Το κλίμα ΗΠΑ – Ρωσίας είναι δυσμενέστερο από ό,τι πριν την πρώτη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στη Σύνοδο G20 . Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο λόγω φόρτου εργασίας οι δύο ηγέτες θα συναντηθούν -μάλλον- στο περιθώριο της ΑPEC.Θα γίνει τελικά η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο Βιετνάμ; Ακόμη δεν έχει επιβεβαιωθεί επισήμως και από τις δύο πλευρές αν οι δύο ηγέτες θα συναντηθούν για δεύτερη φορά στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) σήμερα. Ενδέχεται η ασάφεια γύρω από το αν πρέπει ή όχι να πραγματοποιηθεί η συνάντηση οφείλεται στο ότι οι δύο ηγέτες στάθμισαν αν επί της ουσίας αξίζει τον κόπο.

«Πιστεύω ότι ο πρόεδρος Τραμπ επιδιώκει αυτή τη συνάντηση περισσότερο, την ώρα που ο πρόεδρος Πούτιν φαίνεται να υιοθετεί στάση αναμονής απέναντι στις ΗΠΑ», εκτιμά στην DW ο Μαρκ Σιμακόφσκι, αναλυτής στο αμερικανικό think tank Atlantic Council. O αμερικανός πρόεδρος είχε υποσχεθεί προεκλογικά να βελτιώσει τις αμερικανορωσικές σχέσεις, οι οποίες επιδεινώθηκαν αισθητά μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα. Κατά τον Μ. Σιμακόσφκι ο ρώσος ομόλογός του δεν φαίνεται να πιστεύει σε μια ταχεία βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον. Ένας λόγος γι αυτό είναι το γεγονός ότι ο αμερικανός πρόεδρος δεν πέτυχε την άρση των νεώτερων κυρώσεων που είχαν επιβληθεί κατά της Ρωσίας. Η ευφορία που είχε προκαλέσει στη Μόσχα η εκλογή Τραμπ πριν από έναν χρόνο έχει παρέλθει προ πολλού και πολλοί ρώσοι βουλευτές αμφιβάλλουν αν σε αυτό το χρονικό σημείο μπορεί το Κρεμλίνο να φτάσει σε οποιαδήποτε συμφωνία με τον αμερικανό πρόεδρο. Ως εκ τούτου η συνάντηση στο Βιετνάμ «ενδέχεται να έχει περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας, αποφέροντας δηλαδή συγκεκριμένα αποτελέσματα», επισημαίνει ο Μ. Σιμακόφσκι, σχολιάζοντας ότι «κατά κάποιο τρόπο ο Τραμπ και ο Πούτιν είναι σαν πλανήτες που βρίσκονται πολύ μακριά μεταξύ τους, όμως μπαίνουν στην τροχιά τους και έλκονται ο ένας προς τον άλλο».

Τι μεσολάβησε από την πρώτη συνάντηση

Η πρώτη συνάντηση των δύο στο περιθώριο της Συνόδου G20 στο Αμβούργο τον Ιούλιο είχε ολοκληρωθεί με αμοιβαίες δηλώσεις ικανοποίησης. Ωστόσο οι εξελίξεις που ακολούθησαν δεν βοηθούν στη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Το Κογκρέσο ψήφισε στα τέλη Ιουλίου νέες αυστηρότερες κυρώσεις εφάμιλλες με τις αντίστοιχες που είχαν επιβληθεί εναντίον χωρών όπως το Ιράν και η Β. Κορέα. Το επιχείρημα ήταν η ρωσική ανάμειξη στον αμερικανικό προεκλογικό αγώνα το 2016 και η ρωσική στάση στο θέμα της Ουκρανίας. Σχεδόν ταυτόχρονα η Μόσχα αποφάσισε ουσιαστικά να απελάσει πάνω από 750 αμερικανούς διπλωμάτες, με το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών να αιτιολογεί το μέτρο λέγοντας ότι «συνιστά αντίδραση απέναντι σε σειρά εχθρικών βημάτων της Ουάσιγκτον». Μεταξύ άλλων επρόκειτο για την απέλαση δεκάδων ρώσων διπλωματών επί προεδρίας Ομπάμα το 2016, στην οποία η Μόσχα δεν είχε αντιδράσει προκειμένου να μην επιβαρύνει τη σχέση με τον διάδοχό του.

Ως απάντηση στη μαζική μείωση του διπλωματικού προσωπικού της στη Ρωσία, η Ουάσιγκτον ζήτησε στο τέλος Αυγούστου να κλείσει εντός ολίγων ημερών το ρωσικο προξενείο στο Σαν Φρανσίσκο, γεγονός που προκάλεσε οργή στη Μόσχα. Ορισμένες σχολιαστές ρωσικών κρατικών μέσων προειδοποίησαν τότε ότι «μυρίζει πόλεμος». Ωστόσο ο Βλ. Πούτιν δεν προέβη μέχρι σήμερα σε νέα διπλωματικά αντίποινα, με το Κρεμλίνο να παρουσιάζει τον Ντ. Τραμπ σαν θύμα των εσωπολιτικών αντιπαραθέσεων στις ΗΠΑ. «Και οι δύο πλευρές είναι συγκρατημένες σε ρητορικό επίπεδο», παρατηρεί στην DW o Αντρέι Κορτούνοφ, διευθυντής του Ρωσικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ένα think tank που πρόσκειται στη ρωσική κυβέρνηση. Όπως εκτιμά, «προφανώς η ρωσική πλευρά αποφάσισε να μην γκρεμίσει τις γέφυρες ώστε να αποφύγει περαιτέρω κλιμάκωση και να επανεκκινήσει τον διάλογο».

Κυρίαρχο το θέμα της Β. Κορέας

Πάντως θέματα προς συζήτηση υπάρχουν σε περίσσεια για τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν. Η λίστα επιθυμιών της Μόσχας περιλαμβάνει κατά τον Κορτούνοφ μια πλήρη αποκατάσταση του διπλωματικού και στρατιωτικού διαλόγου μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, καθώς και το μέλλον στρατηγικών συμφωνιών για μείωση των εξοπλισμών.

Ο Τραμπ από την πλευρά του ανέφερε τρία θέματα συζήτησης: Τη Βόρεια Κορέα, την Ουκρανία και τη Συρία. Κυρίως το ζήτημα της Β. Κορέας αναμένεται να κυριαρχήσει στην ατζέντα, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις ειδικών. Οι δύο πλευρές έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, με τη Μόσχα να τάσσεται, όπως και η Κίνα, υπέρ διπλωματικών λύσεων την ώρα που ο Τραμπ απειλεί να κάνει χρήση στρατιωτικών μέσων.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην προσπάθεια βελτίωσης των διμερών σχέσεων είναι η απώλεια εμπιστοσύνης, τονίζει ο αμερικανός αναλυτής Μαρκ Σιμακόφσκι. Παρά τις σοβαρές δυσκολίες που υπάρχουν όμως η Μόσχα δεν προτίθεται να τα παρατήσει και θα προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου, υπογραμμίζει ο ρώσος ειδικός Αντρέι Κορτούνοφ.

Ρόμαν Γκοντσαρένκο / Άρης Καλτιριμτζής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ