Με 22 εταιρείες η ελληνική παρουσία στην Διεθνή Έκθεση Φαρμάκου CphI (25-27/10) ήταν πιο ισχυρή από ποτέ. Ένας υγιής κλάδος της ελληνικής οικονομίας που καταγράφει αθόρυβα εδώ και χρόνια τη δική του πορεία εκτός συνόρων.Η Διεθνής Έκθεση Φαρμάκου CphI είναι η μεγαλύτερη έκθεση φαρμακευτικών ειδών και φαρμακοβιομηχανίας στον κόσμο. Φέτος διοργανώθηκε στην Φρανκφούρτη (25 με 27 Οκτωβρίου). Mια βόλτα στον αχανή εκθεσιακό χώρο είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς ότι πρόκειται για έναν οικονομικό κλάδο που εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του χώρου, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία αλλά και γοργά αναπτυσσόμενες αγορές φαρμάκου όπως της Κίνας και της Ινδίας ήταν φυσικά παρούσες με τους κλασικούς φαρμακευτικούς κολοσσούς όσο και πολλές νεοεισερχόμενες εταιρείες. Σε αυτόν τον διεθνοποιημένο επιχειρηματικό χάρτη της φαρμακοβιομηχανίας πού βρίσκεται η Ελλάδα;

Το τρίπτυχο «εξωστρέφεια, ποιότητα, ασφάλεια»

Μολονότι θα περίμενε ενδεχομένως κάποιος ότι λόγω της μακρόχρονης κρίσης στην Ελλάδα η ελληνική παρουσία θα ήταν αμελητέα, εντούτοις η εικόνα που καταγράφηκε στην Φρανκφούρτη κάθε άλλο παρά αδιάφορη ήταν, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Στη CphI συμμετείχαν 22 ελληνικές εταιρείες, μια ισχυρή εκπροσώπηση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, όπως μας είπε ο Θεόδωρος Τρύφων, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και αντιπρόεδρος της πρωτοπόρας ελληνικής φαρμακευτικής εταιρείας ELPEN. Όπως ανέφερε στη DW παρά τους αναπόφευκτους κλυδωνισμούς που επέφερε η ελληνική κρίση και στην φαρμακοβιομηχανία, εξαιτίας των έκτακτων μέτρων που έπληξαν τη φαρμακευτική δαπάνη και παρά την απουσία στήριξης του ελληνικού φαρμάκου από την κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία όχι μόνο στάθηκε στα πόδια της, αλλά καταγράφει εδώ και χρόνια μια σταθερά θετική πορεία. Κατά κανόνα στο εξωτερικό, όπως επισημαίνει ο Θ. Τρύφων, ο οποίος επισημαίνει ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες των ελληνικών εξαγωγών και μοχλό ανάπτυξης για την Ελλάδα. Σύμφωνα επίσης με στοιχεία του ΙΟΒΕ η ετήσια συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ ανέρχεται στα 2,8 δις €.

Τόσο η δύσκολη ευρωπαϊκή αγορά, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, όσο και πολλές άλλες απαιτητικές αγορές φαρμάκου ανά τον κόσμο εμπιστεύονται σταθερά το ελληνικό φάρμακο –κυρίως στον τομέα των γενόσημων- καθώς και τις δυνατότητες παραγωγής και μεταποίησης που προσφέρουν ελληνικά εργοστάσια. Αυτό οφείλεται, αναφέρει ο Θ. Τρύφων στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού φαρμάκου, στο ότι είναι ασφαλές, πιστοποιημένο. Με άλλα λόγια προσφέρει στους ξένους εισαγωγείς ή επενδυτές τα αναγκαία εχέγγυα για το προτιμήσουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της μεγάλης φαρμακοβιομηχανίας Pharmaten, στην οποία, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπεύθυνος επικοινωνίας Κων/νος Κοτζιάς, έγινε μια μεγάλη ξένη επένδυση το καλοκαίρι του 2015, εν μέσω capital control και μέσα στο γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας πριν και μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου. Ο λόγος που δεν ανεκόπη μια τέτοια επένδυση έχει να κάνει, εκτιμά ο ίδιος, με την αξιοπιστία και τα δείγματα γραφής της Pharmaten στη διεθνή αγορά στον τομέα των γενόσημων ιδιοσκευασμάτων.

Και ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φαρμακοποιών Νίκος Κόλμαν ανέφερε στη DW ότι οι αγορές του εξωτερικού αποτελούν μονόδρομο για τις ελληνικές εταιρείες. Η απουσία εθνικής στρατηγικής για την στήριξη του ελληνικού φαρμάκου, οι διαρκείς αλλαγές θεσμικού πλαισίου και οι συνεχείς ανατιμολογήσεις, ωθούν τις ελληνικές εταιρείες να αναζητήσουν αναγκαστικά διέξοδο στο εξωτερικό για τις πωλήσεις και την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Ο ίδιος επίσης θεωρεί ότι το βασικό τους πλεονέκτημά τους είναι, πέραν των ποιοτικών στάνταρντ και της χαμηλής τιμής τους, η υψηλή επιστημονική κατάρτιση του προσωπικού αλλά και η ανάπτυξη νέων προϊόντων σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς φορείς -και με ιδιωτικά κεφάλαια.

Αισιοδοξία και προοπτική ανάπτυξης για το μέλλον

Πράγματι, μια γρήγορη βόλτα στα ελληνικά περίπτερα δίνει πράγματι την αίσθηση ενός ανθηρού επιχειρείν σε έναν τομέα, που όμως είπαν όλοι ανεξαιρέτως, εάν δεν πληροί μια εταιρεια με σχολαστικότητα τις αυστηρές διεθνείς και ευρωπαϊκές φαρμακευτικές προδιαγραφές το ίδιο το σύστημα την αποβάλλει. Με μία τέτοια λογική έχει καταφέρει να κερδίσει τη δική της διακριτή θέση διεθνώς και η φαρμακοβιομηχανία Demo, η οποία παράγει ενέσιμα, καρδιολογικά, ογκολογικά, πνευμονολογικά κ.ά. προϊόντα που προορίζονται για νοσοκομειακές πωλήσεις. Τελευταία εστιάζει στα ενένιμα προϊόντα ελεγχόμενης αποδέσμευσης, ένα καινοτόμο πεδίο. «Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις σήμερα μόνο με την Ασπιρίνη», είπε χαρακτηριστικά η Στέλλα Δέμου, μέλος του ΔΣ της εταιρείας. Ιδιαίτερα εξωστρεφής και καινοτόμα ήταν και η παρουσία της Genepharm, μιας παλιάς ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας που ιδρύθηκε το 1967 και έκτοτε δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη, παραγωγή και διανομή γενόσημων φαρμακευτικών προϊόντων σε Ελλάδα, Ευρώπη, Μ. Ανατολή, Αφρική, Ασία, Κεντρική και Ν. Αμερική. Εξειδικεύεται στα ενέσιμα και στερεά ογκολογικά ιδιοσκευάσματα, όπως εξηγεί o αντιπρόεδρός της Ευάγγελος Αναγνωστόπουλος, και ρίχνει μεγάλο βάρος επίσης στην έρευνα και την επιστημονική εξέλιξη με συνεχείς επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογία αιχμής.

Tέλος, αξίζει να σημειωθεί η ελληνική παρουσία στη CphI είχε και νέες συμμετοχές, όπως αυτή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας ΚΟΠΕΡ (από το 1936) που εστιάζει σε οφθαλμολογικά προϊόντα, αντιβιοτικά, ενέσιμα μικρού όγκου κ.ά. Για τον πρόεδρο της εταιρείας Τζωρτζή Γκαρμπολάς όσο και για τον διευθύνοντα σύμβουλο Νικόλαο Μελά, η συμμετοχή στην έκθεση δίνει μια νέα ευκαιρία στην εταιρεία να προβάλει τα προϊόντα της στην απαιτητική γερμανική αλλά και διεθνή αγορά αλλά και να αναπτύξει νέες επαφές και συνεργασίες. Kι αυτό γιατί, όπως είπε και ο Τζ. Γκαρμπολάς, το μέλλον του ελληνικού φαρμάκου είναι, δυστυχώς, εκτός συνόρων. Ο ίδιος εκτιμά βέβαια ότι πρόκειται για έναν κλάδο με μεγάλη προοπτική που πρέπει να αξιοποιηθεί περισσότερο και εντός των ελληνικών συνόρων. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι εν καιρώ κρίσης παρέμεινε -και παραμένει-ένας επικερδής τομέας που απορροφά εργαζομένους και εισφέρει υψηλά έσοδα στο κράτος από φόρους και καταβολή εισφορών.

Δήμητρα Κυρανούδη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ