Στη Γερμανία αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα προσεγγίζουν τους ψηφοφόρους τους. Η κριτική δημοσιογραφία, ως τέταρτη εξουσία, περιορίζεται, γεγονός που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανησυχητικό.Πολιτικοί παίρνουν συνέντευξη από πολιτικούς σαν να είναι οι ίδιοι δημοσιογράφοι. Πριν από λίγα χρόνια κάτι τέτοιο θα φάνταζε αδιανόητο, σήμερα όμως αποτελεί πραγματικότητα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε βίντεο στο YouTube, όπου η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δίνει συνέντευξη, όχι σε κάποιον δημοσιογράφο, αλλά στον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών Ραλφ Μπρίνκχαους.

Σύμφωνα με τον Φρανκ Ούμπεραλ, διευθυντή της Γερμανικής Ένωσης Δημοσιογράφων, δημιουργείται σκόπιμα σύγχυση με την επαγγελματική δημοσιογραφία. Ο Ούμπεραλ λέει ότι «στην Γερμανία είναι πλέον τάση τα κόμματα να παράγουν το δικό τους δημοσιογραφικό περιεχόμενο». Γιατί άλλωστε να δίνουν συνεντεύξεις σε κριτικά σκεπτόμενους δημοσιογράφους, όταν μπορούν να τις κάνουν οι ίδιοι;

Ο Τύπος ως «τέταρτη εξουσία» πρέπει να ελέγχει τις κρατικές εξουσίες και εκείνους που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα, όπως είναι τα πολιτικά κόμματα. Όταν όμως οι πολιτικοί αποφασίζουν να δίνουν συνέντευξη σε πολιτικούς και όχι σε επαγγελματίες δημοσιογράφους, η κριτική δημοσιογραφία μοιάζει να απειλείται.

Τα κόμματα αντιγράφουν τα μέσα

Για να αποκτήσουν τον έλεγχο του περιεχομένου που δημοσιεύεται, τα κόμματα δημιουργούν τις λεγόμενες «αίθουσες σύνταξης», δηλαδή δικά τους τμήματα ειδήσεων στο γραφείο τύπου τους. Οι ειδικοί αποκαλούν αυτήν την τακτική «έλεγχο μηνυμάτων».

Πρωτοπόρο φαίνεται να είναι το λαϊκιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AFD). Αμέσως μετά την είσοδό του στη Βουλή το 2017, το AFD άρχισε να δημιουργεί ένα μεγάλο τμήμα μέσων ενημέρωσης μαζί με την «αίθουσα σύνταξής του». Το κόμμα θέλησε να αποφύγει τους κλασικούς δημοσιογράφους, επειδή θεωρούσε ότι παρουσίαζαν ψεύτικα στοιχεία για αυτό. «Το εναλλακτικό μέσο είμαστε εμείς οι ίδιοι», δήλωσε στη Deutsche Welle ο Μάριο Χάου, επικεφαλής του τμήματος μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι λαϊκιστές αναβαθμίζονται ψηφιακά. Εάν τα μέλη του Κοινοβουλίου δημοσιεύσουν κάτι, αυτό μπορεί να αναπαραχθεί από χιλιάδες χρήστες, ασκώντας έτσι πίεση στα κυρίαρχα κόμματα.

Με αυτόν τον τρόπο τα κόμματα προσεγγίζουν ένα κοινό το οποίο δεν διαβάζει εφημερίδα, ούτε βλέπει τηλεόραση και το οποίο μέχρι προηγουμένως μπορούσε να προσεγγίσει μέσω δαπανηρών εκλογικών αφισών. Τώρα τα πολιτικά μηνύματα μεταδίδονται απευθείας στην οθόνη του υπολογιστή.

Μια απάτη

Αν και το φαινόμενο μοιάζει να συμβαδίζει με τις συνθήκες της ψηφιακής εποχής, στην πραγματικότητα έχει σημαντικό κόστος. Ο όρος «αίθουσα σύνταξης» είναι «ένας ευφημισμός, μια απάτη», λέει επικριτικά ο Ούμπεραλ. Και συνεχίζει: «ένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να παράγει δημοσιογραφικές ειδήσεις». Με τον τρόπο αυτό, οι αξιόπιστες ειδήσεις -που είναι και η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα των δημοσιογράφων- εξαλείφονται.

Από νομικής άποψης η κατάσταση είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί, γιατί τα πολιτικά κόμματα στη Γερμανία απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία. Υπάρχει, όμως, ένα όριο για τη δουλειά των κοινοβουλευτικών ομάδων: Επιτρέπεται να ξοδεύουν τα χρήματά τους μόνο σε πράγματα που αφορούν στο κοινοβουλευτικό τους έργο, και όχι στο ίδιο το κόμμα. Ωστόσο, αυτό δεν εφαρμόζεται πάντα.

Η Γερμανική Ένωση Δημοσιογράφων προσπαθεί εδώ και καιρό να ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για αυτό το θέμα. Αντικείμενο συζήτησης αποτελεί το γεγονός εάν τα κόμματα είναι σε θέση να δημιουργήσουν δημοσιογραφικό περιεχόμενο. Τέλος, αυτήν η τάση που έχει δημιουργηθεί, με το σχηματισμό «αίθουσας σύνταξης» από τα πολιτικά κόμματα, δεν συνιστά πρόβλημα μόνο για τους δημοσιογράφους, αλλά θα μπορούσε να καταστεί «αντιπαραγωγικό και για τη δημοκρατία».

Ροσάλια Ρομάνιετς / Κέι-Αλεξάντερ Σολτς

Επιμέλεια: Μαγδαληνή Γκόγκου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ