Την ώρα που η Γερμανία ετοιμάζεται να γιορτάσει αύριο την 30ή επέτειο από την επανένωσή της, το «τείχος» που χωρίζει την Κύπρο εξακολουθεί να φαντάζει αδιαπέραστο. Τα οδοφράγματα που είχαν ανοίξει ξανάκλεισαν ερμητικά.Η σημερινή συνθήκη στη χώρα, λόγω των κλειστών οδοφραγμάτων στο πλαίσιο των μέτρων για αποτροπή της εξάπλωσης του κορωνοϊού, παραπέμπει στην περίοδο 1974 – 2003, όταν οι επαφές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν ανύπαρκτες. Η κατάσταση άλλαξε το 2003 όταν ο τότε ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς, ήρε κάποιους από τους περιορισμούς στη διακίνηση καθιστώντας δυνατή την επαφή μεταξύ των ανθρώπων των δύο κοινοτήτων. Για τους περισσότερους κατοίκους του νησιού ήταν η πρώτη φορά που είχαν τη δυνατότητα να συναντήσουν έστω μέλη της «απέναντι» κοινότητας.

Μικρές «τρύπες» στο τείχος

Δύο μήνες μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στις 23 Απριλίου 2003, ο 32χρονος τότε Σερκάν, γνώρισε την Άντρη. «Μέχρι τότε, οι Τουρκοκύπριοι δεν υπήρχαν στο μυαλό μου» λέει η Άντρη στην DW. Την πρώτη περίοδο της σχέσης τους ο Σερκάν επισκεπτόταν τον νότο, όμως πριν τα μεσάνυχτα αναγκαζόταν να επιστρέψει στον βορρά λόγω της απαγόρευσης στη διέλευση των οδοφραγμάτων μετά τις 12 τα μεσάνυχτα. Από την άλλη η Άντρη δεν μπορούσε να περάσει τη διαχωριστική γραμμή και να επισκεφθεί τον βορρά. «Δεν μπορούσα να βλέπω τις τουρκικές σημαίες» σχολιάζει η ίδια. Τελικά η Άντρη πέρασε το οδόφραγμα . «Σκέφτηκα ότι δεν ήταν δίκαιο για εκείνον, έπρεπε να γνωρίσω το περιβάλλον του όπως γνώρισε κι αυτός το δικό μου», λέει. Σημειώνει όμως ένα συναίσθημα αγωνίας, το οποίο ένιωθε κάθε φορά που περνούσε απέναντι. «Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να περνώ και να μη νιώθω άγχος.» λέει στην DW.

Ο Μπουράκ και η Χρύση γνωρίστηκαν το 2014 στο πλαίσιο ενός πανεπιστημιακού προγράμματος στον νότο. «Δεν ήξερα ότι το πρόγραμμα ήταν δικοινοτικό» λέει η Χρύση προσθέτοντας ότι αν το ήξερε δεν θα συμμετείχε αφού τότε είχε άλλες ιδέες. «Είχα την εντύπωση ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν διαφορετικοί, ότι δεν ήταν ασφαλές για μένα να περάσω απέναντι και κρατούσα την απόστασή μου.» Ούτε οι ιδέες του Μπουράκ ήταν οι ίδιες με τις σημερινές αφού ενόσω ήταν μαθητής δήλωνε εθνικιστής. «Η αλλαγή επήλθε όταν άρχισα να επισκέπτομαι τον νότο» λέει στην DW. «Συνειδητοποίησα ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι σαν εμάς, έχουν τις ίδιες συνήθειες, την ίδια συμπεριφορά και τότε πήρα την απόφαση να αρχίσω να εργάζομαι για την ειρήνη.»

Οι επιπτώσεις του κορωνοϊού

Από τον περασμένο Μάρτιο οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχικά, και αργότερα οι «αρχές» των Τουρκοκυπρίων, έκλεισαν τα οδοφράγματα περιορίζοντας την αμφίδρομη διέλευση, στο πλαίσιο των μέτρων κατά της πανδημίας του κορωνοϊού. Η σημερινή κατάσταση προκαλεί άγχος στον Μπουράκ, ο οποίος είναι πλέον παντρεμένος με την Χρύση και ζει στον νότο. Το νεαρό ζευγάρι εκφράζει δυσθυμία για τη νέα κατάσταση.

Η πανδημία ήταν μια ευκαιρία για συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων σχολιάζει ο Μπουράκ, ο οποίος θεωρεί ότι οι ηγεσίες επέλεξαν την εύκολη λύση για να αποφύγουν τη συνεννόηση. Παράλληλα μιλά για έναν «νέο διαχωρισμό» και μια τεράστια οπισθοδρόμηση αφού η νέα συνθήκη τερμάτισε όλες τις δικοινοτικές συνεργασίες. Το ίδιο νιώθει και η Άντρη, της οποίας η κοινή ζωή με τον σύζυγό της, βρίσκεται και στις δύο πλευρές του νησιού. Αυτό που την ανησυχεί περισσότερο είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι της Κύπρου αρχίζουν να συνηθίζουν ξανά τον διαχωρισμό.

Η επούλωση του τραύματος

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα δικοινοτικά ζευγάρια πόρρω απέχουν από τις φρικαλεότητες που αντιμετώπισαν οι οικογένειές τους τις δεκαετίες του 60 και του 70. Μέσω των ιστοριών των δύο ζευγαριών αναδύονται διάφορες πτυχές της κυπριακής τραγωδίας. Ο Μπουράκ δεν θέλει να στέκεται στο παρελθόν. Αφηγείται ωστόσο τον τρόπο, με τον οποίο ο πατέρας του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του όταν αυτό κάηκε στη διάρκεια δικοινοτικών συγκρούσεων το 1964. Η μητέρα της Χρύσης είναι πρόσφυγας από το χωριό Άσσια. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της μετά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο του 1974. Για σχεδόν τρία χρόνια ζούσε σε αντίσκηνο με τη γιαγιά της Χρύσης και τον θείο της. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της δολοφονήθηκαν στην Άσσια όπου 97 Ελληνοκύπριοι – ανάμεσά τους ηλικιωμένοι και παιδιά- εκτελέστηκαν ως αντίποινα για την εκτέλεση Τουρκοκύπριων πολιτών σε διπλανά χωριά.

Τα περισσότερα θύματα της Άσσιας θεωρούνται αγνοούμενοι. Πρόσφατα, η οικογένεια της Χρύσης ενημερώθηκε από τη Δικοινοτική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους για την ανεύρεση οστών που ίσως ανήκουν σε δύο μέλη της οικογένειάς της. Από την Άσσια κατάγεται και η οικογένεια της Άντρης η οποία σημαδεύτηκε από την τραγωδία του 74 με τον χαμό του 14χρονου εξαδέλφου της και ενός θείου της. Ο πατέρας του Σερκάν αναγκάστηκε κι αυτός να εγκαταλείψει το χωριό του στην Πάφο κατά τη διάρκεια των δικοινοτικών συγκρούσεων του 1964. Παρά την οδύνη τους, οι οικογένειες και της Άντρης και του Σερκάν στηρίζουν ένθερμα τη σχέση τους.

Όταν ερωτώνται για το μέλλον του Κυπριακού και το ενδεχόμενο επανένωσης της χώρας απαντούν με απαισιοδοξία. Ο Σερκάν και η Άντρη πιστεύουν πως ούτε η ελληνοκυπριακή πλευρά ούτε η Τουρκία θέλουν την επίλυση του προβλήματος. Από την άλλη ο Μπουράκ και η Χρύση πιστεύουν ότι με τον τρόπο που γίνονται οι διαπραγματεύσεις δεν μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα. Δηλώνουν δε ότι αν η κατάσταση στην Κύπρο συνεχίσει να τους δημιουργεί προβλήματα, είναι διατεθειμένοι να φύγουν και να φτιάξουν τη ζωή τους αλλού.

Λουκιανός Λυρίτσας, Λευκωσία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ