θυμάτων. Προσήγγισες τον πόλεμο σαν νόσο και θα σου έλεγα ότι κι εγώ βλέπω την νόσο σαν έναν εισβολέα που επιτίθεται κατά του ανθρώπινου οργανισμού. Αρκετές φορές ο αμυνόμενος είναι τόσο ισχυρός που η νόσος τρέπεται σε φυγή. Άλλες φορές χρειάζονται σύμμαχοι, όπως οι συγγενείς, οι φίλοι, η πίστις, ο τρόπος ζωής και στα πιο δύσκολα ο ιατρός με τις γνώσεις και τα άλλα μέσα που διαθέτει. Άρα στις σοβαρές εμπλοκές καλείται ο ιατρός, ο οποίος έχει ρόλο ανάλογο με του στρατηγού στον πόλεμο».

«Μιας και μιλούμε για πόλεμο και στρατηγούς, μου έρχεται στο μυαλό ο Περικλής, που τόσο εκθειάζεις στο έργο σου, και μου γεννάται το ερώτημα. Αυτά που εμφανίζεται να λέει ο Περικλής στον επικήδειο ή τις δημηγορίες του, τι είναι τελικά; Τα λόγια του αυτά καθ’ εαυτά, οι απόψεις σου ή πληροφορίες;»

Ο Θουκυδίδης έπιασε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του, σκέφτηκε για λίγο και απάντησε:

«Τα χρόνια της εξορίας μου, βρέθηκα συχνά ανάμεσα και στους δύο εμπολέμους. Άκουσα κάποιες αγορεύσεις από διάφορα πρόσωπα, πληροφορήθηκα άλλες αλλά ομολογουμένως είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μεταφερθούν κατά γράμμα. Έτσι έγραψα ό,τι θεώρησα πως ήταν φυσικό ή πρέπον κατά περίπτωση να πουν οι ρήτορες, σεβόμενος πάντα αυτά που πράγματι είπαν. Μου ανέφερες τον Περικλή. Αυτός κι αν ήταν ηγέτης σοφός. Και είναι μεγάλο κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς. Καθ’ όλη τη διακυβέρνησή του σε καιρό ειρήνης έδειξε μεγάλη σωφροσύνη και διαφύλαξε την ασφάλεια της πολιτείας η οποία υπό την ηγεσία του έγινε πολύ ισχυρή. Όταν ήρθε ο πόλεμος φάνηκε ότι είχε εκτιμήσει σωστά τη δύναμη των Αθηνών. Μετά το θάνατό του, δυόμισι χρόνια αργότερα, φάνηκε ακόμα περισσότερο πόσο σωστές ήταν οι προβλέψεις του. Υποστήριζε ότι οι Αθηναίοι θα νικούσαν 1ον αν δεν παρασύρονταν από τις προκλήσεις των Λακεδαιμονίων να δώσουν μάχη στην ξηρά, 2ον αν ενίσχυαν το ναυτικό τους, 3ον αν δεν επεδίωκαν να επεκτείνουν την εξουσία τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος και 4ον αν δεν εξέθεταν την πολιτεία σε κίνδυνο. Στην άσκηση της εξουσίας του απεδείχθη ανώτερος χρημάτων. Ήταν σε θέση λόγω του κύρους του να συγκρατεί το λαό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία του. Δεν παρασυρόταν από τον λαό, αλλά εκείνος τον καθοδηγούσε. Όταν η υπεροψία τους οδηγούσε σε παράτολμες ενέργειες τους συγκρατούσε και όταν ήταν φοβισμένοι χωρίς λόγο, τους έδινε θάρρος. Έτσι η πολιτεία φαινομενικά ήταν δημοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα την κυβερνούσε ο πρώτος της πολίτης. Οι διάδοχοί του ήταν μεν ισάξιοι μεταξύ τους αλλά πολύ κατώτεροί του. Έχοντας ο καθένας τη φιλοδοξία να επικρατήσει των άλλων, κολάκευε το πλήθος, με αποτέλεσμα να παραδοθεί σ’ αυτό η πρωτοβουλία για τις δημόσιες υποθέσεις». Ο Ιπποκράτης ζύγισε καλά τα λόγια που άκουσε και αντέτεινε: «Θα ήταν ευλογία αν εμείς οι ιατροί είχαμε αυτές τις αρετές του ηγέτη. Δηλαδή πρώτα βρίσκαμε τα αίτια των νόσων και τα αποτρέπαμε αλλά σχεδιάζαμε και εκ των προτέρων την αντιμετώπισή τους. Οψέποτε εμφανίζοντο δε οι τέσσερις αρχές για νίκη στον πόλεμο όπως μου τις ανέφερες, στον τομέα μου, θα ονομάζονταν: αρχές για εξασφάλιση υγείας.

Σύμφωνα με την πρώτη, οι κινήσεις οφείλουν να είναι προσχεδιασμένες και όχι απάντηση στην πρόκληση του αντιπάλου, δηλαδή της νόσου. Σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή να αξιοποιούμε καλύτερα τον τομέα στον οποίο ήδη υπερέχουμε. Στην ιατρική έχουμε και εναλλακτικές λύσεις για τήρηση αυτής της αρχής, δεδομένου του ότι μπορούμε να ζητήσουμε την βοήθεια ή να παραπέμψουμε ασθενή σε άλλους συναδέλφους που ασχολούνται ειδικά με ένα θέμα. Και η τρίτη αρχή του Περικλέους για «μη επέκταση της εξουσίας διαρκούντος του πολέμου» έχει εφαρμογή. Όταν υπάρχει ένα νόσημα εν εξελίξει το οποίο απαιτεί αντιμετώπιση κι εξουδετέρωση δεν είναι φρόνιμο να ανοίγει κανείς άλλα μέτωπα. Η τέταρτη αρχή «δεν εκθέτουμε την πολιτεία σε κίνδυνο» έχει ιδιαίτερη σημασία. Εν τούτοις δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί πέρα για πέρα διότι όλες οι θεραπευτικές παρεμβάσεις εμπεριέχουν κινδύνους, όπως και οι μη παρεμβάσεις. Σημαντικό βέβαια είναι να λαμβάνεται μέριμνα ούτως ώστε ο ασθενής, να είναι ενήμερος για τους κινδύνους. Και να μη «ριψοκινδυνεύει» ο ιατρός παραβλέποντας ότι αποδέκτης ολόκληρου του κινδύνου είναι ο ασθενής. Θάθελα να τελειώσω αυτή την προσέγγιση με μια ρήση που αποδίδεις στον Περικλή: «Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού». Ο ιατρός βέβαια δεν έχει εξουσία να επιβάλλει τις απόψεις του, αλλά και πάλι κατά την άσκηση της ιατρικής, οφείλει να είναι ανώτερος χρημάτων, να βλέπει όλους τους ασθενείς ισότιμα, να μην κολακεύει ή να εκφοβίζει τον ασθενή και να του εκθέτει με παρρησία την κατάσταση, τους πραγματικούς κινδύνους και τις εν γένει προοπτικές». Οι δύο συνομιλητές μας αποτελούν ογκόλιθους του πνεύματος και της δημιουργίας και το έργο του καθενός χωριστά, χρειάζεται μία ολόκληρη ζωή για να μελετηθεί και να αξιολογηθεί. Συγχωρέστε μου τον φανταστικό διάλογο που ποτέ δεν έγινε στην Κύπρο, αλλά και οπουδήποτε αλλού. Οι πορείες των δύο ανδρών, ποτέ δεν διασταυρώθηκαν αλλά πιστεύω ειλικρινά ότι το πνεύμα του έργου τους μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά, σ’ ένα ευρύτατο φάσμα.

Θα επιχειρήσω τώρα να πάρω κάποια πρόσωπα και κάποιες συμπεριφορές από τους εμπόλεμους και θα τα μεταφέρω στο χώρο της Ιατρικής του σήμερα. Εκτός από τον Περικλή, υπήρχαν και άλλοι σώφρονες άνδρες και στα δύο στρατόπεδα. Ο ώριμος και σοφός βασιλιάς Αρχίδαμος ήταν αντίθετος με την άμεση έναρξη του πολέμου, επικαλούμενος την πειθαρχία και τιμή των Σπαρτιατών.

«Η παραδοσιακή πολιτική της βραδύτητος και αναβλητικότητος απέβαιναν πάντα εις όφελος της Σπάρτης. Ας μην εξαρτούμε την ελπίδα μας από τα λάθη των εχθρών μας, αλλά από τα κατάλληλα μέτρα, που εμείς θα πάρουμε. Και να θυμάστε, δεν διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπο. Ας σκεφτούμε ψύχραιμα κι ας μη βιαστούμε να πάρουμε μέσα σε λίγη ώρα μια απόφαση από την οποία κρέμονται τόσες ζωές, τόσος πλούτος, τόσες πολιτείες και τόση δόξα. Αν βιαστείτε τώρα ν’ αρχίσετε τον πόλεμο θ’ αργήσετε πολύ να τον τελειώσετε αφού θα είστε απροετοίμαστοι». Με την σύγχρονη ορολογία, αυτά τα λόγια θα μπορούσαν να είναι οι κατευθυντήριες γραμμές προς όλες τις ειδικότητες για το πώς πρέπει, με υπομονή να εξαντλούμε τη διαγνωστική διαδικασία. Πώς να ζυγίζουμε τα υπέρ και τα κατά μιας θεραπείας, πότε να ξεκινούμε, πότε και που να σταματούμε. Παρόμοια φωνή σωφροσύνης ακουγόταν και από τον στρατηγό των Αθηναίων Νικία σε αντιπαράθεση με τον ατίθασο και γοητευτικό Αλκιβιάδη.

«Ας μην πάρουμε βιαστικά απόφαση για έναν πόλεμο που δεν μας αφορά. Η συμμετοχή μου στην εκστρατεία είναι τιμή για μένα και σας διαβεβαιώ ότι φοβάμαι για τη ζωή μου λιγότερο από κάθε άλλον. Αλλά θεωρώ εξίσου καλόν πολίτη εκείνον που σκέφτεται και θέλει να ευδοκιμεί η πολιτεία και για το δικό του συμφέρον. Είναι ανοησία να εκστρατεύει κανείς εναντίον εκείνων που δεν θα μπορέσει να υποτάξει ακόμα κι αν τους νικήσει. Αν όμως νικηθεί δεν θα βρίσκεται στην κατάσταση που ήταν πριν. Δεν πρέπει να επαίρεται κανείς από τις ατυχίες που παθαίνει ο αντίπαλός του αλλά πρέπει να αντλεί αυτοπεποίθηση από την υπεροχή του στη στρατηγική.

Ο Αλκιβιάδης, που καμαρώνει επειδή τον εκλέξατε στρατηγό, σας εξωθεί στην εκστρατεία έχοντας στο μυαλό του το δικό του συμφέρον. Μην παρασυρθείτε να διακινδυνεύσετε  την τύχη της Πολιτείας μόνο και μόνο για να του δώσετε την ευκαιρία να δοξαστεί. Σπάνια πετυχαίνει κανένας όταν κινείται από το πάθος ενώ με προβλεπτικότητα μπορεί να πετύχει πολλά. Ο καλός άρχοντας εξυπηρετεί όσο μπορεί την πατρίδα αλλά τουλάχιστον δεν την βλάπτει εκουσίως».

Η τελευταία πρόταση θυμίζει το Ιπποκρατικό «ωφελέειν ή μη βλάπτειν». Η εκστρατεία στη Σικελία κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία και εκατόμβες νεκρών μεταξύ των  οποίων και ο Νικίας. Και ο καλός μας Αλκιβιάδης;; Αυτός που έπεισε τους Αθηναίους να την κάνουν, το έσκασε, όταν εκλήθη να απολογηθεί για ιεροσυλία και καταστροφή των ερμών και κατέφυγε στη Σπάρτη. Εκεί έδωσε πληροφορίες που ήταν καταλυτικές για την τελική έκβαση του πολέμου. Είναι πραγματικά τραγική η κατάληξη του Νικία, όπως είναι εξοργιστική η συμπεριφορά του Αλκιβιάδη. Και βέβαια η φρενήρης πορεία των Οβιδιακών του μεταμορφώσεων δεν έκλεισε με αυτήν την κίνηση. Αργότερα, ανεκλήθη και απεκατεστάθη από τους Αθηναίους παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ ήρθε σε επαφή και με τους Πέρσες. Επανερχόμενος στον χώρο της Ιατρικής και των επιταγών του Ιπποκράτη, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νουν ότι μπορεί να παρεισφρήσει νοοτροπία Αλκιβιάδη και στον χειρισμό των ασθενών. Ο Αλκιβιάδης είχε την αριστοκρατική καταγωγή, την γοητεία, την δόξα του πολλάκις Ολυμπιονίκη.

Ο ιατρός μπορεί να έχει ανάλογα χαρακτηριστικά, τίτλους σπουδών, υψηλή θέση στην ιεραρχία και να ασκεί καταλυτική επιρροή. Αν τα κίνητρά του δεν είναι αυστηρά προσαρμοσμένα στο συμφέρον του ασθενούς και υποβόσκει η ματαιοδοξία της προβολής και της διακρίσεως με τίμημα  ακόμη και την ζωή του ασθενούς του, τότε δεν διαφέρει από τον Αλκιβιάδη που οδήγησε τους συμπατριώτες του στην Σικελική εκστρατεία-καταστροφή. Μέσα από τις σελίδες του Πελλοπονησιακού Πολέμου παρελαύνουν όλες οι μορφές και σχεδόν κάθε έκφραση του ανθρώπινου χαρακτήρα με τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις και συνθέσεις που οδηγούν σε ειρήνη ή πόλεμο, σε ήττα ή νίκη. Ανάλογα ισχύουν για όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Τα διδάγματα όμως για την άσκηση της Ιατρικής είναι ιδιαίτερα χρήσιμα. Είναι ευτυχής όποιος κατορθώσει να έχει υπεροχή των θετικών χαρακτηριστικών που θα τον οδηγούν στην πρόληψη και αποτροπή των νόσων, στη λελογισμένη χρήση των θεραπευτικών μέσων έτσι που να περιορίζονται απώλειες ζωών και χρημάτων και να εξασφαλίζεται υγεία και ευτυχία με λογικό κόστος. Είναι γενικά παραδεκτό πως οι επιστήμες δεν έχουν στεγανά, αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται και μόλις τώρα κάναμε μία δειγματοληπτική σταχυολόγηση αυτών των χαρακτηριστικών στην Ιατρική και την Ιστορία, με επίκληση των Μεγάλων Ιπποκράτη και Θουκυδίδη.

Ένα τομέας όπου κατ’ εξοχήν έχουν εφαρμογή και χρησιμότητα αυτές οι συνδεδυασμένες πληροφορίες, είναι η άσκηση της πολιτικής. Μία αναφορά στην σημερινή επέτειο του «ΟΧΙ» του 2004 θα μπορούσε να είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη. Ήταν από τις λίγες φορές που το λαϊκό αισθητήριο πραγματικά προηγήθηκε των αποφάσεων των ηγετών. Η ανάσα που πήραμε όμως τότε φαίνεται ότι εξαντλείται. Ανατρέχοντας πάλι στο Θουκυδίδη θα διαπιστώσουμε πόσο επίκαιρος είναι ο διάλογος των Μηλίων με μία ουσιώδη διαφορά στα καθ’ ημάς. Οι δυστυχείς κάτοικοι της Μήλου κατεστράφησαν από την τότε ιμπεριαλιστική Αθήνα που ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να παγιώσει την εξουσία και υπεροχή της, κάνοντας χρήση και του φόβου.

Αυτή την αρχή του δικαίου του ισχυρού, επιχειρεί να ασκήσει στην Κύπρο και η Τουρκία και φαίνεται σε διάφορα επίπεδα ότι και οι συμμαχίες γίνονται με βάση το συμφέρον και το όχι το ηθικό, το σωστό ή το δίκαιο. Τα άδικα όμως ουκ ευλογούνται, γι’ αυτό και η Αθήνα τελικώς ηττήθη από την Σπάρτη. Κατέλειπε όμως στην Ανθρωπότητα αιώνιο μνημείο και κληρονομιά τα επιτεύγματα του 5ου αιώνος. Απ’ αυτά μπορούμε κι εμείς να αντλήσουμε διδάγματα, έμπνευση, υπομονή κι ελπίδα.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ