Χριστούγεννα. Είχε χιονίσει ελαφρά, μια μικρή άχνη χιονιού πασπάλισε την πόλη, στους δρόμους της οποίας αναπάντεχα διασταυρωνόσουν μ’ εκείνα τα εξαίσια αρώματα ψημένου κουραμπιέ και μπακλαβά που ξεχύνονταν ερεθιστικά
από τις καμινάδες των εργαστηρίων των φούρνων και των ζαχαροπλαστείων. Υπέροχες μυρωδιές μνήμης που, ακόμα κι αν δεν μπορούσες να αγοράσεις τα γλυκά, τις απολάμβανες με ευχαρίστηση. Θυμήθηκα κάποια παιδικά Χριστούγεννα, στο Δομοκό, που αργά το βράδυ της παραμονής κοντά στις έντεκα συνόδευσα  τη μητέρα και τη φίλη της Αλεξάνδρα στον μοναδικό φούρνο της κωμόπολης. Περπατήσαμε αρκετά μέσα στο χιονισμένο τοπίο κάτω από το φως του φεγγαριού. Είχαν φτιάξει από ένα ταψί μπακλαβά και τον πήγαιναν στο φούρνο για να τον πάρουν την άλλη μέρα μετά την πρωινή λειτουργία. Όση ώρα οι γυναίκες κουβέντιαζαν με το φούρναρη -Τζιώρα νομίζω τον έλεγαν, μακαρίτης πια όπως και οι δύο αχώριστες φιλενάδες-, εγώ καθόμουν έξω και κοίταζα τα δέντρα στην πλαγιά, και τη μικρή πλατεία, σκεπασμένα όλα από πυκνό χιόνι, καθώς τα φώτιζε το φεγγάρι και το λιγοστό φως από τους στύλους της ΔΕΗ, εκείνο το κίτρινο, μελιχρό φως που τόσο κυρίαρχη θέση έχει πάντα στις αναμνήσεις μου. Μες στη μαγεία της εικόνας υπήρχε κάτι ακόμα που επήρε την στιγμή και την ανέβαζε στη σφαίρα του ονείρου· μια μυρωδιά βανίλιας, βουτύρου και καμένης ζάχαρης από τα κουλουράκια και τα γλυκά που ολημερίς φούρνιζε ο Τζιώρας.

Παραμονή Χριστούγεννα, το βράδυ, αποφάσισα μια έξοδο. Έναν περίπατο στους δρόμους της πόλης, αλλά από την ήσυχη πλευρά της, τη λιγότερο φωτισμένη και εορταστική, που βρίσκεται μακριά από το κέντρο. Το φεγγάρι ήταν στα μισά του. Μικρά ασημένια σύννεφα γύρω του έσπαγαν τη μονοτονία του ουρανού. Βρέθηκα στον Αγιαμονίτη. Έμεινα να κοιτώ την παλιά σιδερένια γέφυρα έτσι που αχνοφαινόταν πίσω από το παιχνίδι των ήσκιων του αέρα με τις πελώριες γυμνές λεύκες που υψώνονται κατά μήκος του ποταμού. Σκουριασμένη με διαβρωμένα τα μέταλλα από τη χρόνια στέρηση της ανθρώπινης φροντίδας, έμεινε εκεί να συνδέει τις όχθες του χρόνου και των εποχών.
Στην επιστροφή, δεν κρύωνα καθόλου, σε όλο το κορμί μου απλωνόταν μια έξαψη. Στάθηκα και ακούμπησα στον τοίχο ενός κτηρίου. Ανάσανα βαθιά και τότε ένιωσα να μου ξανασυμβαίνει. Χαμογέλασα χαρούμενος αλλά πραγματικά ξαφνιασμένος.
Είχαν περάσει χρόνια πολλά. Παιδάκι ήμουν στα επτά, όταν το πρωτοέζησα. Χειμώνας, έξω χιόνιζε ασταμάτητα. Η σόμπα δίπλα μου έκαιγε. Έλειπαν όλοι από το σπίτι. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοιτούσα το χιόνι να πέφτει. Σουρούπωνε και γύρω παντού απλωμένο εκείνο το γαλαζωπό φως που κρύβει τις ασχήμιες και αφήνει να διαγράφονται μόνο τα περιγράμματα των πραγμάτων. Ίσκιοι και αντικείμενα ένα. Πήγα μπροστά στο παράθυρο. Σε μια μικρή αυλή που οριοθετούσαν τρεις μονοκατοικίες το συσσωρευμένο χιόνι έφτανε στο μισό μέτρο. Φρέσκο απάτητο άσπρο χιόνι. Έδειχνε απαλό σαν πάπλωμα. Άνοιξα το παράθυρο και πήδησα. Τη στιγμή όμως που περίμενα να αισθανθώ πάνω μου τη δροσερή υγρασία διαπίστωσα με έκπληξη ότι ήμουν εντελώς στεγνός, ότι δεν είχα βυθιστεί στο χιόνι αλλά χωρίς βαρύτητα αιωρούμουν μερικά εκατοστά πάνω απ’ αυτό. Απολάμβανα με ηδονή τη νέα εμπειρία μέχρι που άκουσα την εξώπορτα του σπιτιού να κλείνει. Τρόμαξα και βυθίστηκα στο χιόνι. Από τότε μια δυο φορές ευτύχησα να το ξανανιώσω αλλά πάντα κάτι παρεμβαλλόταν, πότε κάποιος φίλος, πότε κάποιος περαστικός και η βαρύτητα επανερχόταν αμέσως.
Η θέρμη έκαιγε το κεφάλι μου. Έδωσα μια με το πόδι στο χώμα και ανασηκώθηκα ελαφρά. Δεν ήμουν πια νέος, τα χρόνια, η καθιστική ζωή και τα περιττά κιλά με έκαναν δυσκίνητο. Χρειάστηκε να ξαναπροσπαθήσω. Μετά αρπάχτηκα από ένα κλαδί και ανέβηκα με άνεση στο δέντρο. Από το δέντρο πέρασα στη διπλανή σκεπή και από κει σε άλλο δέντρο. Πού και πού άκουγα κάτω  μουσικές και τραγούδια. Στο δρόμο φώτα αυτοκινήτων και σε μια στροφή ένα μπλόκο της τροχαίας. Είχα ξαπλώσει στο πιο ψηλό κλαδί ενός πλάτανου. Ο αέρας έσειε τα κλαδιά και ήταν σαν να βρισκόμουν σε κούνια ή σε ένα παιδικό λίκνο -σαρμανίτσα- όπου η γιαγιά με κουνούσε πλέκοντας δίπλα στο τζάκι. Ο ουρανός είχε καθαρίσει εντελώς και έλαμπε στολισμένος μικρά κίτρινα αστέρια, σαν χριστουγεννιάτικη φάτνη. Η πιο ωραία πού ’χα δει. Μετά πήδησα από το δέντρο στο κενό και έπεφτα έπεφτα αργά προς το χιονισμένο γρασίδι.
Ο ήχος μιας πόρτας με επανέφερε πάλι. Κάτι υγρό κύλησε στο λαιμό μου και κάτι σκληρό πάγωσε το μέτωπό μου. Ρίγησα.
-Εντάξει, συνήλθε, είπε μια νοσοκόμα.
Πώς βρέθηκα εκεί; «Πρέπει πέφτοντας να χτύπησα», σκέφτηκα. Ο φίλος μου ο Νίκος στεκόταν δίπλα μου κρατώντας ένα κουτί κουραμπιέδες.
-Χρόνια πολλά, μου ευχήθηκε και με φίλησε. Μας κοψοχόλιασες. Δεν σου είπα να μην πίνεις όταν είσαι μόνος; Σου κάνει κακό.
-Και τί να κάνω μόνος, απάντησα μορφάζοντας λόγω πονοκέφαλου, απ’ το να καπνίζω και να πίνω; Πώς βρέθηκα εδώ;
-Σε βρήκε χαράματα μια κυρία γυρνώντας από την εκκλησία πεσμένο αναίσθητο.
-Τι ώρα με βρήκε; Εγώ θυμάμαι που βαρέθηκα και βγήκα να κάνω μια βόλτα.
-Στις δύο το πρωί.
-Έχει εκκλησία τέτοια ώρα;
-Είπε πως πήγε σε χριστουγεννιάτικη αγρυπνία. Ο Θεός την έστειλε.
-Άλλοι ρεβεγιόν, άλλοι αγρυπνίες και άλλοι νυχτερινές βόλτες. Ο καθένας με την τρέλα του, είπα εγώ και έβαλα καλύτερα τον πάγο στο κεφάλι μου.
-Η αναισθησία προκλήθηκε περισσότερο από τη μέθη και την ταλαιπωρία παρά από το χτύπημα, είπαν οι γιατροί. Το μεσημέρι θα βγεις. Θα έρθω να σε πάρω να φάμε μαζί. Η Σοφία έφτιαξε στριφτόπιτα και μπακλαβά που σου αρέσει. Δεν είναι καλό τέτοια μέρα να είσαι μόνος σου.
-Καλά, απάντησα υποτακτικά.
-Γιατί δεν ήρθες και χθες βράδυ;
-Αφού το ξέρεις πως βαριέμαι τις χαρτοπαιξίες και τα ρεβεγιόν. Με μελαγχολούν.
-Ενώ μόνος σου περνάς καλύτερα.
-Τουλάχιστον δεν μελαγχολώ.
-Έλα πάρε τώρα έναν κουραμπιέ. Μόλις βγήκαν από το φούρνο. Είναι ακόμα ζεστοί, είπε και πλησίασε το ανοιχτό κουτί προς το μέρος μου.
Ένα άρωμα καβουρντισμένου αμύγδαλου, βούτυρου και αμμωνίας με κατέλαβε. Πήρα τον κουραμπιέ, τον μύρισα και δάγκωσα ένα κομμάτι. Έπειτα έκλεισα τα μάτια μεθυσμένος και ένιωσα τη σκέψη μου να αιωρείται πανάλαφρη και να ανυψώνεται.
-Πάω να κανονίσω τα του εξιτηρίου, είπε ο Νίκος και με έκοψε.
-Εντάξει, ένευσα με το πονεμένο μου κεφάλι, γεμάτος ευγνωμοσύνη που έχω τέτοιους φίλους που με νοιάζονται, και δάγκωσα ξανά τον κουραμπιέ…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ