Γράφει η Μαρία Μποντίλα, ιστορικός της εκπαίδευσης.

 Φωτογραφίες από την έκθεση της Βουλής των Ελλήνων για την ελληνική προσφυγιά.

Τον  Αύγουστο του 1949 έληξε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα με ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Μια από τις πολλές συνέπειες του εμφυλίου ήταν και η αναγκαστική υπερορία πολλών, στρατιωτών και αμάχων, στα πρώην ανατολικά κράτη. Μεταξύ αυτών υπήρξαν και 26.000 περίπου παιδιά που βρέθηκαν εκτός των ελληνικών συνόρων, τα περισσότερα μόνα τους, χωρίς τις οικογένειές τους, συνοδευόμενα από τις λεγόμενες «μάνες».FOTO -BONTILA

 

Τα παιδιά, προερχόμενα ως επί το πλείστον από αγροτικές περιοχές της Β. Ελλάδας, όπου κυρίως διεξαγόταν ο εμφύλιος, δεν πέρασαν όλα μαζί τα σύνορα αλλά σταδιακά μέσα σε δύο χρόνια (1947-49). Για την εγκατάστασή τους δημιουργήθηκαν κατ’ αρχάς σταθμοί υποδοχής στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία, στους οποίους διέμειναν για κάποιους μήνες, πριν σταλούν  στις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες. Συγκεκριμένα κάθε χώρα είχε δηλώσει τον αριθμό των παιδιών που μπορούσε να δεχτεί. Η Σοβιετική Ένωση μόνο δεν δέχτηκε παιδιά,  ενώ η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχτηκε έναν πολύ μικρό αριθμό. Τα υπόλοιπα παιδιά μοιράστηκαν  στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία  και την Πολωνία.

 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), που είχε αναλάβει την προστασία αυτών των παιδιών και το πέρασμά τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες, σύστησε το 1948 την Επιτροπή «Βοήθεια στο Παιδί» ( Ε.ΒΟ.Π.). Η  Επιτροπή αυτή, μέλη της οποίας  υπήρξαν διακεκριμένες  προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων ο Πέτρος Κόκκαλης, η Έλλη Αλεξίου και ο Γεώργιος Αθανασιάδης,  είχε ως σκοπό της α) την ασφαλή έξοδο των παιδιών από την εμπόλεμη  ζώνη  β) την εγκατάστασή τους στις  Λαϊκές Δημοκρατίες και γ) την εκπαίδευσή τους. Η ΕΒΟΠ συνέχισε τις δραστηριότητές της μέχρι το 1956 και, όταν όλα πια είχαν ομαλοποιηθεί, διαλύθηκε, και το έργο της, εκπαιδευτικής καθαρά πια φύσεως, ανέλαβε η νεοσύστατη Εκπαιδευτική Συντονιστική Επιτροπή, η οποία εργάστηκε μέχρι το 1974. Μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, η οργάνωση της ελληνόφωνης εκπαίδευσης των πολιτικών προσφύγων άλλαξε ριζικά. Οι περισσότεροι από αυτούς επαναπατρίστηκαν και σταδιακά οι ώρες των ελληνικών μειώθηκαν κατά πολύ. Σήμερα τα ελληνικά διδάσκονται ως ξένη γλώσσα στις ελληνικές κοινότητες των πολιτικών προσφύγων σε απογευματινά τμήματα και τα παρακολουθούν όχι μόνο Έλληνες αλλά και ντόπιοι πολλές φορές. 

 

Τα παιδιά μπαίνοντας σε κάθε χώρα, μετά τις πρώτες φροντίδες που τους παρέχονταν στα σύνορα, σε χώρους  που είχαν οργανωθεί ειδικά για την υποδοχή τους,  μοιράζονταν σε διάφορα κέντρα διαμονής, τους λεγόμενους Παιδικούς Σταθμούς. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κτίρια αυτά ήταν μεγάλα και καλοφτιαγμένα, ιδιοκτησίες πλουσίων που οι  κυβερνήσεις με την αλλαγή του καθεστώτος είχαν   κρατικοποιήσει και παραχώρησαν για τη φιλοξενία των παιδιών.  Η γενναιοδωρία αυτή όλων των κυβερνήσεων  πρέπει να εξεταστεί και σε συνάρτηση με τις συνθήκες της εποχής. Μέσα στο πνεύμα της διεθνούς αλληλεγγύης οι Λαϊκές Δημοκρατίες προσέφεραν απλόχερα  ηθική και υλική βοήθεια στα ελληνόπουλα που τα θεωρούσαν παιδιά αγωνιστών της ελευθερίας

 

 

Η οργάνωση της ελληνόφωνης εκπαίδευσης      

Από τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασης των παιδιών στους Παιδικούς Σταθμούς, οι υπεύθυνοι της Ε.ΒΟ.Π έκριναν ότι έπρεπε να δημιουργηθούν σχολικά τμήματα, γιατί τα περισσότερα παιδιά ή δεν είχαν πάει καθόλου στο σχολείο ή είχαν να φοιτήσουν σχεδόν μια δεκαετία, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα. Στην αρχή τα τμήματα λειτούργησαν μέσα στους Παιδικούς  Σταθμούς και τα μαθήματα όλα διδάσκονταν στα Ελληνικά.  Όταν όμως το ΚΚΕ διαπίστωσε – και αυτό έγινε σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου –  ότι η παραμονή τους εκτός των ελληνικών συνόρων θα ήταν μακρόχρονη, αποφάσισε να εντάξουν τα παιδιά στο εκπαιδευτικό σύστημα κάθε χώρας και παράλληλα να διδάσκονται όλα κάποιες ώρες την εβδομάδα μαθήματα στα Νέα Ελληνικά. Την οργάνωση αυτών των μαθημάτων ανέλαβε η Ε.ΒΟ.Π. Τα μαθήματα στα ελληνικά που  διδάσκονταν τα παιδιά ήταν η Νεοελληνική Γλώσσα, η  Ελληνική Ιστορία, η Ελληνική Γεωγραφία και η Νεοελληνική Λογοτεχνία. Αποφασίστηκε η διδασκαλία αυτών των μαθημάτων, γιατί εξασφάλιζε στα παιδιά μια ελληνική μόρφωση. Δύο ήταν οι στόχοι της ελληνόφωνης εκπαίδευσης, η καλλιέργεια της ελληνικής ταυτότητας και η σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση. Τα παιδιά έπρεπε να παραμείνουν Έλληνες, ώστε μια μέρα να γυρίσουν στην πατρίδα τους, αλλά να ασπαστούν συγχρόνως και τις ιδέες του κομμουνισμού.

 

 Η δομή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ήταν η  εξής: Υπήρχε η Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή που έδρευε στο Βουκουρέστι και επί μέρους Εκπαιδευτικές Επιτροπές σε κάθε χώρα φιλοξενίας των παιδιών. Στις χώρες αυτές, λοιπόν, σε συνεργασία με τα τοπικά Υπουργεία Παιδείας λειτούργησαν τμήματα διδασκαλίας ελληνικών μαθημάτων, ενταγμένα στο ωρολόγιο πρόγραμμα κάθε σχολείου, όπου φοιτούσαν ελληνόπουλα.

 

Η οργάνωση της ελληνόφωνης εκπαίδευσης υπήρξε ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, για το λόγο αυτόν  το ΚΚΕ στελέχωσε την Ε.ΒΟ.Π από την πρώτη στιγμή με άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης του, που διέθεταν όμως συγχρόνως ιδιαίτερη μόρφωση και  καλλιέργεια. Εκτός από το ενδιαφέρον του ΚΚΕ για την ουσιαστική μόρφωση των παιδιών, υπήρχε και ένας επιπλέον λόγος που όλα θα έπρεπε να οργανωθούν προσεκτικά και να λειτουργήσουν στην εντέλεια. Μετά τις διαστάσεις  που είχε λάβει η διαφυγή των παιδιών στις Ανατολικές χώρες, τα μάτια όλων, σε παγκόσμιο επίπεδο,  ήταν στραμμένα στην τύχη αυτών των παιδιών.

 

 Οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης έπρεπε να οργανώσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα από μηδενική βάση. Δεν υπήρχε αναλυτικό πρόγραμμα, δεν υπήρχαν εκπαιδευτικοί και βιβλία, οι μαθητές ήταν σκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία της Ευρώπης, από τη Βουλγαρία έως την Τασκένδη, και το σπουδαιότερο, δεν ταίριαζαν οι ηλικίες των παιδιών. Υπήρχαν παιδιά τελείως αγράμματα στην ηλικία των 17 και 18 χρονών, που δεν είχαν φοιτήσει ούτε μια μέρα στο σχολείο, λόγω του πολέμου και της κατοχής και αργότερα του εμφυλίου. Τα παιδιά αυτά δεν μπορούσαν για καθαρά παιδαγωγικούς λόγους να φοιτήσουν στις ίδιες τάξεις με μαθητές των 7 και 8 ετών. Επιπλέον για αυτά τα παιδιά   έπρεπε να ληφθεί πρόνοια όσον αφορά την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Απαιτείτο, λοιπόν, να βρεθούν λύσεις αποτελεσματικές και άμεσες.

 

 Ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης ήταν η εξασφάλιση εκπαιδευτικού προσωπικού. Ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες υπήρξαν πολλοί εκπαιδευτικοί, οι οποίοι δεν επαρκούσαν όμως για την εκπαίδευση τόσο πολλών παιδιών. Οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν σε διοικητικές θέσεις, Για να καλυφτούν οι ανάγκες, λοιπόν, στις τάξεις δίδαξαν και μη εκπαιδευτικοί, αρκεί να διέθεταν κάποια μόρφωση. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος η Ε.ΒΟ.Π. αποφάσισε τη συνεχή επιμόρφωση όλων των δασκάλων, ανεξαρτήτως τυπικών προσόντων. Ακόμη και οι έλληνες εκπαιδευτικοί που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα, έκρινε ότι χρειάζονταν να επιμορφωθούν. Επειδή απείχαν, λόγω του πολέμου, για πολλά χρόνια από το επάγγελμα, είχαν λησμονήσει κάποιες γνώσεις ή δεν ήταν ενημερωμένοι στις εξελίξεις της επιστήμης τους. 

Γίνεται, λοιπόν, μια προσπάθεια, και σε κεντρικό επίπεδο αλλά και μεμονωμένα, σε κάθε χώρα χωριστά, να επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί.

 

Τα σχολικά βιβλία 

Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης ήταν η παντελής έλλειψη βιβλίων. Στην υπερορία οι πολιτικοί πρόσφυγες βρέθηκαν χωρίς ελληνικά βιβλία, αλλά, και αν ακόμη, όπως έλεγαν, μπορούσαν να τα προμηθευτούν από το ελληνικό κράτος, δεν θα τα ήθελαν, γιατί η ιδεολογία των ελληνικών σχολικών βιβλίων της εποχής ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τα δικά τους πιστεύω. Απαιτείτο ως εκ τούτου η άμεση συγγραφή βιβλίων, εγχείρημα πάρα πολύ δύσκολο για τις συγκεκριμένες συνθήκες.

 

Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης όσον αφορά τη συγγραφή των βιβλίων  ήταν τεχνικής και ιδεολογικής φύσεως. Στις χώρες που βρέθηκαν δεν υπήρχαν τυπογραφεία με ελληνικά στοιχεία αλλά ούτε και Έλληνες επαγγελματίες τυπογράφοι. Το πρόβλημα ξεπεράστηκε στην αρχή με κάποιες αλλαγές που έκαναν στα τυπογραφικά στοιχεία του κυριλλικού αλφαβήτου στην Πολωνία, όπου έβγαιναν παλιότερα εκκλησιαστικές εκδόσεις στα Κυριλλικά, τα οποία έμοιαζαν με τα ελληνικά. Χρησιμοποίησαν επίσης τα στοιχεία ενός  τυπογραφείου στο Βουκουρέστι που το Πατριαρχείο είχε εγκαταστήσει παλαιότερα εκεί, για την εξυπηρέτηση του ελληνικού Γυμνασίου. Λίγο αργότερα η Αν. Γερμανία, που ήταν ανεπτυγμένη τεχνολογικά, τους χάρισε ένα  καινούριο τυπογραφείο με ελληνικά στοιχεία  και το θέμα λύθηκε. Όσον αφορά τους τυπογράφους το ζήτημα τακτοποιήθηκε  με εντατικά σεμινάρια εξειδίκευσης.

 

Η συγγραφή των βιβλίων  άρχισε από το μηδέν. Το περιεχόμενο προσαρμόστηκε στους στόχους της εκπαίδευσης που ήταν η πατριωτική και σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έπρεπε ως εκ τούτου να βρεθούν και να επιλεγούν κείμενα προοδευτικών συγγραφέων, να γραφτούν καινούρια βιβλία ιστορίας και γεωγραφίας προσαρμοσμένα στο διπλό στόχο της εκπαίδευσης. Παράλληλα να τυπωθούν χάρτες, να παραχθεί  εποπτικό υλικό, διδακτικό υλικό για τα νήπια και υλικό χειροτεχνίας, να εκδοθούν βιβλία γραμματικής και συνταχτικού, εξωσχολικά βιβλία, λεξικά και παιδικά περιοδικά, πολιτικά κείμενα κλασικών του Μαρξισμού, λογοτεχνικά βιβλία και εκλαϊκευμένα εγχειρίδια Φυσικής και Χημείας για τους μεγάλους. Επίσης να εκδοθούν  και μεταφράσεις ντόπιων λογοτεχνών και παιδαγωγών καθώς και  ελλήνων λογοτεχνών στη γλώσσα κάθε χώρας. Για όλη αυτήν την παραγωγή επιστρατεύτηκαν πολλοί λογοτέχνες, παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί.

 

Η εκδοτική παραγωγή ξεκίνησε το 1950 και συνεχίστηκε μέχρι το 1974. Η έκδοση των βιβλίων γινόταν στο Βουκουρέστι ή την Πολωνία και από κει τα βιβλία  μοιράζονταν σ’ όλες τις ανατολικές χώρες, όπου υπήρχαν πολιτικοί πρόσφυγες. Από το 1949 έως το 1956 οι εκδόσεις φέρνουν το όνομα «Νέα Ελλάδα». Από το 1956 έως το 1974 το όνομα «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις». Από την μεταπολίτευση  και μετά τα βιβλία τυπώνονταν πια στην Ελλάδα.

 

Χαρακτηριστικό της εκδοτικής παραγωγής των πολιτικών προσφύγων είναι η συνεχής ανανέωση των βιβλίων. Εκδίδονταν καινούρια βιβλία σχεδόν κάθε χρόνο  για το ίδιο μάθημα και για την ίδια τάξη, επικαιροποιημένα, βελτιωμένα  και προσαρμοσμένα στις ανάγκες και το επίπεδο των μαθητών καθώς και  στις εξελίξεις της επιστήμης και της πολιτικής. Ο Γ. Αθανασιάδης, για παράδειγμα,  στην Εκπαιδευτική Σύσκεψη του 1962 ανακοίνωσε ότι θα γίνει επανέκδοση του βιβλίου της Γεωγραφίας, με ανανέωση των δημογραφικών και οικονομικών στοιχείων, για να μην παρατηρηθεί αυτό που γίνεται στην Ελλάδα.. «Εκεί η Γεωγραφία που εκδόθηκε το 1958 είχε στατιστικά στοιχεία του 1936!».

 

Η πολύ πλούσια εκδοτική παραγωγή των πολιτικών προσφύγων, τόσο σχολικών εγχειριδίων και εποπτικού υλικού, όσο και εξωσχολικών βιβλίων  και βοηθημάτων ποικίλου περιεχομένου αλλά και εφημερίδων και περιοδικών, θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στις χώρες φιλοξενίας τους εκείνη την εποχή. Οι Ανατολικές χώρες, με τον ενθουσιασμό που τις τροφοδοτούσαν οι πρώτες σοσιαλιστικές επιτυχίες, αναδιοργάνωναν την εκπαίδευσή τους, ακολουθώντας πιστά τη σοβιετική παιδαγωγική επιστήμη. Πρόκειται για τη λεγόμενη σοβιετοποίηση της εκπαίδευσης των Ανατολικών χωρών και κατ’ επέκταση της ελληνόφωνης εκπαίδευσης των πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή του ερχομού τους εκεί  βρέθηκαν σε ένα κλίμα εκπαιδευτικών αλλαγών, συζητήσεων και πρωτοβουλιών όσον αφορά την εκπαίδευση. Είχαν ως εκ τούτου πολλά κίνητρα αλλά και παιδαγωγικό υλικό,  για να οργανώσουν τη δική τους ελληνόφωνη εκπαίδευση, το οποίο και έκαναν.

 

 Ας περάσουμε τώρα στο περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων. Συγκεκριμένα θα παρουσιάσω το περιεχόμενο των νεοελληνικών αναγνωστικών, γιατί με την ποικιλία των κειμένων που περιλαμβάνουν αφήνουν περισσότερα περιθώρια διερεύνησης.

 

Οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης επιδίωκαν και μέσα από τη συγγραφή των βιβλίων  την προβολή και υιοθέτηση ενός καινούριου αξιακού κώδικα. Αυτό φαίνεται εκ πρώτης από την επιλογή των κειμένων που παρατίθενται στα βιβλία.

 

Τα κείμενα των βιβλίων είναι τριών ειδών. Είναι κείμενα λογοτεχνικά, ήδη γνωστά και καταξιωμένα στην Ελλάδα και αναφερόμενα στις ήδη υπάρχουσες ιστορίες της Λογοτεχνίας. Είναι  κείμενα λογοτεχνικά  στρατευμένα, γνωστών αλλά και αγνώστων συγγραφέων  του αριστερού πολιτικού χώρου και είναι και κείμενα «επικαιρικά» γραμμένα  adhoc, για να εξυπηρετήσουν κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες, μια συγκεκριμένη στιγμή. Για παράδειγμα τα κείμενα που αναφέρονται στο θάνατο του Μπελογιάννη. Η εκτέλεση του Μπελογιάννη έγινε στις 30 Μαρτίου του 1952 και στο βιβλίο της Δ΄ Δημοτικού που εκδόθηκε στις 23-6-1953 υπάρχουν μικρά αποσπάσματα από ποιήματα και πεζά. Στο Αναγνωστικό επίσης της Στ΄ Δημοτικού που τυπώθηκε το Σεπτέμβριο του 1954 υπάρχει ένα κείμενο του Ν. Ζαχαριάδη αφιερωμένο στον Ν. Μπελογιάννη. Ένα άλλο παράδειγμα είναι δύο κείμενα των Αναγνωστικών που αναφέρονται στη θέση του ΚΚΕ όσον αφορά στην αποστολή ελλήνων στρατιωτών στην Κορέα. και το διήγημα  «Οι αποφυλακισμένοι» της Δ. Σωτηρίου στο Αναγνωστικό για την Ζ΄ τάξη του 1964. Ο Γ. Παπανδρέου τη χρονιά αυτή μέσα σε μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού της χώρας  αποφυλάκισε πολλούς αριστερούς που ήταν κλεισμένοι στις φυλακές και στις εξορίες για πάνω από 19 χρόνια οι περισσότεροι. Σ’ αυτούς τους αποφυλακισμένους και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους αλλά και στους άλλους που παραμένουν ακόμα φυλακισμένοι αναφέρεται το κείμενο της Σωτηρίου.

 

Οι υπεύθυνοι προσπαθούσαν μέσα από τα κείμενα να καλύψουν τους δύο τιθέμενους στόχους της εκπαίδευσης την πατριωτική και σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση.

 

Συναντάμε για παράδειγμα όλη τη γενιά του ‘80  και μάλιστα τους ίδιους σχεδόν συγγραφείς έργα των οποίων περιλαμβάνονται και στα ελληνικά σχολικά Αναγνωστικά. Υπάρχει στα Αναγνωστικά των πολιτικών προσφύγων πάρα πολύς Δροσίνης, Πολέμης και Παλαμάς και σε μικρότερα ποσοστά Βιζυηνός, Παπαντωνίου, Βαλαωρίτης, Κρυστάλλης, Μαλακάσης, Προβελέγγιος, Τανταλίδης, Μαρκοράς, Πάλλης, Αθάνας, Βλαχογιάννης, Νιρβάνας, Χριστόπουλος, Βαλέτας, Σουρής, Μαβίλης, Αλέξανδρος Σούτσος, Κάλβος, Πρεβελάκης, Δημήτριος Φωτειάδης, Μαγκλής, Γρυπάρης, Ζαλοκώστας, Ουράνης, Κονδυλάκης, Πάρνης, Μυρτιώτισσα, Καρκαβίτσας, Νάκου, Παπά, Κορνάρος, Κουρτίδης.  Επίσης ένα ή δύο κείμενα του Καρυωτάκη, του Ψυχάρη, του Παπαδιαμάντη, του Κακριδή, της Δ. Σωτηρίου, του Ψαθά, του Στρατή Δούκα, του Ξενόπουλου, του Σικελιανού και του Καστανάκη.

 

Η στάση, όμως, των υπευθύνων των σχολικών βιβλίων απέναντι στους συγγραφείς δεν είναι η ίδια καθ’ όλη  τη διάρκεια της εκδοτικής παραγωγής. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη και τις αλλαγές που ακολούθησαν στη γραμμή του Κόμματος παρατηρείται μια μικρή αλλαγή όσον αφορά στην επιλογή των συγγραφέων. Γίνεται μια προσπάθεια ανοίγματος του λογοτεχνικού κανόνα και προς άλλους συγγραφείς.  Το 1960 για παράδειγμα συμπεριλαμβάνεται στα Αναγνωστικά για πρώτη φορά κείμενο του Παπαδιαμάντη, αν και είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα. Στο αναγνωστικό του 1964 έχουμε επίσης για πρώτη φορά ένα κείμενο της  Δ. Σωτηρίου και ένα του Στρατή Δούκα που αναφέρονται και τα δύο στα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εισαγωγικό σημείωμα που προτάσσεται των δύο κειμένων και φέρνει τον τίτλο «Η Μικρασιατική καταστροφή». Παραθέτω το κείμενο ολόκληρο, γιατί δείχνει καθαρά τη θέση του ΚΚΕ για τη Μικρασιατική εκστρατεία και «δικαιολογεί»  τρόπον τινά την απουσία κειμένων αυτής της θεματικής από τα προηγούμενα αναγνωστικά. «Το 1919 η ελληνική πλουτοκρατία, υπακούοντας στις εντολές των Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών ιμπεριαλιστών, οδήγησε τον ελληνικό στρατό στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Ο πόλεμος αυτός ήταν άδικος γιατί με το αίμα των παιδιών του ελληνικού λαού οι ιμπεριαλιστές ήθελαν να πνίξουν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του τουρκικού λαού. Ο ελληνικός λαός εκδήλωσε τη βαθειά αντίθεσή του σ’ αυτή την τυχοδιωκτική περιπέτεια αλλά δεν μπόρεσε να ματαιώσει τον πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο ελληνικός στρατός νικήθηκε και διαλύθηκε. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί, τραυματίες, ανάπηροι και αγνοούμενοι. Ενάμισυ εκατομμύριο έλληνες που από αιώνες κατοικούσαν τα παράλια της Μικράς Ασίας ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του έθνους μας. Και αυτό το μεγάλο κακό το έπαθε ο ελληνικός λαός για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ξένων ιμπεριαλιστών».

 

Απουσιάζουν από τα αναγνωστικά η Πηνελόπη Δέλτα, ο Ίων Δραγούμης, ο Καβάφης, ο Βενέζης, ο Θεοτόκης, συγγραφείς που συμπεριλαμβάνονται στα αναγνωστικά της Ελλάδας αυτής της εποχής. Βασικό κριτήριο των υπευθύνων, όπως φαίνεται από τα βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων που παραθέτουν κάτω από κάθε κείμενο, είναι όχι τόσο η αξία και η αποδοχή του έργου τους, όσο η ιδεολογία τους και η συμμετοχή τους, μ’ οποιοδήποτε τρόπο, στους αγώνες του λαού. Φροντίζεται δε, επιμελώς, να δοθεί στην παρουσίαση της ζωής τους αυτή τους η σύνδεση με το λαό και τις λαϊκές μάζες.

 

Υπάρχει επίσης στα βιβλία πολύς Παλαμάς αλλά απουσιάζει  ο Καζαντζάκης. Η ύπαρξη του Παλαμά οφείλεται στην εργασία του Ζαχαριάδη Ο αληθινός Παλαμάς στην οποία χαρακτήρισε υλιστική τη φιλοσοφία του. Όσον αφορά στον  Καζαντζάκη θεωρούταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για την αριστερά. Ενώ την ίδια εποχή σε παγκόσμια κλίμακα ο Καζαντζάκης είχε ταυτιστεί με τον ελληνισμό, δεν υπάρχουν παρά μόνον δύο έργα του σ’ όλα τα Αναγνωστικά. Θεωρήθηκε  μέχρι και πράκτορας της Ιντέλλιτσενς Σέρβις από τους έλληνες κομμουνιστές, λόγω της αστάθειας του πολιτικού του πιστεύω και των συνεχών μεταστροφών των ιδεολογικών του πεποιθήσεων.

 

Ανέφερα  παραπάνω ότι τα βιβλία προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα καινούριο αξιακό κώδικα. Να κατασκευάσουν το «σοσιαλιστικό άνθρωπο» κατ’ αναλογία με το «σοβιετικό». Αυτό προσπάθησαν οι υπεύθυνοι να το πετύχουν με τη καλλιέργεια συγκεκριμένων στερεοτύπων που έρχονταν και ξανάρχονταν μέσα στο λόγο των σχολικών βιβλίων.  Ας δούμε μερικά από αυτά.  Ας δούμε, για παράδειγμα, πώς κατασκευάζεται η μορφή της σοσιαλιστικής γυναίκας μέσα από τα κείμενα των αναγνωστικών. 

 

 Μια αντιπροσωπευτική μορφή γυναίκας είναι η μάνα. Η μάννα των κειμένων  δεν είναι η γυναίκα  η επαναστάτρια που αργά ή γρήγορα συνειδητοποιήθηκε και θα μπει δυναμικά στον αγώνα. Είναι η γυναίκα η χαροκαμένη, απροσδιορίστου ηλικίας, που βρίσκει διέξοδο στον πόνο της συνεχίζοντας τους αγώνες του γιου της.  Δεν είναι η φωτεινή πρωταγωνίστρια, όπως ο γιος της και οι άλλοι αγωνιστές, αλλά  η αφανής ηρωίδα που ζει στη σκιά μεν του γιου, αλλά είναι το στήριγμά του. Πίσω από κάθε αγωνιστή κρύβεται μια μάνα.                 

                         Αγαπημένο μου παιδί, σε φιλώ γλυκά.

 

Βρίσκομαι  ήλιε που με πυρώνει, μέσα στο κρεβάτι, με δέρνουν οι πόνοι του καρκίνου, οι πόνοι των καημών του πατέρα σου, των αδελφών σου που όλους τους σκότωσαν οι Γερμανοί και οι φίλοι των Γερμανών στις φυλακές. Όλα αυτά τα ξέρεις, αλλά τα γράφω για να ξεσπάω λίγο. Μη στενοχωριέσαι σπλάχνο μου για όσα σου γράφω. Εγώ τώρα θα πεθάνω. Θα παλαίψω όμως ακόμα όσο μπορώ με το θάνατο για να μπορέσω να σε βοηθήσω όσο βρίσκεσαι στη φυλακή. Μόνο γι αυτό στενοχωρούμαι πως αν πεθάνω δε θα έχεις κανέναν άλλο στον κόσμο να σε προσέχει. Μόνο γι αυτό με νοιάζει.                                                                                     

 

                                                                       Στ΄1964, σελ. 159  

Παρηγοριά μεγάλη και στήριξη της μάνας είναι η αναγνώριση της θυσίας του παιδιού της από τους άλλους. Τη χαροκαμένη μάνα ο κόσμος δεν την αφήνει μόνη της.

 

Ο σπαραγμός της μάνας  μπροστά στο θάνατο του γιου, όταν μάλιστα αυτός λαμβάνει χώρα μπροστά της, παραπέμπει κατευθείαν στην Παναγία και το δικό της πόνο για τη σταύρωση του παιδιού της.

 

Ο επονίτης Κώστας Σύρμπας από τα Τρίκαλα, φλογερός μαχητής, άξιο παιδί της ΕΠΟΝ, κράτησε ψηλά τη δοξασμένη σημαία της ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του κι αντίκρυσε παλικαρίσια το θάνατο.

 

 « Μη κλαις μάνα μου. Οι Επονίτες  θα εκδικηθούν το θάνατό μου» φωνάζει στη μάνα του, πούταν εκεί στον τόπο της εκτέλεσης και σπάραζε από τον πόνο.  Και πριν ακόμα η θηλιά της κρεμάλας του πνίξει τη φωνή, τα τελευταία λόγια του ήταν: «Αδέλφια Επονίτες με σέρνουν στην κρεμάλα γιατί πάλεψα για τη λευτεριά! Ζήτω η λεύτερη Ελλάδα. Ζήτω η ΕΠΟΝ. Θάνατος στους προδότες».

 

                                                                           Γ΄1950, σελ. 162-163.                                                             

 

Είναι απορίας άξιο πώς οι συγγραφείς των βιβλίων με την υποτιθέμενη γνωστή  πολιτική τοποθέτηση χρησιμοποιούν τέτοιου είδους σχήματα, που ναι μεν δεν αναφέρονται ρητά, αλλά παραπέμπουν σε ιδεολογικούς χώρους απαγορευμένους ή απαξιωμένους. Αυτό υποθέτουμε πως συμβαίνει  για δύο λόγους. Όταν πρόκειται για την υποστήριξη της ιδεολογίας ανασύρονται, χωρίς εξαιρέσεις και ενδοιασμούς,  από το πολιτισμικό οπλοστάσιο του καθενός όλα εκείνα τα θέματα  που πιστεύεται ότι βοηθούν στη στήριξή της. Επιπλέον, οι συγγραφείς των κειμένων, μεγαλωμένοι στην Ελλάδα και γαλουχημένοι στα ελληνικά σχολεία με την αστική κουλτούρα, είναι δύσκολο να ξεφύγουν απ’ αυτήν. O Χριστιανισμός και εκεί ακόμα που δεν υπάρχει σαν πίστη, υπάρχει σαν κουλτούρα, σαν τρόπος ζωής. Δεν έχουν βιώσει την κομμουνιστική ιδεολογία, την οποία μόνο θεωρητικά κατέχουν, γιαυτό πολλές φορές διαφαίνεται μία αντίθεση στα κείμενα και στην ανθολόγηση αυτών. Έχουμε τρόπον τινά ένα ιδεολογικό επίχρισμα, ενώ από κάτω το κυρίως υλικό αποτελεί η αστική κουλτούρα και η ιδεολογία,  η οποία,  συχνά,  «φθείροντας το επίχρισμα», έρχεται στην επιφάνεια.

 

 Δε λείπει  από τα κείμενα  και το αρνητικό στερεότυπο της μάνας,   η οποία  λύγισε από τα βάσανα και τους θανάτους, πού χτύπησαν την οικογένεια και γράφει στο γιο της στην εξορία να κάνει δήλωση, για να βγει έξω. Πρόκειται για την «ανασταλτική μορφή της Μάνας». Η μητέρα προτρέπει το γιο να κάνει κάτι αντίθετο προς τις αρχές και το πιστεύω του. Η στάση, όμως, αυτή της μάνας  εξυπηρετεί άλλους σκοπούς. Στις διπλανές, ακριβώς, σελίδες υπάρχουν γράμματα μανάδων που στηρίζουν τα παιδιά τους, στέλνοντάς τους ρούχα και χρήματα, για να απαλύνουν  τα βάσανα της εξορίας. ¨Έτσι απέναντι  στην αρνητική στάση της μάνας αντιπαραβάλλεται η μάνα πρότυπο.

 

Παιδί μου, Γιώργο, μάθε πως μας βρήκε μεγάλο κακό, παιδί μου. Ο γαμπρός μας ο Γιάννης πέθανε, παιδί μου, κι άφησε πίσω τη χαροκαμένη την αδελφή σου τη Μαριώ και πέντε ορφανά, παιδί μου. Εγώ η δόλια κοίτομαι χρόνια  τώρα στο κρεβάτι, τα ξέρεις, πιασμένη χέρια και πόδια κι ούτε στην κηδεία του συχωρεμένου δε μπόρεσα να πάω. Εμένα, παιδί μου, τέλειωσε το λάδι μου και περιμένω το χάρο σα λυτρωτή, παιδί μου. Δε σου  λέω να το κάνεις για μένα παιδί μου, για τα ορφανά της αδελφής σου  για  τη χαροκαμένη τη Μαριώ, για το μικρό σου αδελφό, που θα ξεκόψει τώρα απ’ το σχολειό σου το λέω να το κάνεις.  Για την αδελφή σου την Κατίνα που την έλυωσε η φθίση, να το κάνεις. Σκέψου παιδί μου, οκτώ ψυχές. Είναι μεγάλο κρίμα ν’ αφήσεις οχτώ ψυχές στο δρόμο. Να το κάνεις, παιδί μου.  Να το υπογράψεις το χαρτί για  τα ορφανά, για τα αδέλφια σου και το καλό που θα κάνεις στα απροστάτευτα, να το βρεις παιδί μου, χίλιες φορές απ’ το θεό. Νάχεις την ευχή μου, παιδί μου.

 

Η μάννα σου Ευανθία.

 

                                                                    Ζ΄Η΄1951, σελ. 64.                                   

 

Η γυναίκα

 

Μελετώντας τις γυναικείες μορφές των κειμένων διαπιστώνουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα καινούριο πρότυπο γυναίκας, που η ζωή και οι δραστηριότητές της ξεφεύγουν από τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους.  Οι γυναίκες των Αναγνωστικών μας καλύπτουν το φάσμα όλων των ηλικιών και είναι διαφόρων κοινωνικών τάξεων και μορφωτικού επιπέδου. Κινούνται σε δύο κυρίως χώρους. Ή αγωνίζονται για την απελευθέρωση της πατρίδας ή εργάζονται για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Δε συναντάμε δηλ. στα κείμενα ούτε τη γυναίκα που ξενυχτά πλέκοντας την κάλτσα του στρατιώτη ούτε τη γυναίκα που πρωτοστατεί σε εράνους και σε συσσίτια, που αλληλογραφεί δίνοντας κουράγιο σε άγνωστους στρατιώτες ή που σα νοσοκόμα τους ανακουφίζει από τον πόνο. Οι κυρίαρχες γυναικείες εικόνες των κειμένων μας προβάλλουν άλλα πρότυπα που διαφέρουν από τα αστικά πρότυπα της γυναίκας, που κυρίως έπαιζε βοηθητικό ρόλο στο πλευρό του άντρα – πάντα μέσα  στα πλαίσια των μητρικών και οικιακών της καθηκόντων.

 

Είναι οι γυναίκες που περνάνε στρατοδικείο και εκτελούνται, υφίστανται βασανιστήρια και αντέχουν, φυλακίζονται,  πολεμάνε, τολμούν να αντιμιλήσουν σε γερμανούς αξιωματικούς, αφήνουν τα παιδιά τους νηστικά και μόνα για να συμμετάσχουν σε κάποια αποστολή των ανταρτών.

 

Η δραστηριότητα της γυναίκας δεν είναι ευκαιριακή και δεν παρατηρείται μόνο σε δύσκολες εμπόλεμες περιστάσεις. Και σε ειρηνικούς καιρούς η γυναίκα δίνει το παρόν διαγράφοντας το μέλλον της. Εργάζεται ισάξια και ισότιμα με τους άνδρες και διακρίνεται στους χώρους της δουλειάς της και στηρίζει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα της. Δεν περιορίζεται στους τοίχους του σπιτιού της και φροντίδα της δεν είναι μόνο το νοικοκυριό της αλλά η στήριξη της οικονομίας και της παραγωγής της πατρίδας της. Για παράδειγμα η νεαρή Τσεχοσλαβάκα, η οποία, παρόλες τις αντιρρήσεις της μητέρας της που είχε άλλη αντίληψη για τη ζωή και το ρόλο της γυναίκας, συμμετέχει στη δουλειά ανοικοδόμησης και ξεπερνώντας ποικίλες δυσκολίες γίνεται υπεύθυνη μόρφωσης στο λατομείο.  Ή μια άλλη γυναίκα, η οποία παίρνει βραβείο στο χώρο της δουλειάς της, οι δύο φίλες ηλεκτροκολλήτριες που γίνονται  σύμβολο σ’ όλη τη Σοβιετική Ένωση και η γιαγιά η οποία σπάει το ρεκόρ παραγωγής αυγών στον αγροτικό συνεταιρισμό.

 

 Ένα άλλο γνώρισμα, επίσης, του προτύπου της γυναίκας που προβάλλεται είναι το ότι βρίσκεται σ’ ένα συνεχή αγώνα και μόνο θυσίες ζητούνται από αυτήν. Αγωνίζεται εναντίον του κατακτητή της πατρίδας της, εναντίον του ταξικού εχθρού, επιδιώκοντας την πολιτική αλλαγή, αγωνίζεται στο χώρο της δουλειάς της υπέρμετρα, για να στηρίξει το σοσιαλισμό. Λείπει η χαρά της ζωής και ούτε διαφαίνεται στο μέλλον. Η γυναίκα παρουσιάζεται σαν αγωνίστρια ταγμένη κάπου και όχι ως άνθρωπος με τις αδυναμίες του, την ερωτική του ζωή, τη χαρά της μητρότητας – που και αυτήν τη θυσιάζει στον αγώνα – την καθημερινότητα με τα μικροπροβλήματα και τις μικροχαρές της. Λείπει η γυναικεία κοκεταρία, με εξαίρεση την παρουσίαση  δύο ανταρτισσών που αφήνουν περιθώριο κάποιας θηλυκότητας με τα μακριά μαλλιά και τα πλουμίδια, η διαφοροποίηση άνδρα – γυναίκας. Στα κείμενα δεν υπάρχουν μεμονωμένα φεμινιστικά αιτήματα ή έστω αναζητήσεις. Ο γυναικείος αγώνας εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο δράσης. Οι γυναίκες δεν αγωνίζονται πια – πράγμα που γινόταν την περίοδο του μεσοπολέμου – ούτε για το δικαίωμα της ψήφου ούτε για κοινωνική, οικονομική και πολιτική ισοτιμία με τους άνδρες. Πρωταρχικό καθήκον είναι η πάλη κατά του φασισμού, η εξασφάλιση της ειρήνης και η στήριξη του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τη θέση του ΚΚΕ τα χρόνια αυτά, η γυναίκα θα απελευθερωνόταν μόνο μέσα σ’ ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, άρα προείχε η επίτευξη των παραπάνω στόχων.

 

Οι αξίες, λοιπόν, της ζωής είναι διαφορετικές λόγω της διαφορετικής ιδεολογίας, βάσει της οποίας συγκροτήθηκαν τα άτομα. Η ευτυχία παίρνει άλλο νόημα και ορίζεται διαφορετικά. Είναι η συμμετοχή στην πάλη  για τα ιδανικά, η προσφορά στον αγώνα του λαού για μια πατρίδα ελεύθερη και ανεξάρτητη. Την ευτυχία δεν την εξασφαλίζουν οι υλικές ανέσεις, «το ξεπούλημα του μυαλού» και οι υποχωρήσεις στα αισθήματα και στις αντιλήψεις αλλά η συνέπεια και η ισορροπία ανάμεσα στα πιστεύω και στις πράξεις. Παράδειγμα στα Αναγνωστικά ο νέος που καταδικασμένος σε 30 χρόνια φυλακή δηλώνει ευτυχισμένος.

 

Οι νέοι

 

Σε πολλά κείμενα πρωταγωνιστούν παιδιά όλων των ηλικιών τα οποία συμμετέχουν και αυτά στον αγώνα κατά των κατακτητών με διάφορους τρόπους. Πολλά από αυτά είναι οργανωμένα. Οι λόγοι που οδήγησαν τα παιδιά να οργανωθούν είναι διάφοροι. Πολλά παιδιά έχουν παραδείγματα μέσα από το σπίτι τους. Οι γονείς και τα αδέλφια τους είναι, ήδη, οργανωμένοι και αυτά ακολουθούν το παράδειγμά τους. Κάποιων άλλων παιδιών ο πατέρας σκοτώθηκε ή εκτελέστηκε για την αντιστασιακή του δράση και τα παιδιά οργανώνονται, για να πολεμήσουν στο πόδι του ή να εκδικηθούν τον άδικο χαμό του.

 

Η συμμετοχή των παιδιών και η οργάνωσή τους παρατηρείται τόσο στις πόλεις, όσο και στα χωριά. Η δράση τους δε είναι ποικίλη. Κατ’ αρχάς  γίνονται σύνδεσμοι ανάμεσα στους αντάρτες ή τις αντιστασιακές οργανώσεις, τσιλιαδόροι, γράφουν συνθήματα, γυρίζουν με το χωνί τη νύχτα και ενημερώνουν τους κατοίκους.  Γνωρίζουν τους κινδύνους, φοβούνται, αλλά, υπερνικώντας το φόβο και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, προσφέρουν στο σύνολο και στην πατρίδα. Όταν ο εχθρός τους υποψιαστεί και αρχίζει η ανάκριση, τα παιδιά επινοούν χιλιάδων ειδών τεχνάσματα,  για να ξεφύγουν και να τον παραπλανήσουν.

 

Στα κείμενα ηρωικές δε χαρακτηρίζονται μόνο οι πράξεις που εξυπηρετούν την πατρίδα ή το κοινωνικό σύνολο αλλά και οι απλές πράξεις που στοχεύουν στην επιβίωση μέσα στις συνθήκες της πείνας. Παράλληλα με την οργανωμένη νεολαία δρα και η ανοργάνωτη, η οποία δεν υστερεί σε ηρωισμό και εφευρετικότητα. Μικρά παιδιά που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονταν στα σχολικά τους θρανία, κυκλοφορούν στους δρόμους «αδέσποτα», κυνηγώντας ένα κομμάτι ψωμί ή μια λεμονόκουπα στα σκουπίδια των Γερμανών. Στην προσπάθειά τους αυτή έρχονται αντιμέτωποι με τους εχθρούς και συνειδητοποιούνται. Επειδή, όμως, τους λείπει η οργάνωση και η επαφή με άλλους, προβαίνουν σε μεμονωμένες ενέργειες ή ομαδικές, στα πλαίσια κάποιας παρέας, και τα βάζουν με τον εχθρό. Αν και καμιά φορά παίρνουν «γραμμή», ακούγοντας το «χωνί» τη νύχτα.

Στα κείμενα δεν συναντάται ποτέ αίσιο τέλος. Παρόλα αυτά δεν είναι απαισιόδοξα. Η πίστη των ηρώων σε ένα όραμα, γεννάει την ελπίδα και χάρη σ’ αυτήν συνεχίζουν να ζουν και να αγωνίζονται οι υπόλοιποι. Ο θάνατος του πρωταγωνιστή δε συμπίπτει με το τέλος του έργου. Η ζωή συνεχίζεται ακόμα πιο έντονα και απαιτητικά.

Ο εργάτης

 

Τα παιδιά που βρέθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες ζούσαν ανάμεσα σε δυο ασύμβατους κόσμους. Από τη μια μεριά ο πραγματικός χώρος και χρόνος των Λαϊκών Δημοκρατιών και από την άλλη ο μελλοντικός χώρος  και χρόνος  της Ελλάδας, μετά φυσικά την επιστροφή τους εκεί. Έπρεπε να ζήσουν μεν στις σοσιαλιστικές χώρες αλλά ταυτόχρονα να γνωρίζουν και τι θα συναντήσουν στην Ελλάδα. Αυτό, όμως, δεν ήταν ούτε απλό ούτε ανώδυνο. Ζούσαν μέσα σε συνεχείς αντιφάσεις  και βομβαρδίζονταν συνεχώς από παραδείγματα θετικά και αρνητικά.. Το δίπολο Λαϊκές Δημοκρατίες – Καπιταλισμός πρόβαλλε επιτακτικά μπροστά  τους από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.

 

Το στερεότυπο του εργάτη πρωταγωνιστεί στα κείμενα. Ο εργάτης στις Λαϊκές Δημοκρατίες είναι, κυρίως, ο βιομηχανικός εργάτης και, μάλιστα, της βαριάς βιομηχανίας, ενώ της Ελλάδας είναι, κυρίως, o εργάτης γης.

 

Ο εργάτης στις σοσιαλιστικές χώρες εργάζεται όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά κυρίως για το κοινωνικό καλό και τη στήριξη του σοσιαλισμού.  Η παραγωγή γίνεται πάθος και λόγος ύπαρξης των εργαζομένων. Μπορεί να καταργήθηκαν οι θρησκευτικές γιορτές, αλλά στη θέση τους μπήκαν αμέτρητες κινητές. Είναι οι ημερομηνίες, για να τελειώσει το πλάνο. Ο καθένας επιδιώκει να σπάσει το ίδιο του το ρεκόρ. Εναρμονιζόμενοι οι συγγραφείς με το σύνθημα του 1934 για μια κομματικά προσανατολισμένη, αισιόδοξη και ηρωική λογοτεχνία, αναπαριστάνουν ήρωες που δουλεύουν ευτυχισμένοι στα σοσιαλιστικά εργοστάσια προσπαθώντας να ξεπεράσουν το πλάνο παραγωγής και να βοηθήσουν με τον τρόπο τους στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Πιστεύεται ότι επαναστατική είναι η τέχνη μόνον, όταν μιλάει για καπνοδόχους εργοστασίων, τρακτέρ και σταχανοφιστές.

 

Απεναντίας ο Έλληνας εργαζόμενος υποφέρει. Επειδή οι θέσεις εργασίας είναι πολύ λίγες και τα  ποσοστά της ανεργίας υψηλά, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε υπερπόντιες χώρες τα πρώτα χρόνια και στη δυτική Ευρώπη μετά το’50, κυρίως στη Γερμανία και το Βέλγιο. Στις αγροτικές περιοχές η εκμετάλλευση προέρχεται α) από τους ιδιοκτήτες της γης β) από τους δανειστές και τους τοκογλύφους  γ) από την τράπεζα που δανειοδοτεί τους αγρότες  δ) από τους εμπόρους και τους μεσάζοντες ε) από το κράτος που απομυζά  τα λίγα που κερδίζουν οι εργαζόμενοι με τους φόρους που επιβάλλει. Οι κομματάρχες του χωριού τους πιέζουν ή τους εξυπηρετούν με αντάλλαγμα την ψήφο τους και το κράτος τους εκμεταλλεύεται δίνοντας εξευτελιστικές τιμές στα προϊόντα του.

 

Ηγέτες 

Τα βιβλία  αποτελούν καθρέφτη των πολιτικών εξελίξεων της εποχής τους. Το όνομα του Στάλιν κυριαρχεί στα Αναγνωστικά   μέχρι το 1954. Μετά  χάνεται παντελώς, δεν έχουμε ούτε μια αναφορά στο όνομα του, έστω και ιστορική. Σα να μην υπήρξε ποτέ, σα να μην πέρασε από τη Σοβιετική Ένωση  και τη  σοβιετική εξουσία. Το 1953 πέθανε ο Στάλιν και λίγο αργότερα αναλαμβάνει την εξουσία ο Χρουστσόφ, που αρχίζει μια προσπάθεια   αποσταλινικοποίησης. Στις 14/2/1956 διαβάζει τη μυστική έκθεση με την οποία καταδικάζεται η πολιτική του Στάλιν και αρχίζει η αποκατάσταση των θυμάτων του. Αυτό  απετέλεσε βαθιά τομή στο κομμουνιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης με τεράστιο αντίκτυπο και στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Αναμενόμενη, λοιπόν, ήταν και η αλλαγή στα Αναγνωστικά. Τα κείμενα που αναφέρονται στο Στάλιν βγαίνουν από τα Αναγνωστικά και όσα κείμενα αναφέρουν μόνο το όνομά του σε κάποια φράση, η φράση αυτή αφαιρείται ή αντικαθίσταται από άλλη, παραλείποντας το όνομα του Στάλιν.

 

 Το ίδιο συμβαίνει και με το Ζαχαριάδη. Το όνομά του μετά το 1956, ακολουθώντας και αυτό την πορεία του Στάλιν, χάνεται από τα σχολικά αναγνωστικά σα να μην υπήρξε ποτέ. Από την ενορχηστρωμένη λατρεία στην ανυπαρξία, όπου τον οδήγησε για τα βιβλία  τουλάχιστον, η 6η Πλατειά  Ολομέλεια του 1956, που τον καθαίρεσε από γραμματέα του Κ.Κ.Ε και η 7η Ολομέλεια του 1957, που τον διέγραψε από μέλος του. Το όνομα και των δύο κυριαρχούσε σε όλα τα βιβλία.. Πεζά και ποιήματα ήταν αφιερωμένα στο όνομά τους.  Μια προσωπολατρία άνευ προηγουμένου. Τα δύο κείμενα που αναφέρει ο Κρουτσώφ  στη μυστική έκθεση, τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της προσωπολατρίας του Στάλιν,  υπάρχουν μέσα στα ελληνικά αναγνωστικά. Το ίδιο συνέβη και με το Ζαχαριάδη. Η μπολσεβικοποίηση του ΚΚΕ  απλώθηκε και σε αυτόν τον τομέα. Ο γιγαντισμός του Στάλιν επισκίασε όλα τα  κομμουνιστικά κόμματα και, φυσικά, και το ελληνικό, που, λόγω των συνθηκών,  ήταν πιο εξαρτημένο από τα άλλα . Η ηγετική ελληνική ομάδα διαμορφώνεται από τις επικρατούσες αρχές του ΚΚΣΕ και με τη σειρά της διαπλάθει κατ’ εικόνα και ομοίωσή της την ιδεολογία του κόμματος.

 

Μετά από τη σύντομη παρουσίαση του περιεχομένου των βιβλίων βλέπουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το βιβλίο λειτουργεί ως κοινωνικοποιητικός παράγοντας, ως φορέας πολιτικής ιδεολογίας, ως  μέσον εγχάραξης ιδεολογίας και εσωτερίκευσης συγκεκριμένων αρχών καθώς και ως μέσον διατήρησης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει μόνο με τα βιβλία των πολιτικών προσφύγων. Αν ανατρέξουμε στα βιβλία του ελληνικού κράτους την ίδια εποχή – τα περισσότερα από τα οποία  εκτίθενται σ’ αυτόν το χώρο- θα δούμε ότι πρόκειται για έναν αντιστραμμένο καθρέφτη.  Η εθνικιστική ιδεολογία ανιχνεύεται παντού. Η παρουσία του στρατού ως θεματοφύλακα των εθνικών αξιών, ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός και η αδιάλειπτη συνέχεια της φυλής στο χρόνο και στο χώρο είναι οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους υφαίνεται η εθνική ταυτότητα των παιδιών. Μέχρι διάγγελμα του Βασιλέα,  κείμενα παραχωρηθέντα υπό του Γενικού Επιτελείου Στρατού ή του Βασιλικού Ναυτικού, πολεμικά ανακοινωθέντα του Βρετανικού Ναυαρχείου και της Βρετανικής Κυβερνήσεως και κείμενα που είχαν πρωτοδημοσιευθεί σε περιοδικά στρατιωτικά, συμπεριλαμβάνονται στα ελληνικά αναγνώσματα της εποχής.  

 

 

 

Γιατρός χειρουργός, καθηγητής Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, Υπουργός Προνοίας  της Π.Δ.Κ. του Βουνού. Μετά τη λήξη του εμφυλίου έζησε στην Αν. Γερμανία, όπου και διέπρεψε στην καρδιολογία.

 

 Καθηγήτρια της Γαλλικής Γλώσσας, συγγραφέας, πέρασε το 1948 στις Ανατολικές χώρες από το Παρίσι, όπου είχε πάρει  υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση, για να βοηθήσει τα παιδιά.

 

 Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας και της Παιδαγωγικής, Διευθυντής της Ξενακείου Σχολής στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Και αυτός  ήρθε στα Ανατολικά κράτη, για να εργαστεί στο πλευρό των παιδιών.

 

Ελληνικά Αναγνωστικά για τις τάξεις των Μέσων Σχολών, Warszawa 1960, σελ.30.

 

Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και δεύτερο κείμενο της Δ. Σωτηρίου με τίτλο «Αποφυλακισμένοι», σελ. 201.

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Με μεγάλη συγκίνηση διαβάζω αυτό το σημαντικότατο ιστορικό άρθρο για ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα. Θυμάμαι πως δάκρυσα τότε, όταν το 1976 μας έστειλε ταχυδρομικά από την Ρουμανία στην Ελλάδα ο αδελφός του πατέρα μου, ο δάσκαλος Θανάσης Μητσόπουλος πολιτικός πρόσφυγας εκεί, δύο κιβώτια με αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα παίρνω ένα-ένα μαζί μου στο γυμνάσιο που ήμουν μαθητής στον Πειραιά, πόσο είχαν εντυπωσιαστεί οι καθηγητές μου και όλοι ζητούσαν από ένα αντίτυπο. Πράγματι ήταν εκπληκτικά βιβλία και αυτό μας έκανε να σχολιάσουμε με λύπη τι ανεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς στερηθήκαμε εμείς στην Ελλάδα εξαιτίας του απάνθρωπου καθεστώτος που δυστυχώς επικράτησε με τη ξένη επέμβαση μετά το 1949, τη δικτατορία και ακόμη και σήμερα συνεχίζεται ο πνευματικός βασανισμός του λαού μας. Σαν αυτά τα σχολικά βιβλία που έγραψαν με ηρωική αγάπη για την νεολαία μας τότε αυτοί οι άνθρωποι δεν τα έχουν γευτεί ακόμη στην Ελλάδα τα ελληνόπουλα και αυτό είναι κρίμα. Εύχομαι κάποια μέρα να γίνουν τα επίσημα σχολικά βιβλία και στη χώρα μας.
    Με συγκίνηση μεγάλη σας δίνω τα πιο θερμά συγχαρητήρια που μπορεί να δώσει μία ανθρώπινη ύπαρξη σε μία άλλη !!!!

    Παναγιώτης Μητσόπουλος

    Κύριε Μητσόπουλε, χάρηκα πολύ που σας άρεσε το άρθρο μου. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ πολλές φορές
    με τον αείμνηστο θείο σας, Θανάση Μητσόπουλο. Ολα του τα βιβλία αλλά κυρίως το Μείναμε Έλληνες αποτελεί βιβλίο αναφοράς για όλους όσοι ασχολούνται με τη μελέτη αυτής της περιόδου.
    Με εκτίμηση
    Μαρία Μποντίλα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ