Ένα κείμενο «προφητικό» για την αναγκαιότητα της ομαλής μετεξέλιξης των ελληνικών Σχολείων μας και της αναβάθμισης των Τμημάτων Ελληνικής Γλάσσας και Πολιτισμού

Γ. Μπαμπινιώτης *

02.11.2008. Οσο αδυνατίζουν οι Ελληνικές Κοινότητες στο εξωτερικό, τόσο αδυνατίζουν και τα ελληνικά σχολεία, όπου ακόμη υπάρχουν. Μειώνεται ο αριθμός των παιδιών που φοιτούν σ’ αυτά, απαξιώνονται παιδευτικά, συρρικνώνονται. Οι Ελληνες ή ελληνικής καταγωγής γονείς τού εξωτερικού, οι γονείς τής ελληνικής Ομογένειας, όσο πληθαίνουν και τα παιδιά από μικτούς γάμους και όσο προχωρούμε σε νεότερες γενιές γονέων, προτιμούν – στην πλειονότητά τους – να στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία τής χώρας όπου ζουν, δημόσια ή (αν έχουν την ευχέρεια) και ιδιωτικά, προκειμένου να τους εξασφαλίσουν καλύτερες προϋποθέσεις επιτυχίας στη ζωή τους (επαγγελματικής, κοινωνικής, οικονομικής κ.λπ.). Κι επειδή τους καίει συγχρόνως το πρόβλημα «ταυτότητας» των παιδιών κι επειδή αγαπούν την Ελλάδα και αισθάνονται οι ίδιοι περήφανοι για την ελληνική τους καταγωγή, τα στέλνουν και σε μαθήματα ελληνικής γλώσσας, που κατά κανόνα λειτουργούν με τη φροντίδα τής Εκκλησίας. Αυτά όμως, λόγω τού ελάχιστου χρόνου (2-3 ώρες την εβδομάδα) και τού φόρτου των μαθητών από τις υποχρεώσεις τους στο (ολοήμερο συνήθως) σχολείο, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα.

Ας σημειωθεί ότι, προς τιμήν του, το Ελληνικό Κράτος στηρίζει ενεργώς και με μεγάλη χρηματική δαπάνη τα σχολεία αυτά, στέλνοντας εκπαιδευτικούς εξ Ελλάδος σε ικανό αριθμό (συχνά περισσότερους κι από όσους χρειάζονται αυτά τα σχολεία σε σχέση με τον αριθμό των μαθητών τους). Στέλνει επίσης σχολικά βιβλία, διδακτικό και εποπτικό υλικό, ακόμη και χρήματα για λειτουργικές δαπάνες. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν λύνεται. Παρατείνεται απλώς ο χρόνος ζωής των σχολείων αυτών, τα οποία φθίνουν, παρά το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον τής Ελληνικής Πολιτείας, των Κοινοτήτων, τής Εκκλησίας, των εκπαιδευτικών, των γονέων και όλων όσοι βλέπουν την ελληνική παιδεία να υποχωρεί και να χάνεται σε βάθος χρόνου. Η αγωνία κορυφώνεται, για να δώσει συχνά τη θέση της στην απαισιοδοξία και στην απόγνωση.

Κάτι ακόμη. Οι λίγες ώρες διδασκαλίες τής γλώσσας (με χρόνο δηλ. ανεπαρκή για μάθηση) στα σχολεία γλώσσας («σαββατιανά») σε συνδυασμό με ανεκπαίδευτους δασκάλους ως προς την ειδική μέθοδο διδασκαλίας τής Ελληνικής ως δεύτερης ή και ως ξένης γλώσσας και με χρήση συχνά ακατάλληλων βιβλίων δεν σώζουν, προφανώς, την κατάσταση. Ο,τι προσφέρει ένα ελληνικό σχολείο, όταν λειτουργεί σωστά, δεν αντικαθίσταται με τίποτε.

Εχουν, λοιπόν, χαθεί οριστικά τα πάντα; Η απάντησή μας είναι ότι η κατάσταση μπορεί να αναστραφεί, και μάλιστα όχι με τη μορφή τής απλής διατήρησης αλλά και τής ανάπτυξης.

Τι κίνητρα μπορούν να οδηγήσουν τους γονείς τού εξωτερικού να στείλουν τα παιδιά τους σ’ ένα ελληνικό σχολείο; Βασικό κίνητρο μπορεί να είναι η βεβαιότητα ότι θα λάβουν τα παιδιά τους μια εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, με περιεχόμενο τέτοιο που θα τους επιτρέψει να εξελιχθούν επαγγελματικά, κοινωνικά και οικονομικά στη χώρα που ζουν. Η πλήρωση ενός τέτοιου διττού σκοπού -καλή ελληνική εκπαίδευση αλλά και καλή μόρφωση με βάση τη γλώσσα, το εκπαιδευτικό σύστημα και τις απαιτήσεις τής χώρας όπου ζουν – οδηγεί στη δημιουργία ενός άλλου τύπου σχολείου, διαφορετικού από τα υπάρχοντα σχολεία, ενός μικτού σχολείου -ελληνοαγγλικού, ελληνογαλλικού, ελληνογερμανικού, ελληνοαραβικού κ.λπ. Ητοι, στη λειτουργία σχολείων που θα εφαρμόζουν το εκπαιδευτικό σύστημα τής κάθε χώρας παράλληλα με ένα ισχυρό ελληνικό πρόγραμμα καλά οργανωμένο (σε περιεχόμενο, σε δασκάλους, σε βιβλία). Ετσι και η σταδιοδρομία των μαθητών στη χώρα όπου ζουν θα εξασφαλίζεται και συγχρόνως θα παρέχεται μια γερή ελληνική μόρφωση στους μαθητές. Ενα τέτοιο σχολείο επιπέδου θα είναι περιζήτητο τόσο από γονείς τής Ομογένειας όσο και από μη Ελληνες, οι οποίοι θα θέλουν να στείλουν τα παιδιά τους σ’ ένα διακεκριμένο σχολείο με διπλή ποιοτική παιδεία (αγγλική και ελληνική, γαλλική και ελληνική κ.ο.κ.) Ενα τέτοιο ποιοτικό σχολείο μπορεί να γίνει (όπως όλα τα καλά, «ξένα» λεγόμενα, σχολεία), πόλος έλξεως για παιδιά κάθε εθνικότητας. Οσο περιοριστικό είναι στο εξωτερικό, από τη φύση του, ένα αμιγώς ελληνικό σχολείο, τόσο χρήσιμο, ελκυστικό και ουσιαστικό είναι ένα καλό δίγλωσσο σχολείο. Και δεν μιλάμε υποθετικά. Το Αρσάκειο στα Τίρανα, ένα δίγλωσσο σχολείο στη Ν. Υόρκη, ένα άλλο στη Ν. Αφρική, περιζήτητα όλα, αποτελούν εύγλωττα παραδείγματα.

Βεβαίως, η λειτουργία κάθε τέτοιου ποιοτικού σχολείου είναι δαπανηρή: σε υλικοτεχνική υποδομή, σε διδακτικό προσωπικό κ.λπ. Γι’ αυτό και τέτοια σχολεία, πέρα από οποιαδήποτε οικονομική στήριξη, λειτουργούν με δίδακτρα για τους έχοντες και υποτροφίες για τους μη έχοντες. Μια Κοινότητα, η Εκκλησία, ένα Ιδρυμα, άλλοι φορείς που διαθέτουν περιουσία, με τη στήριξη τής επιτόπιας αλλά και τής Ελληνικής Πολιτείας αλλά και με χορηγίες Ελλήνων μογενών και εντόπιων φορέων, μπορούν να ιδρύσουν και να λειτουργήσουν τέτοια σχολεία κατά περιοχές.

Τα αμιγή ελληνικά σχολεία στο εξωτερικό, αν συνεχίσουν να λειτουργούν ως έχουν, παρά την οποιαδήποτε ενίσχυση που ήδη υπάρχει, θα φυτοζωούν και θα οδηγούνται σταδιακώς σε άρση τής λειτουργίας τους ελλείψει μαθητών, ενώ μπορούν να μεταβληθούν σε πρότυπα σχολεία, με κύρος, προσφορά και ευρεία ζήτηση, σχολεία που θα παρέχουν ελληνική παιδεία περιωπής και γερή μόρφωση εν γένει αντί για «τα κολλυβογράμματα» που όλο και περισσότερο θα αναγκάζονται να δίνουν εκ των πραγμάτων.

* Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ